Ισραήλ και Λίβανος, δύο χώρες που δεν διατηρούν διπλωματικές σχέσεις και επισήμως βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση, έχουν καταλήξει σε συμφωνία για τη διαφιλονικούμενη ζώνη των 860 τ.χλμ. για την εξόρυξη φυσικού αερίου.
Η συμφωνία χαιρετίστηκε και από την Αθήνα και από τη Λευκωσία, στη λογική ότι επιτεύχθηκε στη βάση του Διεθνούς Δικαίου. Αναλυτές εκτιμούν ότι θα επηρεάσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό.
Το πώς θα επηρεάσει, είναι ζητούμενο. Εκείνο που άρχισε να καλλιεργείται δημοσίως από προπομπούς του είδους μετά την ανακοίνωση της καταρχήν συμφωνίας είναι ότι θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο για ανάλογες διευθετήσεις. Τι μπορεί να εννοείται;
Ας δούμε καταρχάς ορισμένα στοιχεία της συμφωνίας:
- Οι δύο χώρες επειδή δεν έχουν διπλωματικές σχέσεις και βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση, εδώ και δύο χρόνια δεν συνομιλούν μεταξύ τους, αλλά με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ. Δηλαδή, πρόκειται για αμερικανική διπλωματική επιτυχία, κατά κάποιο τρόπο.
- Στη διαφιλονικούμενη περιοχή υπάρχουν δύο εντοπισμένα κοιτάσματα. Το Κανά που δόθηκε στον Λίβανο και το Καρίς που δόθηκε στο Ισραήλ. Το ενδιαφέρον είναι ότι από το κοίτασμα που θα ερευνήσει ο Λίβανος το Ισραήλ θα πάρει χρηματικά ποσοστά. Τη σχετική συμφωνία δεν θα την κάνει με τον Λίβανο, αλλά με την κοινοπραξία που θα αναλάβει την εξόρυξη, με επικεφαλής τον γαλλικό κολοσσό TOTAL. Ο Λίβανος δεν θα πάρει τίποτε από το κοίτασμα που δόθηκε στο Ισραήλ.
- Το κοίτασμα του Ισραήλ είναι επιβεβαιωμένο ότι έχει φυσικό αέριο. Στο κοίτασμα του Λιβάνου η ύπαρξή του θα πρέπει να επιβεβαιωθεί με έρευνες.
Αντιδράσεις υπάρχουν και στις δύο πλευρές, με το Ισραήλ να επείγεται να εγκρίνει την συμφωνία πριν από τις εκλογές, καθώς η επιστροφή Νετανιάχου θεωρείται πιθανή. Ο πρώην Ισραηλινός πρωθυπουργός έχει δηλώσει στο πως αν επανέλθει στην εξουσία θα ακυρώσει τη συμφωνία.
Αλλά και η Χεζμπολάχ του Λιβάνου, η οποία αποδέχθηκε τη διαδικασία, δηλώνει τώρα πως όλα θα εξαρτηθούν από το περιεχόμενο του τελικού κειμένου.
Η συμφωνία δεν έχει γίνει δημοσίως γνωστή· αλλά οι βασικές αρχές της έχουν διαρρεύσει. Μεσανατολικά μέσα ενημέρωσης –όπως το Emirates Policy Center, ένα επίσημο κέντρο των ΗΑΕ–, έχουν σχολιάσει το περιεχόμενό της και το γιατί η Χεζμπολάχ συμφώνησε.
Αξίζει να αναφερθούν ορισμένες παρατηρήσεις:
- Αποδέχτηκε τη συμφωνία μόνο επειδή οι απειλές της δεν είχαν αντίκρισμα και έτσι δεν είχε την πολυτέλεια να πάει σε πόλεμο με το Ισραήλ. Αυτή η νέα πραγματικότητα μακροπρόθεσμα θα αποδυναμώσει το αφήγημα της αντίστασης της Χεζμπολάχ κατά του Ισραήλ.
- Επίσης συνειδητοποίησε ότι ένας ακόμα πόλεμος θα μπορούσε να έχει χειρότερες συνέπειες για την οργάνωση από παραχωρήσεις στον ορκισμένο εχθρό της. Πολλές μονάδες της είναι τώρα λιγότερο καλά εκπαιδευμένες, λιγότερο ιδεολογικοποιημένες και λιγότερο πειθαρχημένες, και συνεπώς θα χρειαζόταν περισσότερο χρόνο, πόρους και χρηματοδότηση για να τις καταστήσει ετοιμοπόλεμες.
- Ο κύριος προστάτης της Χεζμπολάχ, το Ιράν, δεν είναι σε καλή οικονομική θέση για να χρηματοδοτήσει πλήρως την ομάδα ή να ανοικοδομήσει το στρατό και το οπλοστάσιό της, εκτός εάν σπάσει το εμπάργκο λόγω των πυρηνικών.
