Πολλοί μελετητές θεωρούν ότι οι έννοιες του πολίτη και της πολιτικής απέκτησαν υπόσταση στην Αθήνα της κλασικής εποχής. Πράγματι, ενώ η πολιτική δραστηριότητα, η αυτόβουλη δηλαδή δράση για την αντιμετώπιση κοινών προβλημάτων και η κατοχύρωση των δικαιωμάτων του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι αναπτύχθηκαν μέσα στo πλαίσιο της λειτουργίας της πόλεως-κράτους από την αρχαϊκή εποχή, στην κλασική εποχή η δραστηριότητα αυτή επεκτάθηκε σε όλες τις κοινωνικές τάξεις των ελευθέρων πολιτών.
Τρεις οι βασικές προϋποθέσεις ύπαρξης της πόλης-κράτους: ελευθερία, αυτονομία και αυτάρκεια.
Μέσα στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος, με την ανάδειξη της Εκκλησίας του Δήμου ως κυρίαρχου πολιτειακού οργάνου, επεκτάθηκαν με την προσθήκη δύο ακόμη εννοιών, της ισηγορίας και της ισονομίας. Πρόκειται για τα «ατομικά» δικαιώματα της ελεύθερης έκφρασης των απόψεων και της συμμετοχής στη διαμόρφωση και την ψήφιση νόμων. Με αυτόν τον τρόπο η ελευθερία της πόλης, η υπεράσπιση δηλαδή της ανεξαρτησίας της έναντι των άλλων πόλεων, συνδέεται με την ατομική ελευθερία που με τη σειρά της στηρίζεται στην ισότητα των πολιτών.
Η ιδέα της ισότητας είχε καλλιεργηθεί ήδη από την δημιουργία της οπλιτικής φάλαγγας κατά την περίοδο παρακμής της αριστοκρατικής κοινωνίας.
Η «αριστεία», επίδειξη γενναιότητας στη μυκηναϊκή εποχή σχετιζόταν μόνο με τους επικεφαλής των αριστοκρατικών οικογενειών που διαγωνίζονταν για την προσωπική τους υστεροφημία, ενώ το πλήθος των ανώνυμων στρατιωτών θυσιάζονταν στο πεδίο της μάχης κάνοντας «έναν Σκάμανδρο να ξεχειλάει κουφάρια», όπως γράφει ο Σεφέρης στο ποίημά του «Ελένη». Αντίθετα, στη δημοκρατική Αθήνα κάθε οπλίτης ήταν δυνατό να ανδραγαθήσει στο πεδίο της μάχης και με τον ένδοξο θάνατό του να εξασφαλίσει υστεροφημία για τον ίδιο και τιμή για την οικογένειά του. Αυτό που πρωτίστως όμως διασφάλιζε ήταν η Ελευθερία της πόλης μέσα στην οποία γεννήθηκε και ανδρώθηκε.
Η οπλιτική φάλαγγα, ένα στρατιωτικό σώμα στο οποίο ανήκαν όσοι από τους πολίτες απέκτησαν την ιδιότητα του πολεμιστή και είχαν την οικονομική ευχέρεια να εξοπλίζονται με δικά τους έξοδα, ενίσχυσε την ιδέα της πολιτικής ισότητας.
Οι στρατιώτες, παραταγμένοι ανά φυλές, ήταν ίσοι μπροστά στο θάνατο. Ο καθένας από αυτούς προστάτευε με το σώμα του τον διπλανό του, και υπερασπιζόταν μέχρις εσχάτων την πατρίδα του.
Το ζητούμενο στην κατά μέτωπον αναμέτρηση με δόρατα ασπίδες και άλλα αγχέμαχα όπλα ήταν να μην «σπάσει η παράταξη». Η επίτευξη ή μη αυτού του στόχου έκρινε την έκβαση της μάχης.
