Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με τίτλο «Εις τον πειρασμόν του Ιωσήφ» και ακροστιχίδα: «εις τον Ιωσήφ του Ρωμανού έπος». Διαβάστε το Μέρος Α’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
δ’. Η παράνομη πράξη, στων πραγμάτων την τάξη
τα πάνω κάτω έφερε.
Ο δούλος κύριος γίνηκε, τα πάθη κυριεύοντας μ’ εγκράτεια κατανίκησε κάθε ηδονής τον πόθο·
μα η κυρία αντίστροφη πορεύτηκε πορεία, πήγε κι υποδουλώθηκε αυτή στην αμαρτία.
Αφού όποιος καταγίνεται με κάποια αμαρτία δούλος της είναι τελικά, δεν είναι κάτι άλλο.
Το κάθε τι τριγύρω του σαν σ’ όνειρο το βλέπει,
κι ο πόθος του ο αμαρτωλός τον σέρνει από τη μύτη.
Αυτό ακριβώς δεν έπαθε του Ιωσήφ η αφέντρα
που τόσο τη γοήτεψε του Ιωσήφ το κάλλος;
Τον νέο όταν εκοίταζε, τα μάτια της αχόρταγα –ακόλαστη η ματιά της–
και χίλια βέλη αόρατα την κολασμένη της ψυχή ανήλεα κεντούσαν.
Όσο αστραποβόλαγε η εμορφιά του νέου,
τόσο η δόλια έχανε τελείως τα μυαλά της.
Την ηδονή βάζει μπροστά σαν δάδα αναμμένη, φωτιά γυρεύει στο κορμί μ’ αυτήν να του ανάψει.
Μ’ αυτός γενναία πολέμησε φωτιά με τη φωτιά, είχε το πυρ το αιώνιο που ’καιγε στην ψυχή του,
ότι υπάρχει οφθαλμός εκεί ψηλά και βλέπει, και κατοπτεύει ακοίμητος· τίποτα δεν ξεφεύγει.
ε’. Της Αιγυπτίας την καρδιά την είχε κυριεύσει
επιθυμία ισχυρή που ’φτανε τη μανία.
Κι είχε στα στήθια αγιάτρευτη, κρυφή πληγή ανοιγμένη, του πόθου τ’ ανεκπλήρωτου έπινε το φαρμάκι,
κι όλα τα πόνια της πληγής γλυκά σ’ αυτήν φαινόνταν – το γαρ πολύ του έρωτος γεννά παραφροσύνη.
Του Ιωσήφ μία ματιά έψαχν’ απελπισμένη, και κάθε που την έβρισκε έβλεπε σωφροσύνη·
τα βέλη της αγνής ματιάς δεινά την σημαδεύαν,
κέντρο στην άσωτη καρδιά βρίσκαν και την καρφώναν,
κι έλεγε η κακόμοιρη γλυκός πως είν’ ο πόνος πά’ στην απελπισιά της.
Ο πόθος ο ακόλαστος το νου της πολιορκούσε,
κι η δόλια δεν γινότανε κάπου τον πόνο της να πει και να τον φανερώσει.
Κοντά του όταν ήτανε, αβάσταχτος ο πόνος –
και όταν μακριά της έλειπε, χειρότερα καιγόταν.
Του έλεγε γλυκόλογα για να τον κολακέψει,
καιγόταν στην αγκάλη της γρήγορ’ αυτός να πέσει.
Μα ο σεμνός ο Ιωσήφ απόφευγε τελείως
ετούτη την απρέπεια που ’θελε αυτή να κάνουν,
ότι υπάρχει οφθαλμός εκεί ψηλά και βλέπει, και κατοπτεύει ακοίμητος· τίποτα δεν ξεφεύγει.
ϛ’. Πώς πάει πατέρας συνοδός στο γάμο της τη νύφη; Έτσ’ ήρθ’ ο γερο-διάολος, απ’ το χέρι για να πάρει, να πάει την Αιγύπτια ίσαμε τη μοιχεία.
«Εμπρός», της λέει, «αναθάρρησε, σαν τι γυναίκα είσαι; Έχει η γυναίκα δύναμη από καταβολής του κόσμου, είναι αγκίστρι εκλεκτό, αλύγιστο και δυνατό!
»Εμπρός, λοιπόν, τι κάθεσαι; Ετοίμασε το δόλωμα τον νιο για να τον πιάσεις.
»Τις όμορφες πλεξούδες σου δίχτυα κάνε και πιάσ’ τον,
»φτιασίδωσε το πρόσωπο πανέμορφο να γίνει,
»να είναι ωραίο ροδαλό – βάλ’ όλη σας την τέχνη!
»Και το λαιμό σου στόλισε με περιδέραια ακριβά και χρυσοπλουμισμένα.
