Σααπσούζης ή σααπσούης (θηλ. σααπσούζα και σααπσούζαινα, ουδ. σααπσούζιν, σααπσούζικον και σααπσούζ’κον), κατά τον Άνθιμο Παπαδόπουλο και το Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου, είναι ο εγκαταλελειμμένος, ο απροστάτευτος, ο ορφανός, ενώ για πράγματα ή ζώα, χρησιμοποιείται με την έννοια του αδέσποτου, αυτού που δεν έχει κάτοχο.
Οι ερμηνείες δίνονται με σχετικά παραδείγματα:
Π’ αφίντζ’, υιέ μ’, τη μάννα σου, γραίαν και σααπσούζαν;
η μάννα σου εγέρασεν, τα γόνατα ’τ’ς ’κί σώζ’νε,
κι ας σα χαροχτυπέματα τ’ ομμάτα ’τ’ς πα ’κ’ ελέπ’νε.
[Μοιρολόι: Πού αφήνεις γιε μου τη μάνα σου, γριά και απροστάτευτη; Η μάνα σου γέρασε, τα γόνατά της δεν βαστούν, κι απ’ τα χτυπήματα του Χάρου τα μάτια της δεν βλέπουν.]
~
Σααπσούζ’ ν’ απομέν’ το χωράφι σ’!
[Κατάρα: Να πεθάνεις χωρίς κληρονόμους και το χωράφι σου να μείνει χωρίς κάτοχο]
Κατ’ ευφημισμό, χρησιμοποιείται και ως έκφραση θαυμασμού:
Το σααπσούζ’κον, ντ’ έμορφον έν’!