Μαξίλα, μαξιλαεύω, μαξιλάζω και μαξιλέα βρίσκουμε στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου του Άνθιμου Παπαδόπουλου, και διαβάζοντας μαθαίνουμε ότι ξεκινούν από λατινικό maxilla, που είναι η λέξη για την άνω γνάθο.
Η μάξιλα (πληθυντ. τα μαξίλας) και η μαξιλέα (πληθ. τα μαξιλέας) στα ποντιακά σημαίνουν τη γροθιά στο πρόσωπο, αλλά και το χαστούκι.
Από τα ουσιαστικά αυτά προέρχονται και τα ρήματα μαξιλαεύω και μαξιλάζω (γρονθοκοπώ κάποιον στο πρόσωπο, χαστουκίζω), ενώ από την ίδια λατινική λέξη προέρχεται και το μαξιλάρι (στα ποντιακά μαξιλάριν, μαξιλαρίτζιν, μαξιλαρόπον κ.ο.κ.).