Ένα συναρπαστικό και εμβληματικό έργο φέρει την υπογραφή του Χρήστου Σαμουηλίδη, του συγγραφέα και διδάκτορα Λαογραφίας, απόγονο πρώτης γενιάς προσφύγων από το Καρς, ο οποίος πέθανε πλήρης ημερών σε ηλικία 95 ετών.
Το Μαύρη Θάλασσα, όπως λέει και ο υπότιτλος του, είναι ένα χρονικό από τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου.
Στο οπισθόφυλλο της 5ης έκδοσης τονίζεται ότι είναι το πρώτο βιβλίο που αφηγείται σε επική έκταση, με πυρετώδη ρυθμό και με πολύπλευρη δομή το ολοκαύτωμα που συντελέστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Ως υλικό ο Χρήστος Σαμουηλίδης χρησιμοποίησε τις μαρτυρίες προσφύγων πρώτης γενιάς, τις οποίες συνέλεξε κατά τη διάρκεια των 14 ετών που συνεργάστηκε με το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών.
«Επισκέφθηκε τα σπίτια τους στις συνοικίες της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, αλλά και στα χωριά της Μακεδονίας, της Θράκης και της Θεσσαλίας, για να περισώσει τα νωπά ακόμα μαρτύρια, τα δεινοπαθήματα και τους ξεριζωμούς των προσφύγων και για να συνθέσει τη ζωντανή ιστορία και την πρωτοφανή τραγωδία των Ελλήνων ομογενών μας στον Πόντο», σημειώνεται στην έκδοση.
Πρώτη φορά το έργο κυκλοφόρησε το 1970, αμέσως μετά την άρση της λογοκρισίας από τη χούντα. «Καλά που βρίσκονται ακόμα άνθρωποι που διασώζουν τα ιερά και τα όσια» ανέφερε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ενώ ο Μπάμπης Κλάρας τόνισε: «Μέσα σε μια αισθητική ενότητα τόπου και χρόνου, δίνει παραστατικά την τρομερή σύγκρουση Ρωμιών και Τούρκων, ζωγραφίζει τη φοβερή εξόντωση και γενοκτονία, σ’ όλη της τη φρικτή βαρβαρότητα και αγριότητα, ενώ παράλληλα ανασύρει από τη θανάσιμη πάλη τους ήρωες και μάρτυρες του αγώνα».
Στις τελευταίες σελίδες ο αφηγηματικός χρόνος είναι το μοιραίο 1922 – ο Χρήστος Σαουηλίδης έμελλε να αφήσει την τελευταία του πνοή ακριβώς 100 χρόνια μετά.
Στο κεφάλαιο «Έξοδος» γράφει:
Μετά την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου και την προέλαση των κεμαλικών στρατευμάτων μέχρι την Προποντίδα και τα Στενά, ένα μεγάλο μέρος του ποντιακού πληθυσμού είχε καταφύγει στα παράλια της Τραπεζούντας, της Τρίπολης, των Κοτυώρων, της Οινόης και της Κερασούντας, με σκοπό να επιβιβαστεί σε πλοία και να φύγει στην Ελλάδα. Τότε ακριβώς έγινε μια συμφωνία, με τη μεσολάβηση των Συμμαχικών Αρχών της Κωνσταντινούπολης, ανάμεσα στην Ελληνική και την Τουρκική Κυβέρνηση. Η συμφωνία όριζε ότι οι Έλληνες του Πόντου θα μεταφέρονταν με τούρκικα βαπόρια στην Πόλη και από εκεί, με ελληνικά, στην Ελλάδα. Επειδή όμως στην Κωνσταντινούπολη δεν υπήρχαν πια ελληνικές αρχές, αποφασίστηκε να σταλεί εκεί αντιπρόσωπος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού για να αναλάβει την περίθαλψη των Ποντίων προσφύγων και τη μεταφορά τους στην Ελλάδα. Η αποστολή αυτή ανατέθηκε στον Α.Α. Πάλλη.
Μετά το μπαρκάρισμα των Ρωμιών που βρίσκονταν στις πόλεις της Σαμψούντας, άρχισαν να κατεβαίνουν και τα γυναικόπαιδα από τα χωριά, τα δάση και τα βουνά. Όσοι είχαν χρήματα, πλήρωναν τα ναύλα τους και έφευγαν. Οι άλλοι παρέμεναν στην πόλη και έκαναν μεροκάματα για να βγάλουν τα έξοδα του ταξιδιού τους.
Οι οπλαρχηγοί, όπως ο καπετάν Στύλος Στυλιανός Κοσμίδης, ο Παντελής Αναστασιάδης, ο Παπούλας, ο Αμπατζής, ο Χασαρής, ο Κακούλης και άλλοι, μαζί με τα πρωτοπαλίκαρα, τους οπλίτες τους και τις οικογένειες τους, κατέβαιναν κρυφά στην παραλία, άρπαζαν ή νοίκιαζαν τούρκικα μοτόρια και έφευγαν με τον οπλισμό τους στις απέναντι ακτές της Μαύρης Θάλασσας, στα ρωσικά και ρουμάνικα λιμάνια. Από ‘κεί έρχονταν στην Ελλάδα είτε σιδηροδρομικά, μέσω Βουλγαρίας, είτε ατμοπλοϊκά, με ρωσικά και ελληνικά πλοία.
Είναι απερίγραπτες όμως οι συνθήκες της μετακίνησης των προσφύγων από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας στην Κωνσταντινούπολη.
