Την ιστορία πριν και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή μέσα από τον Τύπο, και συγκεκριμένα μέσα από τις εφημερίδες της Λέσβου, «αφηγείται» μια πολύτιμη έκδοση από τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Μυτιλήνης.
Με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων μάς παραδίδεται ο πρωτοποριακός για την εποχή δημοσιογραφικός λόγος, ο οποίος σοκάρει.
Στις 19 Σεπτεμβρίου1922 ο Ελεύθερος Λόγος της Μυτιλήνης έγραψε:
«Έρχονται τα καράβια, ένα, ένα, σιγαρμενίζοντας, σαν νεκροφόρες θαλασσινές, διασχίζοντας το Πέλαο, που κι’ αυτό λες και ενώνει το θρήνο του με τους λυγμούς και τα δάκρυα των δυστυχισμένων ταξιδιωτών.
»Έρχονται και φεύγουν και πάλι ξαναέρχονται μάνες χήρες και μάνες χωρίς παιδιά. Αναμαλλιάρικα και γυμνωμένα κοριτσάκια, ορφανεμένα και ξεχασμένα μικρά παιδιά. Η γύμνια τους, η εγκατάλειψή τους, η ορφάνια τους, βουρκώνουν τα μάτια τους, που ολοένα τρέχουν…
»Η πόλις μας βουλιάζει από το πλήθος των αφιχθέντων προσφύγων. Το “βουλιάζει” αυτό δεν παριστά την πραγματικότητα. Συμβαίνει με τους αφιχθέντες πρόσφυγας κάτι αφάνταστον, κάτι πρωτάκουστον, κάτι φρικιαστικόν, κάτι δια το οποίον δεν υπάρχει η αρμόζουσα λέξις.
»Σπιθαμή γης εντός και του περί την Μυτιλήνην χώρου δεν έμεινε πλέον ακάλυπτος. Το επί της προκυμαίας βάδισμα κατωρθούται μόνον δια διαγκωνισμόν. Οι πρόσφυγες, ισοπεδωμένοι πλέον τελείως, πλούσιοι μετά των πτωχών, επιστήμονες μετά των χειρονακτών, ευγενείς και λεπταί κυρίαι και δεσποινίδες μετά των ηλιοκαμένων χωρικών και αγροτών, εν ασφυκτικώ συμφυρμώ κάθηνται επί των διασωθέντων ρακών των με την θλίψιν και την απελπισίαν ζωγραφισμένην εις τα πρόσωπά των».
Τον τόμο που έχει τίτλο 1919-1922: Οι εφημερίδες της Λέσβου αφηγούνται επιμελήθηκαν η Μαρία Γρηγορά και η Φανή Μαρωνίτου, διευθύντρια και βιβλιοθηκονόμος της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης της Μυτιλήνης, αντίστοιχα. «Κάποια πράγματα επιλέξαμε να μην τα αναφέρουμε. Το βιβλίο δεν θα “αντέχονταν”, αν τα δημοσιεύαμε όλα» είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Φανή Μαρωνίτου.
Μέσω του Τύπου της Λέσβου έγιναν και οι πρώτες ανακοινώσεις για αγνοούμενους.
«ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ: Η Ελευθερία Παρασκευοπούλου 1,5 ετών εκ Σμύρνης από την οικογένειάν της. Πληροφορίαι εις τους αδελφούς Ευαγγελινέλη Μυτιλήνη», έγραφε ο Ελεύθερος Λόγος στις 5 Οκτωβρίου του 1922.
Στις 4 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου δημοσιεύθηκε και μια τραγική είδηση. «Από ψύξιν! Προχθές απέθανε νεαρός πρόσφυγξ εκ του υπερβολικού ψύχους. Πληροφορούμεθα ότι κατά τας τελευταίας ταύτας ημέρας, πλείστοι συνέβησαν θάνατοι προσφύγων, εκ της αυτής αιτίας».
Η Λέσβος δέχθηκε τον μεγαλύτερο όγκο των υποχωρούντων στρατιωτών και των Μικρασιατών προσφύγων τόσο πριν όσο και μετά την κορύφωση των γεγονότων με την καταστροφή της Σμύρνης. Μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου του 1922 υπολογίζεται ότι αποβιβάστηκαν περίπου 130.000 πρόσφυγες και ακολούθησαν ακόμα 160.000.
Καθημερινά αποβιβάζονταν στη Μυτιλήνη, αλλά και στα υπόλοιπα χωριά, περίπου 6.000 έως 8.000 άτομα, κυρίως εξαθλιωμένα γυναικόπαιδα και γέροντες.
