Ο Θεόδωρος Βρυζάκης υπήρξε από τους κύριους θεμελιωτές της νεότερης (μεταβυζαντινής) ελληνικής ζωγραφικής, και συγκαταλέγεται στους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα.
Γεννημένος στη Θήβα το 1814, επτά χρόνια πριν από την κήρυξη της Επανάστασης του 1821, έζησε τα σκληρά χρόνια του απελευθερωτικού αγώνα μέχρι την ίδρυση του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Μάλιστα ο πατέρας του, Πέτρος Βρυζάκης, απαγχονίστηκε από τους Τούρκους τον Μάιο του 1821, τον πρώτο καιρό του αγώνα.
Σε ηλικία 18 ετών, το 1832, με την ενθάρρυνση πιθανώς του Γερμανού ζωγράφου Ludwig Thiersch, μετανάστευσε στο Μόναχο όπου φοίτησε στο «Πανελλήνιον», το ελληνικό παιδαγωγικό σχολείο που είχε ιδρύσει ο Λουδοβίκος Α’ για τα ορφανά των αγωνιστών της Επανάστασης. Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1844, έγινε δεκτός στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου και έως το 1855 ήταν υπότροφος της ελληνικής παροικίας.
Δάσκαλοι και φίλοι του υπήρξαν ορισμένοι εξαίρετοι καλλιτέχνες φιλελληνικών θεμάτων της εποχής του ρομαντισμού: ο Carl Wilhelm von Heideck, ο Peter von Hess, ο Heinrich von Mayer, κ.ά.
Το 1855 συμμετείχε στην Διεθνή Έκθεση του Παρισιού με το έργο «Η Έξοδος του Μεσολογγίου». Τον πίνακα αυτόν, ο ίδιος ο Βρυζάκης τον αντέγραψε τουλάχιστον δύο φορές. Δύο από τους πρωτότυπους πίνακες καταστράφηκαν στην μεγάλη πυρκαγιά του Μεσολογγίου το 1929. Το τρίτο πρωτότυπο διασώζεται στην Εθνική Πινακοθήκη, αλλά ο ίδιος πίνακας κυκλοφόρησε και σε λιθογραφίες ήδη από το 1856.
Κατά τη διετία 1861-1863 ταξίδεψε στην Αγγλία και αγιογράφησε την ελληνική εκκλησία του Ευαγγελισμού στο Μάντσεστερ. Το 1867 πήρε μέρος στην έκθεση του Del Vecchio στη Λειψία με τους πίνακες «Η Έξοδος του Μεσολογγίου», «Γιωργάκης Ολύμπιος», «Ο λόρδος Βύρωνας στο Μεσολόγγι» και «Ο Όρκος της Αγίας Λαύρας».
Την τελευταία δεκαετία της ζωής του δεν μαρτυρούνται πλέον έργα του, καθώς μια οφθαλμική πάθηση τον ανάγκασε να απομονωθεί από την καλλιτεχνική και κοινωνική ζωή του Μονάχου.
Πέθανε στο Μόναχο στις 6 Δεκεμβρίου του 1878 και κηδεύτηκε στο τότε Α’ Νεκροταφείο της πόλης. Με τη διαθήκη του, άφησε κληρονομιά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όλα τα έργα του ατελιέ του καθώς και 760 μάρκα για την επισκευή της οροφής της ελληνικής εκκλησίας του Σωτήρος (Salvatorkirche) στο Μόναχο.
Το ζωγραφικό του έργο
Τα έργα του Βρυζάκη θεωρούνται ως τα κατεξοχήν δείγματα των Ελλήνων ρομαντικών ζωγράφων του 19ου αιώνα, οι περισσότεροι από τους οποίους σπούδασαν στη Γερμανία και δημιούργησαν τη λεγόμενη «Σχολή του Μονάχου». Οι ελαιογραφίες του –όλες σχεδόν με θέματα ελληνικά– χαρακτηρίζονται από το ύφος των Δυτικοευρωπαίων ρομαντικών ζωγράφων του 19ου αιώνα.
Στον 20ό αιώνα η αντίδραση κατά του ρομαντισμού οδήγησε πολλούς επικριτές του συγκεκριμένου ρεύματος να καταγγείλουν το ύφος του ως «πομπώδες», όμως μια εξίσου μεγάλη μερίδα το αξιολογεί θετικά ως «πληθωρικό». Στην εποχή τους τα έργα του Βρυζάκη είχαν μεγάλη ζήτηση ως ζωντανές και πιστές αναπαραστάσεις της ελληνικής ιστορίας.
Μερικά μάλιστα από αυτά τα έργα έγιναν από νωρίς ευρύτερα γνωστά στο κοινό χάρη στις λιθογραφίες και άλλου είδους αναπαραγωγές.
Το 1982, όταν το Μέγαρο Μαξίμου ορίστηκε ως έδρα του πρωθυπουργικού γραφείου, ο Ανδρέας Παπανδρέου τοποθέτησε στον τοίχο πίσω ακριβώς από την πολυθρόνα του πρωθυπουργού ένα έργο του Βρυζάκη, τον πίνακα «Η Ελλάς ευγνωμονούσα».
Ο πίνακας φιλοτεχνήθηκε το 1858. Πρόκειται για έργο με ιδιαίτερο συμβολισμό, αφού απεικονίζει την Ελλάδα με τη μορφή νέας στεφανωμένης γυναίκας, ενδεδυμένης αρχαιοπρεπώς, εν μέσω αγωνιστών της Επανάστασης του 1821, να έχει σπάσει τις αλυσίδες της σκλαβιάς από τα πόδια της.