Ο Χρήστος Π. Κωλέττας γεννήθηκε το 1916 στην Κάτω Λαψίστα Ιωαννίνων. Στις 5 Αυγούστου του 1940 απολύθηκε από τον ελληνικό στρατό. Δέκα ημέρες αργότερα, τον Δεκαπενταύγουστο, γίνεται ο τορπιλισμός της «Έλλης» από τους Ιταλούς. Στις 20 Αυγούστου επιστρατεύτηκε στο Α’ Σύνταγμα αντιαεροπορικού πυροβολικού στην Αθήνα. Απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του τότε εφέδρου στρατιώτη Π/Β –απεβίωσε το 2012–, παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και τη Μαίρη Τζώρα ο γιος του, εκπαιδευτικός και συγγραφέας Στέφανος Κωλέττας.
Ο πόλεμος με βρήκε στα Κάτω Λιόσια στον ραδιοφωνικό σταθμό…
Στις 2 με 3 μετά τα μεσάνυχτα βγήκαμαν περίπολο και μόλις άρχισε να ξημερώνει ακούμε να χτυπούν όλες οι καμπάνες και να βουίζουν παντού όλες οι σειρήνες. Είχε κηρυχτεί πόλεμος από τους Ιταλούς. Την ίδια ώρα, ήρθαν και 6 ιταλικά αεροπλάνα πάνω από την Αθήνα. Αμέσως βάζουν τα βαριά αντιαεροπορικά. Τα αεροπλάνα όμως παίρνουν μεγάλο ύψος και φεύγουν. Το απόγευμα μας ήρθαν άλλα τρία, έφυγαν και αυτά. Δεν ξαναεμφανίστηκαν άλλα.
Στις 20 ή 25 Νοέμβρη, βγαίνω στην αναφορά Πυροβολαρχίας, μαζί με άλλον έναν στρατιώτη από τον Τσαμαντά και ζητούμε να έρθουμε στην Ήπειρο, να πολεμήσουμε στην Αλβανία.
Έρχεται ο Διοικητής του Συντάγματος και ο στρατηγός-αρχηγός του Προβολικού και λένε, «ποιοι είναι αυτοί που θέλουν να πάνε στην πρώτη γραμμή; να βγουν έξω».
Βγήκαμαν έξω, τρία-τέσσερα βήματα και αναφέραμαν τα ονόματα μας. Μας δώσανε συγχαρητήρια και μας είπανε ότι η πατρίδα μας χρειάζεται εδώ. Και εδώ πρώτη γραμμή είναι.
Μετά από 10 μέρες φώναξαν ποιοι είναι εκπαιδευμένοι στα 88 χιλιοστά.
Βγήκα μόνο εγώ γιατί δεν ήταν άλλος με τέτοια εκπαίδευση.
Είχα εκπαιδευτεί σκοπευτής ύψους και έτσι με έστειλαν στα νεοφερμένα, τότε, βαρέα εγγλέζικα 92 χιλιοστών. Εκεί εκπαιδεύτηκα ως χειριστής κλείστρου-πυροδότη. Μετά την εκπαίδευση, κάναμαν μια αντιαεροπορική άσκηση βολής και έφυγα για το Καΐλάρι της Πτολεμαΐδας στο προσωρινό στρατιωτικό αεροδρόμιο…
Εκεί με βρήκε η 6η Απρίλη με την γερμανική επίθεση. Δύο εχθρικά αναγνωριστικά έβαλαν εναντίον μας… στο μεταξύ έσπασε το μέτωπο και φύγαμε από την Πτολεμαΐδα όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε μήπως μας χαλάσουνε την γέφυρα του Αλιάκμονα.
Κατασκηνώσαμαν κοντά στα Μετέωρα και τάξαμαν τα πυροβόλα προς βολήν. Κατά το απόγευμα νάσου 25-30 στούκας να βομβαρδίζουν τα Τρίκαλα. Καθώς επέστρεφαν ο λοχαγός διατάζει «πυρ». Δύο οβίδες προλάβαμαν και βάλαμαν γιατί αυτά μας έκαναν κάθετη εφόρμηση και έβαλαν με τα μυδράλια για 2-3 λεπτά. Χτυπήθηκα λίγο στη μύτη και κίνησε το αίμα…
Ένα Νεοζηλανδός στρατιώτης με είδε με τα αίματα. (Γύρω από τα Μετέωρα ήταν πολλοί Εγγλέζοι). «Χτυπήθηκες;» μου είπε. Και αγκαλιαστήκαμαν, θες από χαρά που δε είχα κτυπηθεί, θες από συγκίνηση που δεν είχα κτυπηθεί, δεν ξέρω γιατί αγκαλιστήκαμαν.
Μετά από αυτό τάξαμαν τα πολυβόλα προς πορείαν και φύγαμαν προς τα Τρίκαλα. Φτάσαμαν εκεί και ήταν κατεστραμμένα από τους βομβαρδισμούς. Έξω από την Λάρισα μας είδαν δύο αεροπλάνα και μας βομβάρδισαν ενώ βρισκόμασταν εν πορεία. Ευτυχώς οι βόμβες έπεσαν μακριά από μας μέσα σε έναν βάλτο που ήταν 40-50 μέτρα από τον κάτω δρόμο. Το Μ. Σάββατο φτάσαμαν έξω στο Μενίδι της Αθήνας, στα χωράφια.
Τη Δευτέρα του Πάσχα νύχτα φύγαμαν για την Χαλκίδα. Όταν φτάσαμαν εκεί ταχτήκαμαν προς πυροβόλησιν πέντε δέκα μέτρα από την θάλασσαν στα ανατολικά της Χαλκίδας…
Στις 8 Μαΐου, ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής, μπήκαν οι Γερμανοί στην Χαλκίδα. Ήρθαν μας πήραν τα κλείστρα και τα πυροβόλα και έφυγαν. Εγώ πήγα στο δικό μου πυροβόλο, έβγαλα τον εξοκλέα και τον πέταξα στην θάλασσα. Το αχρήστευσα προς βολήν.
Μείναμαν δύο τρεις εκεί επειδή γινόταν μάχες ακόμα μεταξύ Γερμανών και Άγγλων. Μετά φύγαμαν με τα πόδι για την Αθήνα…
Θυμάμαι την ταλαιπωρία… Είμαστε 4-5 πατριώτες μαζί… εν τέλει μετά από μεγάλη πεζοπορία και ταλαιπωρία, εντελώς νηστικοί, γιατί ψωμί δεν βρίσκαμαν πουθενά, μέσο συγκοινωνίας δεν υπήρχε, όλα ήταν κατεστραμμένα… φτάσαμαν από την Χαλκίδα στην Αθήνα δεν θυμάμαι μετά από πόσες μέρες…