«Τα πλοία πηγαινοέρχονται αδιάκοπα στα απέναντι παράλια μεταφέροντας όσους περισσότερους μπορούσαν. Βενζινάκατοι και λέμβοι φόρτωναν και ξεφόρτωναν ασταμάτητα, μέχρι αργά τα μεσάνυχτα, εξαντλημένους ανθρώπους που στοιβάζονταν στο λιμάνι της πόλης. Η κατάσταση που επικρατούσε ήταν χαοτική. Οι εικόνες σπαραχτικές και πρωτοφανείς για τον τόπο. Οι στιγμές πένθους και απόγνωσης αποτυπώνονταν καθημερινά στον τοπικό Τύπο με εκτενή άρθρα και χρονογραφήματα τα οποία και συγκεντρώθηκαν στην έκδοση» ανέφερε η Φανή Μαρωνίτου.
Πολλά ρεπορτάζ, όπως εξήγησε η Μαρία Γρηγορά, περιέγραφαν την κατάσταση των προσφύγων: «Τόσο στην πόλη της Μυτιλήνης όσο και στα χωριά είναι αδύνατη η διαχείριση ενός τόσο μεγάλου όγκου ανθρώπων αφού, εκτός από τους πρόσφυγες, μεγάλος αριθμός στρατιωτών παρέμειναν ακόμη στη Μυτιλήνη, αναμένοντας τα πλοία που θα τους μετέφεραν στα σπίτια τους. Η ελληνική κυβέρνηση όχι μόνο δεν έλαβε κανένα μέτρο αντιμετώπισης της προσφυγικής κρίσης, αλλά παρέμενε προκλητικά αδιάφορη, λες και επρόκειτο για ένα θέμα που δεν την αφορούσε.
»Πρόσφυγες και τοπική κοινωνία εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους και κλήθηκαν να σηκώσουν μόνοι τους όλο το βάρος του προβλήματος που προκάλεσαν οι προηγούμενες πολιτικές και αποφάσεις. Δεν υπήρξε καμία απολύτως οργάνωση, δεν ελήφθη καμιά μέριμνα, ούτε καν για την καταγραφή των προσφύγων που στοιβάχθηκαν κατά χιλιάδες στους δρόμους, μέσα σε εκκλησίες, τεμένη, θέατρα, σχολεία και άλλα δημόσια κτήρια».
Σημαντικό πάντως ήταν ότι οι Λέσβιοι από την πρώτη στιγμή στάθηκαν στο πλευρό των Μικρασιατών προσφύγων, παρόλο που δεν έλειψαν και οι επιτήδειοι (παντοπώλες, αρτοποιοί, λεμβούχοι, πράκτορες ατμόπλοιων κ.ά.) που εκμεταλλεύθηκαν τον πόνο αισχροκερδώντας.
«Τι έδωκεν η Μυτιλήνη; Πολλά και τίποτε. Εξηγούμεν το οξύμωρον αυτό σχήμα: Από την τάξιν των πλουσίων ολίγοι –ίσως ελάχιστοι– εφάνησαν όσο έπρεπε γενναιόδωροι. Οι άλλοι, οι περισσότεροι, έδωκαν ελάχιστα, ή ολιγώτερα από όσα έπρεπε. Αντιθέτως η μεσαία τάξις, η αγορά δηλαδή, και ο λαός συνειπέφερεν ό,τι ημπορούσε και δεν ημπορούσε…
»Τα βιβλία της Π.Ε.Π. είνε ανοικτά εις τον καθένα. Ένα φυλλομέτρημα, επιπόλαιον έστω, θα παρουσίαζε τοιαύτην δυσαναλογίαν μικρών αριθμών και μεγάλων ονομάτων, που να απογοήτευε και τον πλέον αισιόδοξον. Είνε κρίμα. Έχουν χιλιάδας επί χιλιάδων λιρών, κτήματα, μέγαρα και όλα τα αγαθά και δεν αποφασίζουν να δώσουν 5-10 λίρες. Εις ένα κατάλογον που κατήρτισεν η Νομαρχία δια να καλέση ονομαστικώς τους δυνάμενους να δώσουν, είδομεν τέτοιους ταλαντούχους να θεωρούν τον εαυτόν των εν τάξει με μισή, ΜΑΛΙΣΤΑ ΜΙΣΗ μονάχα λίρα που έδωκαν! Αίσχος!» έγραφε στις 18 Ιανουαρίου του 1923 ο Ελεύθερος Λόγος.