Τα ακάθαρτα παλιοκάραβα της τουρκικής ακτοπλοΐας έφταναν εκεί κατάφορτα μέχρι τα αμπάρια. Και μόλο που πολλοί απ’ αυτούς ήταν άρρωστοι από εξανθηματικό τύφο και ανεμοβλογιά, οι τουρκικές Αρχές δεν έπαιρναν κανένα μέτρο για να τους απομονώσουν και να τους χωρίσουν από τους υγιείς. Οι Συμμαχικές, πάλι, στρατιωτικές αρχές, δείχνοντας εντελώς ασυγχώρητη και απάνθρωπη αδιαφορία, επέτρεψαν να στεγαστούν οι χιλιάδες πρόσφυγες στα επιταγμένα ελληνικά σχολεία της Πόλη με κίνδυνο να μεταδοθούν οι αρρώστιες και στο ντόπιο πληθυσμό.
Και μόνο ύστερα από πολλά διαβήματα, εδέησε ο αρχηγός των Συμμαχικών στρατευμάτων Κατοχής Χάριγκτον να παραχωρήσει στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό το μεγάλο στρατώνα του Σελιμιέ, που βρισκόταν στο Σκούταρι, στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου. Οι πρόσφυγες μεταφέρθηκαν και παρέμειναν εκεί, κάτω από αυστηρή απομόνωση, ώσπου να επιβιβαστούν στα πλοία για την Ελλάδα.
Ωστόσο, κατά το πρώτο εκείνο διάστημα της εξόδου των Ρωμιών του Πόντου, οι θάνατοι από τις αρρώστιες και τις άλλες ταλαιπωρίες έφτασαν τους τετρακόσιους τη βδομάδα!
Και ο αριθμός αυτός μέρα με τη μέρα μεγάλωνε, γιατί οι πρόσφυγες που κλείνονταν στην καραντίνα του Σελιμιέ, με τον καιρό πλήθυναν και έγιναν πολλές χιλιάδες.
Στριμωγμένοι όπως ήταν ασφυχτικά μέσα στους θαλάμους των στρατώνων, χωρίς νερό και σωστή τροφή, μέσα στη βρομιά και τη δυσωδία, ζούσαν ένα μαρτύριο χειρότερο κι από της κόλασης. Η δίψα έκαιγε τα σωθικά των προσφύγων σαν φωτιά. Η πείνα έσφαζε τα στομάχια ρίχνοντας τους αδύνατους οργανισμούς στα βρόχια της αρρώστιας, και η αρρώστια τους έστελνε κατευθείαν στα νύχια του Χάρου!
Οι Τούρκοι επιστάτες επέτρεπαν μόνο πέντε πέντε άτομα να πηγαίνουν με συνοδεία ως το Σκούταρι για να φέρουν νερό. Τι μπορούσαν όμως να κάνουν οι σταγόνες του νερού που αναλογούσε στο κάθε στεγνό λαρύγγι; Έτσι. οι θάνατοι από τη δίψα αύξαναν μέρα με τη μέρα και όταν κάποτε επιχειρήθηκε η λύση του προβλήματος της ύδρευσης με το άνοιγμα ενός καναλιού, το κακό χειροτέρεψε τραγικά, γιατί το κανάλι περνούσε από μέρη που έβγαζαν ακάθαρτο μεταλλικό νερό. Μόλις, λοιπόν, το αδιύλιστο αυτό βρομόνερο έφτασε στους στρατώνες, ο διψασμένος κόσμος έπεσε πάνω του με τα μούτρα και ήπιε για να χορτάσει! Και αυτό στάθηκε η καταστροφή του: πλάκωσε επιδημία τύφου! Πολλοί άρρωστοι τρελαίνονταν, έπεφταν από το πέμπτο πάτωμα του στρατώνα και σκοτώνονταν! Οι άλλοι, που δεν αυτοκτονούσαν, πέθαιναν αργότερα ομαδικά από τον πυρετό.
Ο τύφος θέριζε! Κάθε μέρα ξεψυχούσαν εκατοντάδες πρόσφυγες. Οι Τούρκοι νεκροθάφτες δεν προλάβαιναν να τους θάβουν.
Κουβαλούσαν τα πτώματα με αλογόκαρα και μ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο έξω από το Σκούταρι και τα έριχναν ομαδικά σε μεγάλους λάκκους. Έχυναν κατόπιν επάνω τους λίγον ασβέστη και χώμα, για να μη βρομάνε. Με το διάβα των ημερών όμως, τα μεταφορικά μέσα δεν επαρκούσαν. Δεν προλάβαιναν να κουβαλάνε τους πεθαμένους, και το θάψιμο καθυστερούσε. Πολλά πτώματα περίμεναν δέκα και είκοσι μέρες άταφα, ώσπου να έρθει η σειρά τους. Το υπόγειο του Σελιμιέ, που άλλοτε χρησίμευε για στάβλος, τώρα γέμισε άταφα κουφάρια που περίμεναν τη μεταφορά τους. Βρομούσε ο τόπος! Τα πάντα μολύνονταν και μετέδιδαν την αρρώστια παντού.
Οικογένειες ολόκληρες ξεκληρίστηκαν στον καταραμένο εκείνο τόπο. Από τις είκοσι χιλιάδες Ρωμιούς του Πόντου που κλείστηκαν στην καραντίνα του Σελιμιέ, μόνο οι εννιά χιλιάδες βγήκαν αργότερα από κει μέσα ζωντανοί!