Τίποτα πιο συγκλονιστικό από τη στιγμή που ξεριζώνεσαι από το σπίτι σου και τη ζωή σου όχι επειδή θέλεις, αλλά επειδή δεν έχεις άλλη επιλογή. Βαθιά μέσα σου ξέρεις ότι αφήνεις πίσω σου τα πάντα. Αποχαιρετάς τους νεκρούς σου, τους φίλους σου, και παίρνεις τα κλειδιά του σπιτιού ελπίζοντας ότι σύντομα θα είσαι πίσω. Όμως αυτό που σε περιμένει είναι μια ζωή σκληρή, ακόμα κι αν εκεί που πας μιλούν τη γλώσσα σου και πιστεύουν στον Θεό σου.
Όπως ακριβώς συνέβη με τους περισσότερους Πόντιους και Μικρασιάτες που εκδιώχθηκαν από τα χώματά τους και ήρθαν στην Ελλάδα για να σωθούν.
Εδώ αντιμετώπισαν μια εχθρικότητα που δεν την περίμεναν. Ξαφνικά έγιναν «τουρκόσποροι» και «παστρικιές», «αρρωστιάρηδες» και «ληστές». Η ελπίδα της επιστροφής ήταν που τους κράτησε ζωντανούς. Το χρέος στους πεθαμένους που άφησαν πίσω…
Η Καππαδόκισσα Αννίκα Χαριτωνίδου, που έφυγε κυνηγημένη από το Κέσι για να καταλήξει στη Νίκαια του Πειραιά, περιέγραψε με γλαφυρό τρόπο κομμάτι του βιώματός της στο βιβλίο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών Έξοδος (τόμ. Β’, Αθήνα 1982).
«Πριν φύγουμε, η επιτροπή, κι ήταν επιτροπή ο κουνιάδος μου, ο δάσκαλος, κι ο παπάς, γύριζαν και έγραφαν τα χτήματά μας, αμπέλια, κήπους, σπίτια. Μετά πήγαμε στο Βέξε και κοινωνήσαμε γιατί δεν είχαμε δικό μας παπά. Ο παπάς του Βέξε, ο παπα-Ισαάκ, ερχότανε μια φορά τη βδομάδα στο χωριό μας και λειτουργούσε. Αυτή τη φορά πήγαμε εμείς στο Βέξε και κοινωνήσαμε, που θα μπαίναμε στο δρόμο.
»Μια μέρα φέραμε τον παπά στο νεκροταφείο και διάβασε τα μνήματά μας, γιατί να χωριστούμε ήτον. Κλάψαμε πολύ στα μνήματα. “Φεύγομε εμείς και σας αφήνομε μέσα στους Τούρκους”.
»Κείνη τη μέρα η ψυχή μας είχε πολύ βάρος. Η επιτροπή μάζεψε μετά τα πράματα της εκκλησίας. Έκαψε τις παλιές εικόνες κι όσα βιβλία ήταν παλιά. Τα άλλα κειμήλια τα μαζέψανε και τα φέραμε. Το σταυρό και τον επιτάφιο τα είχα βάλει στο δικό μου σεντούκι. Τα άλλα πράγματα τα φρόντισε ο κουνιάδος μου ο δάσκαλος…
»Με τα πράματα της εκκλησίας είχα δώσει και μια δική μου εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνα. Ήταν πολύ μεγάλη και δε χωρούσε στο δικό μου σαντούκι. Σαν ήρθαμε, έδωσα στον κουνιάδο μου το σταυρό και τον επιτάφιο. Κάποιος πήγε και τα πήρε από το σπίτι του μαζί με τα άλλα πράματα της εκκλησίας. Μαζί με αυτά πήγε και η δική μου εικόνα, που ήταν πολύ παλιά. Που φεύγαμε από το σπίτι μας στενοχωρηθήκαμε, μα ούτε το σπίτι ούτε τα πράματά μας, ούτε τους φίλους μας Τούρκους σκεφτήκαμε, όσο σκεφτήκαμε την εκκλησία μας. Την αφήσαμε σαν ορφανή μέσα στους Τούρκους. Πριν φύγω πέρασα πάλι από κει. Δεν είχε εικόνες. Δεν είχε σταυρό. Πήγα να προσκυνήσω το αγιασμένο σανίδι, τη λειτουργημένη πέτρα της», είπε.
Αναφερόμενη στις αντιδράσεις των ντόπιων κατοίκων, σε άλλο σημείο της μαρτυρίας της ανέφερε μόλις ένα περιστατικό, διαβεβαιώνοντας ότι από όπου κι αν πέρασαν έτσι συμπεριφέρονταν οι Έλληνες.
«Φτάσαμε στα Φάρσαλα. Οι ντόπιοι φωνάζανε: Οι πρόσφυγες έρχονται, εδώ να μην μπαίνουν. Και κλείνανε τις αποθήκες τους, και κλείνανε τα σχολεία τους, και κλείνανε τα καφενεία τους, και κλείνανε τα σπίτια τους. Να μην πλησιάσομε, να μην αγγίζομε πάνω τους, στην πόρτα τους, στους τοίχους των σπιτιών τους. Δεν ήμασταν άνθρωποι εμείς, ήμασταν μικρόβια», πρόσθεσε.