Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με τίτλο «Εις τον πειρασμόν του Ιωσήφ» και ακροστιχίδα: «εις τον Ιωσήφ του Ρωμανού έπος». Διαβάστε το Μέρος Α’, το Μέρος Β’ και το Μέρος Γ’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιδ’. Κι αφού έτσι του μίλησε και τέτοια λόγια του ’πε εκείνη η ξεδιάντροπη,
πήρε το λόγο ο Ιωσήφ κι αυτά της απαντάει:
«Καλά το λες, το πέτυχες· όντως, γενιάς αρχοντικής είμαι εγώ βλαστάρι.
»Έτσι, μ’ αυτά που κάνεις, μάλλον σε βρίσκω ποταπή και ως… αριστοκράτης με κάτι τέτοιες σαν κι εσέ δεν θέλω πάρε-δώσε.
»Γιατί άμα μέσα στη ζωή ο άνθρωπος δεν έχει τη νοοτροπία τη σωστή να χαλιναγωγήσει τα πάθη και τα θέλω του,
»όπως τα ζώα τριγυρνά –με τα ζωώδη ένστικτα και λογική καμία–,
»και μέσα σε ηδονές αισχρές, σ’ ακαθαρσίες κυλιέται.
»Γι’ αυτό και δεν τ’ ανέχομαι, καθόλου δεν μ’ αρέσουν τα πάθη αυτά τα σαρκικά·
»όταν το καταλάβω πως πάνε να ξεσηκωθούν, με την εγκράτεια τα πατώ προτού ορμές γινούνε.
»Έκανα τόσο αγώνα να μείνω ως τώρα καθαρός απ’ αμαρτίες τέτοιες,
»να την πατήσω σήμερα; Το σώμα μ’ να βρομίσω με της μοιχείας το λεκέ;
»Είναι βαρύ κι ασήκωτο, παράνομο τελείως
»το γάμο κάποιου αλλουνού άντρα να καταστρέψω.
»Κι ακόμα μεγαλύτερο μου έρχεται το κρίμα
»να μαγαρίσω τώρα εγώ την κλίνη τη συζυγική του βασιλιά κι αφέντη,
»ότι υπάρχει οφθαλμός εκεί ψηλά και βλέπει, και κατοπτεύει ακοίμητος· τίποτα δεν ξεφεύγει».
ιε’. «Άκουσε να σου πω, νεαρέ», απάντησε η γυναίκα
στης σύνεσης τον πρόμαχο,
«ο βασιλιάς κι αφέντης σου, όπως καλά γνωρίζεις, τη γνώμη μου εμπιστεύεται και πάντοτε μ’ ακούει·
»κι έτσι αν δώσω διαταγή για να σε τιμωρήσω, και βάλω να σε δείρουνε –στο ξύλο αν σε μαυρίσουν– θα ’χω νομίζεις πρόβλημα να το δικαιολογήσω, δαρμένο αν τύχει και σε δει ο βασιλιάς μαζί μου;
»Μόνο καλά από σένανε εκείνος περιμένει, αφού έχει άποψη καλή από τα μέχρι τώρα.
»Κι εμέ πολύ με αγαπά, αφού σωστή ήμουν πάντοτε και φρόνιμη σε όλα
»και είμαι ανεπίληπτη και άψογη ως τώρα.
»Όπως σου είπα το λοιπόν, ο βασιλιάς μας και στους δυο μας έχει εμπιστοσύνη·
»κι αφού ό,τι κι αν κάνουμε, κανένας δεν μας βλέπει κι ούτ’ ένας θα ’ν’ πάνω στη γη για να μας μαρτυρήσει,
»τι κάθεσαι, γιατί αργείς τώρα να μ’ υπακούσεις, να κάνεις ό,τι σου ζητώ;
»Κανονικά τέτοια τιμή κανένας δούλος σαν κι εσέ δεν την αξίζει διόλου, όσο και να παρακαλεί να έχει τέτοια τύχη.
»Μας κρύβουνε ολόγυρα του δώματος οι τοίχοι,
»κι η στέγη που απλώνεται από πάνω μας επίσης.
»Να μην φοβάσαι, το λοιπόν, εκεί που δεν υπάρχει κίνδυνος να σ’ απειλεί, φόβος να σε φοβίζει.
»Και μην πτοείσαι διόλου· μην βάλεις μέσα στο μυαλό πάλι αυτό το πράγμα:
»ότι υπάρχει οφθαλμός εκεί ψηλά και βλέπει, και κατοπτεύει ακοίμητος· τίποτα δεν ξεφεύγει».
ιϛ’. Να νουθετήσει πάσχιζε εκείνη την καημένη,
γι’ αυτό και πάλι απαντά ο φρόνιμός μας Ιωσήφ κι αυτά είναι που της λέει:
«Κακές μου δίνεις συμβουλές, σαν κείνες που ’χε δώσει κάποτ’ η Εύα στον Αδάμ· γι’ αυτό φύγε μακριά μου!
»Δέντρου καρπούς για να γευτώ που θα με θανατώσουν; Ξέχνα το, και δεν πρόκειται να κάνω τέτοιο λάθος.
»Διάλεξα την αγνότητα, κι έναν μικρό παράδεισο έχω μες στην ψυχή μου που μου γεμίζει τη ζωή μ’ αρώματα κάθε λογής όπως ευωδιάζει.
»Άλλο απ’ την αγνότητα πιο θαυμαστό δεν έχει,
»κι όποιοι μπορούν μ’ αυτήν να ζουν λάμπουν σαν τους αγγέλους.