Στην εκ του συστάδην μάχη, το μοναδικό τρόπο διεξαγωγής μάχης στην Αρχαία Ελλάδα, κάθε στρατιώτης έπρεπε να παραμείνει στις τάξεις του ακολουθώντας την προσταγή της πόλης. Η αποφασιστικότητα που έδειχναν οι Έλληνες να συγκρουστούν με αντιπάλους κατά πολύ ισχυρότερους και να θυσιάσουν τη ζωή τους, ξένισε τον Πέρση βασιλιά Ξέρξη που στη συνομιλία του πριν τη μάχη των Θερμοπυλών με τον Δημάρατο, πρώην Σπαρτιάτη βασιλιά που κατέφυγε στην αυλή του εξόριστος, του είπε τα εξής: «Ας δούμε τα πράγματα με τη λογική . πώς θα ήταν δυνατόν χίλιοι ή και δέκα χιλιάδες ή πενήντα χιλιάδες, που όλοι τους θα ήταν στον ίδιο βαθμό ελεύθεροι και δεν θα τους εξουσίαζε ένας, να χτυπηθούν με τόσο μεγάλο στρατό; Γιατί αναλογούμε πάνω από χίλιοι στον καθένα[..]Βέβαια αν όπως συμβαίνει μ’ εμάς τους εξουσίαζε ένας, από το φόβο που θα τους έδινε θα μπορούσαν να δείξουν μεγαλύτερη παλικαριά απ’ αυτήν που έχουν από φυσικού τους, και θα βάδιζαν, κι ας ήταν λιγότεροι, εναντίον περισσότερων-να ’ναι καλά το μαστίγιο που θα τους ανάγκαζε. όμως με το χαλάρωμα που τους δίνει η ελευθερία, ούτε το ένα ούτε το άλλο από αυτά θα μπορούσαν να κάνουν».
Η απάντηση του Δημάρατου στον Πέρση δυνάστη είναι χαρακτηριστική: «[…]πολεμώντας (οι Έλληνες) ένας προς ένα δεν είναι κατώτεροι από οποιονδήποτε πολεμιστή, πολεμώντας όμως όλοι τους μαζί είναι οι πιο αντρειωμένοι του κόσμου. Γιατί είναι βέβαια ελεύθεροι, όμως η ελευθερία τους δεν είναι απόλυτη γιατί πάνω τους στέκεται δυνάστης ο νόμος, που τον τρέμουν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι δικοί σου εσένα. Εκτελούν λοιπόν ό,τι τους προστάζει αυτός· και τους δίνει πάντοτε την ίδια προσταγή, απαγορεύοντάς τους να υποχωρούν στη μάχη μπροστά σε πλήθος ανθρώπων, όσο μεγάλο κι αν είναι αυτό, αλλά να μένουν στις γραμμές τους και να ζητούν ή τη νίκη ή τη θανή». Έτσι ο Δημάρατος αποδίδει το νόημα της πραγματικής ελευθερίας για τους Έλληνες (Λακεδαιμονίους στην προκειμένη περίπτωση). Η ελληνική ελευθερία δεν είναι ασυδοσία ούτε αναρχία, αλλά υπακούει στο (ηθικό) νόμο που είναι πάνω από όλους και όλα. Αποζητούν την νίκη ή τον θάνατο, λέει ο Σπαρτιάτης βασιλιάς προσπαθώντας να δώσει στον Πέρση ομόλογό του να καταλάβει την ρήση «ή ταν ή επί τας» που στα μετέπειτα χρόνια έγινε το σύνθημα «ελευθερία ή θάνατος»!
Άλλο παράδειγμα που δείχνει ξεκάθαρα πόσο ξένη με την «βαρβαρική» νοοτροπία και σκέψη είναι η έννοια της γενναιότητας στους Έλληνες, βρίσκουμε και πάλι στον Ηρόδοτο στην περιγραφή της εφόδου των Αθηναίων στο ξεκίνημα της μάχης του Μαραθώνα: Οι Πέρσες ξαφνιάστηκαν καθώς τους έβλεπαν να πλησιάζουν τροχάδην και ετοιμάστηκαν να τους αντιμετωπίσουν. Θεώρησαν ότι κάποια αυτοκτονική μανία είχε πιάσει τους Αθηναίους που διακινδύνευαν μια τέτοια επίθεση με τόσο λίγες δυνάμεις, χωρίς υποστήριξη ούτε από ιππικό ούτε από τοξότες». Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να αποδώσει την παράτολμη αυτή γενναιότητα στην συναίσθηση του καθήκοντος και στην πιστή υπακοή στις πατρογονικές παραδόσεις. Υπάρχει μεγάλη δόση αλήθειας σε αυτό τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους ελεύθερους Σπαρτιάτες πολεμιστές. Σε ό,τι αφορά όμως τους Αθηναίους η εξήγηση είναι πιο σύνθετη.
Η ανδραγαθία, η αρετή που χρειάζεται για την αντιμετώπιση των εχθρών στη μάχη, είναι το γενναίο φρόνημα που εδρεύει στην ψυχή, γι’ αυτό και λέγεται ευψυχία, «εὒψυχον».