»Και πάν’ απ’ όλα μην ξεχνάς, το πιο ακριβό σου φόρεμα για κείνον να φορέσεις·
»τ’ αρώματα μη λυπηθείς, μπόλικα για να βάλεις, ότι μ’ αυτά χαυνώνονται και τα σκληρά τ’ αντράκια.
»Εμπρός, αγώνα δυνατό που είναι για γενναίους, μπροστά έχουμε να δώσουμε!
»Μ’ αγνότητα αντιστάθηκε;
»Πάλεψ’ τον με λαγνεία!
»Κοίτα καλά μη νικηθείς, ρεζίλι μη μας κάνεις
»αν και τυχόν ορθός σταθεί και στέρεα μιλήσει: “Αυτό που θες δεν γίνεται,
»ότι υπάρχει οφθαλμός εκεί ψηλά και βλέπει, και κατοπτεύει ακοίμητος· τίποτα δεν ξεφεύγει”».
ζ’. Την άσεμνή της τη θωριά είδ’ ο σεμνός ο νέος,
κι αντίς να τον ελκύσει, πιότερο την σιχάθηκε.
Την έβλεπ’ εξωτερικά εύθυμη και ωραία, μα εισέπραττε από μέσα της το δόλο τον κρυμμένο.
Σβέλτα κι αποφασιστικά κινείτ’ αυτός και φεύγει, σαν να απόφευγε οχιά απάν’ σε μονοπάτι που κρύβεται στις φυλλωσιές κι εκεί παραμονεύει.
Τότες αυτή η ελεεινή δεν μπόρεσε ν’ αντέξει την τόση περιφρόνηση εκείνου του γενναίου,
βάζει στην άκρη τις ντροπές κι αφήνει τα προσχήματα,
κι όλη την ασωτία της τώρα πια φανερώνει.
Φρόντισε πρώτα, το λοιπόν, μια άλλη για μεσίτρια κοντά σ’ αυτόν να στείλει.
Δασκαλεμένη πήγαινε μαζί του να μιλήσει,
κι είχε μια γλώσσα κοφτερή… πιότερο από λεπίδι!
Μιλούσε αισθησιακά για να τον ξεσηκώσει,
και με πολλά τεχνάσματα και άλλα τόσα σκέρτσα να τον μαγέψει γύρευε.
Μάταια· δεν κατάφερε μυαλά να του αλλάξει,
κι έτσι αυτός συνέχιζε να λέει τα δικά του: «τέτοιο ανοσιούργημα δεν κάνω γω, τελεία· είμαι απόλυτος σ’ αυτό, ούτε θα δούμ’ ούτ’ ίσως,
»πάντοτε στη φαυλότητα είχα μεγάλο μίσος,
»ότι υπάρχει οφθαλμός εκεί ψηλά και βλέπει, και κατοπτεύει ακοίμητος· τίποτα δεν ξεφεύγει».
η’. Ωχού, μανία άσωτη ακόλαστης γυναίκας
που ’πεσε πάνω στον Ιωσήφ, για να τον κατακάψει.
Αφού είδε και απόειδε πως μ’ όλες της τις γαλιφιές εκείνος δεν ενδίδει
και πως τα πάθη του κορμιού, τα νεανικά τα πάθη να τον νικήσουν δεν μπορούν, άρχισε να φωνάζει:
«Δούλος δικός μου είσ’ εσύ, αγορασμένος σκλάβος, λεφτά δώσαν, σ’ αγοράσαν να μου ’σαι υπηρέτης.
»Άρχοντα εγώ σε όρισα του σπιτικού μου όλου,
»και τώρα της κυρίας σου κύριος λέω να γίνεις – δούλος μου μα και κύριος, αυτό είναι που διατάζω.
»Βλέπεις πως δεν το θεωρώ προσβλητικό για μένα, να πέφτω στο επίπεδο που πιο κάτω δεν έχει: του δούλου το επίπεδο εκεί που ατός σου στέκεις.
»Σάματι ποια η διαφορά του αφέντη από τον δούλο;
»Απ’ όσα έχω διδαχτεί, παιδιά ενός πατέρα όλοι οι άνθρωπ’ είμαστε: του Αδάμ του πρώτου ανθρώπου.
»Και μια μητέρα έχουμε: την Εύα απ’ όπου φύτρωσε το γένος των ανθρώπων.
»Ισάξιοι όλοι είμαστε, ισότιμοι στεκόμαστε ο ένας πλάι στον άλλο,
»καθώς σ’ όλους μας έλαχε η ανθρώπινη η φύση.
»Γι’ αυτό σου λέω, μη φοβηθείς παράνομο πως είναι να κάνεις ό,τι σου ζητώ
»και μην πιστεύεις όσους λεν, μην τους ακούς που λένε
»ότι υπάρχει οφθαλμός εκεί ψηλά και βλέπει, και κατοπτεύει ακοίμητος· τίποτα δεν ξεφεύγει».