»Κι αν όλοι όσοι τριγυρνούν ’δώ μέσα στο παλάτι, δεν θα μας δουν να κάνουμε ό,τι έχεις στο μυαλό σου
»–αφού ανθρώπου μάτι δεν γίνεται ποτέ να δει πράγμα που γίνεται κρυφά και συγκεκαλυμμένα–,
»υπάρχει κι η συνείδηση, αυτή όλα τα βλέπει· κι αυτή για εμέ κατήγορος πολύ σκληρός θα γίνει.
»Αν τύχει και τολμήσω εγώ τέτοια παρανομία,
»αν και κανείς δεν θα με δει, λόγο να μου ζητήσει για τη μοιχεία που ’κανα,
»έχω για να με κρίνει, έναν κριτή αλάνθαστο που ανάγκη αυτός δεν έχει ούτ’ απ’ αυτόπτες μάρτυρες, ούτ’ από καταθέσεις.
»Αυτό σαν φέρνω στο μυαλό… φρίκη! Με πιάνει τρόμος,
»και τις αισχρές τις ηδονές προσέχω ν’ αποφεύγω
»ότι υπάρχει οφθαλμός εκεί ψηλά και βλέπει, και κατοπτεύει ακοίμητος· τίποτα δεν ξεφεύγει.
ιζ’. »Άντε να πεις σε πίστεψα ότι οι τοίχοι ολόγυρα
»μας κρύβουνε τελείως, καθώς οικτρά αμαρτάνουμε·
»ότι άνθρωπος πάνω στη γη κανείς δεν πρόκειται να δει, αυτό το άδικο που θες να κάνω εγώ με σένα…
»Απ’ Αυτόν που βλέπει τα κρυφά, απ’ Αυτόν π’ όλα τα βλέπει, γιά πες πώς θα ξεφύγουμε; Αυτό πες μου γυναίκα!
»Ο άντρας σου δεν θα ’ν’ μπροστά, μα θα ’ναι ο Κριτής μου.
»Του κρεβατιού ο κύριος δεν θα ’ν’ για να με βλέπει,
»μα θα με βλέπει ο Δικαστής που τα κρυφά δικάζει.
»Πώς να ξεφύγω απ’ Αυτόν που όλα τα γνωρίζει, ακόμα και τ’ ανείπωτα; Τα αισθήματα, οι λογισμοί μες στην καρδιά και το μυαλό του κάθε πλάσματός Του, κρυφά δεν μένουν απ’ Αυτόν.
»Κι αυτός ακόμα ο ουρανός θα ’ρθει να με πλακώσει
»κι εσύ μου λες ασφάλεια μας δίνουνε οι τοίχοι που δεν ’φελάνε πουθενά;
»Σκέπη επουράνια ποτέ δεν σκέπει τη μοιχεία.
»Φαίνονται όλα καθαρά, είν΄ φανερά τελείως,
»γι’ Αυτόν που όλα τα ξέρει· τα πάντα και τα πιο κρυφά αμαρτήματα στον κόσμο.
»Γι’ αυτό δεν στέργω το κακό να κάνω εγώ ποτέ μου,
»μπροστά στον Κύριο και Θεό ξέρω πως το διαπράττω,
»ότι υπάρχει οφθαλμός εκεί ψηλά και βλέπει, και κατοπτεύει ακοίμητος· τίποτα δεν ξεφεύγει».
ιη’. Τα λόγια αυτά σαν άκουσε εκείνη η λυσσάρα, πήρε φωτιά ολάκερη·
παίρνει μια φόρα ξαφνικά, και βρίσκεται στον συνετό κοντά του μια ανάσα.
Τον πιάνει απ’ το χιτώνα του και τον τραβολογάει –που βρήκε τέτοια δύναμη;– και του μιλάει και λέει:
«Άκου με αγαπημένε μου, και έλα να τα… πούμε».
Τραβούσ’ η Αιγύπτια απ’ τη μια κοντά της να τον φέρει, η Χάρις αντιρρόπιζε, αντίθετα τραβούσε.
Φώναζ’ η μία «έλα εδώ, μαζί μου στο κρεβάτι!».
Κι η Χάρις από τα ψηλά, του έλεγε κι εκείνη: «Μαζί μου! Καθαρό μυαλό, σ’ εγρήγορση, μην πέσεις!»
Μαζί με την Αιγύπτια κι ο διάολος βοηθός της, σκληρά αγωνιζότανε
λαβή για να του κάνει, τα βρομερά τα χέρια του ψάχνανε να τον σφίξουν.
Όμως δεν λογαριάζανε την κυρα-Σωφροσύνη, που όσες φορές να χρειαστεί, πάλι, ξανά και πάλι, ποτέ της δεν εδίστασε για να ριχτεί στην πάλη.
’Πιτήδεια και γρήγορα έλυνε τις λαβές τους
κι έλεγε καθώς το ’κανε: «Δεν πάει το ρούχο να σκιστεί…
»Του συνετού του νέου μας το σώμα είναι το θέμα, μην πάρει καμιά σοβαρή πληγή από την αμαρτία.
»Το ένδυμα μάς μάρανε; Ας τους νικήσει μια φορά κι έχει να πάρει ένδυμα από τον Αθλοθέτη!
»Της αφθαρσίας το ένδυμα, ο άφθαρτος χιτώνας είν’ το βραβείο του νικητή σ’ αυτές εδώ τις μάχες,
»ότι υπάρχει οφθαλμός εκεί ψηλά και βλέπει, και κατοπτεύει ακοίμητος· τίποτα δεν ξεφεύγει».