Στον Επιτάφιο του Περικλέους, ο Θουκυδίδης θεωρεί πως η ευτυχία προϋποθέτει ελευθερία και η ελευθερία, ευψυχία: «Εύδαιμον το ελεύθερον και ελεύθερον το εύψυχον». Στη δημοκρατική Αθήνα η ευτυχία δεν μπορεί να θεωρηθεί ατομική υπόθεση, με άλλα λόγια δεν μπορεί κάποιος να ευτυχεί, όταν η πόλη δυστυχεί. Η προάσπιση της ελευθερίας και της δόξας της πόλης, προϋποθέτει γενναιότητα εκ μέρους των πολιτών. Οι Αθηναίοι είναι έτοιμοι να δώσουν και τη ζωή τους ακόμη για τη σωτηρία της πόλης, μέσα στην οποία απόλαυσαν τα αγαθά της ειρήνης, την ισότητα και το «ελευθέρως πολιτεύεσθαι».
Στο δεύτερο επεισόδιο της τραγωδίας Ικέτιδες του Ευριπίδη, όταν ο κήρυκας της Θήβας ρωτά «ποιος είναι ο άρχοντας του τόπου», λαμβάνει από το βασιλιά Θησέα την απάντηση ότι η Αθήνα «δεν εξουσιάζεται από έναν άνθρωπο, αλλά είναι ελεύθερη, και ο λαός κυβερνά τμηματικά με εναλλαγή στην εξουσία». Και όταν εκφράζει την έκπληξη και τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός αυτό, με επιχειρήματα που αντιπροσωπεύουν την αριστοκρατική ηθική, ο Θησέας του απαντά ότι όταν η εξουσία βρίσκεται στα χέρια ενός τυράννου, δεν υπάρχουν νόμοι κοινοί, μιας και αυτός έχει στα χέρια του το νόμο, και συνεπώς δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Λέει επίσης ότι όπου ο λαός είναι κυρίαρχος στον τόπο του, χαίρεται με τους νέους που σιγά-σιγά εισχωρούν στις τάξεις των πολιτών, ενώ ένας τύραννος αυτό ακριβώς θεωρεί επικίνδυνο, και για να εδραιώσει τη μονοκρατορία του «κορφολογά την τόλμη και τη δύναμη των νέων σαν να είναι στάχυα σε ένα ανοιξιάτικο λιβάδι» θανατώνοντάς τους.
Οι στόχοι και το περιεχόμενο της παιδείας στην αρχαία Αθήνα σχετίζονται άμεσα με όλα τα παραπάνω.
Επιδίωξη της αθηναϊκής πολιτείας ήταν «ο καλός κάγαθός» πολίτης, ο μορφωμένος και καλλιεργημένος, πνευματικά, αισθητικά, ηθικά και σωματικά.
Και παρόλο που η εκπαίδευση ήταν ιδιωτική και υπεύθυνοι γι’ αυτήν οι γονείς, η φιλοσοφία της ήταν σύμφωνη με τα ιδανικά της πόλης. Παράλληλα με το πνεύμα έπρεπε να ασκηθεί και το σώμα. Μετά την επαφή με τη διδακτική και την ηρωική ποίηση (Ησίοδος-Όμηρος) στην παιδική ηλικία και την εκγύμναση από τους παιδοτρίβες στην παλαίστρα, ακολουθούσε η μύηση στις θετικές επιστήμες για όποιον το επέλεγε, αλλά κυρίως στη φιλοσοφία και τη ρητορική. Έτσι όταν οι Αθηναίοι στρατεύονταν στα 18 τους χρόνια, είχαν πλέον επίγνωση της αποστολής τους.
Στον όρκο των Αθηναίων Εφήβων, όπως διασώζεται από τον ρήτορα Λυκούργο στο λόγο του Κατά Λεωκράτους, η ιδιότητα του στρατιώτη και υπερασπιστή της πόλεως συνδέεται με τη θρησκευτική συνείδηση και τις βασικές ηθικές και κοινωνικές αξίες
Δε θα ντροπιάσω τα όπλα μου,
ούτε θα εγκαταλείψω τον συμπολεμιστή μου
όπου κι αν ταχθώ να πολεμήσω,
θα υπερασπίζω τα ιερά και τα όσια,
και μόνος και με πολλούς,
και την πατρίδα δε θα παραδώσω μικρότερη,
αλλά μεγαλύτερη και πολεμικότερη απ’ όση θα μου παραδοθεί.
Θα πιστεύω στους Θεούς
και στους ισχύοντες νόμους θα υπακούω,
και σε όσους άλλους νόμιμα θεσπισθούν.
Κι αν κάποιος αναιρέσει ή αμφισβητήσει
τους θεσμούς δεν θα το επιτρέψω,
θα τον πολεμήσω είτε μόνος είτε με όλους.
Και τις ιερές παρακαταθήκες των πατέρων θα τιμήσω.
Μάρτυρές μου οι θεοί Άγραυλος, Ενυάλιος, Άρης, Ζευς, Θαλλώ, Αυξώ, Ηγεμόνη
Αλεξία Ιωαννίδου