- Η οικονομική κατάσταση του Λιβάνου είναι οικτρή.
Έχουμε λοιπόν μια συμφωνία μεταξύ δύο χωρών που δεν έχουν καμιά επαφή, αλλά με τη μεσολάβηση τρίτου (των ΗΠΑ) κατόρθωσαν να συνεννοηθούν.
Η περίπτωση δεν ταιριάζει στα ελληνοτουρκικά. Ταιριάζει περισσότερο στις σχέσεις Τουρκίας – Κυπριακής Δημοκρατίας και το διεθνές ενδιαφέρον εκεί πρέπει να εστιάσει. Άλλωστε, σωστά οι αναφορές του ελληνικού ΥΠΕΞ γίνονται στην Ανατολική Μεσόγειο όπου κυριαρχεί η εκτός Διεθνούς Δικαίου συμπεριφορά της Τουρκίας. Η Άγκυρα με τη βία καταπατά την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας και δημιουργεί προβλήματα στην εξόρυξη κοιτασμάτων φυσικού αερίου σε μια περίοδο που η Ευρώπη τα έχει μεγάλη ανάγκη.
Θα πρέπει η Κύπρος να συζητήσει με την Τουρκία τα δικά της κυριαρχικά δικαιώματα;
Αρχικά, δεν μιλάμε για απευθείας συνομιλίες τις οποίες θα αρνηθεί η Τουρκία. Αλλά αυτή η στάση της Τουρκίας να μην αναγνωρίζει μία χώρα-μέλος του ΟΗΕ και της ΕΕ πρέπει να λάβει τέλος.
Επειδή δεν διαφαίνεται κάτι τέτοιο (η περίπτωση άμεσων συνομιλιών), θα μπορούσαν να μεσολαβήσουν οι ΗΠΑ. Αλλά γιατί η Κύπρος να συζητήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα; Έχει εισαχθεί στο Διεθνές Δίκαιο η έννοια της προστασίας, όπως γίνεται στις περιπτώσεις των νυχτερινών καταστημάτων και των μπράβων;
Είναι δηλαδή η Τουρκία ένας μπράβος της περιοχής και αυτό πρέπει να το αναγνωρίσουν οι μικρότερες χώρες αν θέλουν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους; Αυτό είναι ένα ερώτημα που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο.
Δεν μπορεί η Κύπρος να έρθει σε έναν συμβιβασμό με την Τουρκία, επειδή έτσι το θέλει η Άγκυρα.
Θα μπορούσαν να συνεννοηθούν Άγκυρα και Λευκωσία με την προϋπόθεση ότι η Τουρκία θα αναγνώριζε τα δικαιώματα στην ΑΟΖ της Κύπρου. Αλλά αυτό δεν πρόκειται να το δεχθούν οι Τούρκοι. Συνεπώς όσοι μιλούν για αμοιβαίο συμβιβασμό, τι ακριβώς εννοούν;
Ίσως προβάλουν το θέμα και στην περίπτωση Ελλάδας-Τουρκίας. Αλλά η προϋπόθεση αναγνώρισης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας από την Τουρκία είναι αναγκαία και εδώ για οποιαδήποτε συνεννόηση.
Με άλλα λόγια: αν η διεθνής κοινότητα θέλει να εκλάβει τη συμφωνία Ισραήλ-Λιβάνου ως πρότυπο για την περιοχή και ειδικότερα για τα ελληνοτουρκικά, πρέπει πρώτα η Άγκυρα να αναγνωρίσει τα ελληνικά και κυπριακά κυριαρχικά δικαιώματα. Μετά, θα μπορούσε να ανοίξει ο δρόμος.
Επιπλέον ο Λίβανος βρίσκεται σε κατάσταση «ανάγκης» και ανάγκα και θεοί πείθονται. Η Ελλάδα δεν βρίσκεται σε τέτοια θέση.
Εν κατακλείδι, ως παράδειγμα διευθέτησης επί του πεδίου η ισραηλο-λιβανική περίπτωση δεν συμπίπτει με τις περιπτώσεις της Τουρκίας με την Ελλάδα και την Κύπρο. Ως φιλοσοφία αποδοχής ενός ενδιαμέσου –κατά το δυνατόν αντικειμενικού– θα μπορούσε να αποτελέσει μια πλατφόρμα για συζητήσεις. Και πάλι όμως, τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος φαίνεται ότι θα δεχθούν ή αποδεχθούν απώλειες και η Τουρκία κέρδη.
Είναι αυτό αμοιβαίος συμβιβασμός;