Όχι, ο Γιάννης Δαλιανίδης δεν ήταν μόνο ο δημιουργός των μιούζικαλ στον ελληνικό κινηματογράφο. Ήταν ο άνθρωπος που έβγαλε και επέβαλε πρωταγωνιστές που κυριάρχησαν και κυριαρχούν ακόμη. Που είχε το «μάτι» του σπουδαίου δημιουργού που μπορούσε να διακρίνει το ταλέντο από μακριά. Που έκανε συγκλονιστικά δράματα, ασχέτως που η πολιτική –και τα μυαλά– των καναλιών τα έχουν εξορίσει από τα προγράμματα.
Και ήταν ο άνθρωπος που έζησε μια μυθιστορηματική ζωή, σαν ήρωας από τις σπουδαίες ταινίες που έφτιαξε.
Από την ορφάνια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 31 Δεκεμβρίου του 1923 από γονείς Πόντιους πρόσφυγες. Σε πολύ μικρή ηλικία υιοθετήθηκε από την οικογένεια του Ναούμ και της Ολυμπίας Δαλιανίδη, οι οποίοι του είχαν πει την αλήθεια όταν ήταν ακόμα παιδί. Όταν, πολύ αργότερα, γνώρισε τη βιολογική του μητέρα, αισθάνθηκε μεγάλη αμηχανία. Παρ’ όλα αυτά δεν άλλαξαν τα συναισθήματά του για τους θετούς γονείς του. Το αντίθετο.
Πολύ συχνά στις συνεντεύξεις του μιλούσε για τη γυναίκα που τον είχε υιοθετήσει, αποκαλύπτοντας μάλιστα πως η αγάπη του γι’ αυτήν δεν τον άφησε να φύγει στο εξωτερικό και να κάνει καριέρα εκεί.
«Μου φαινόταν αδιανόητο να αφήσω μια γριούλα μετά από όσα είχε προσφέρει σε μένα», έλεγε.
Με τους συγγενείς του δεν τα πήγαινε καλά. Αισθανόταν ότι και αυτοί δεν τον συμπαθούσαν, οπότε… αμοιβαία τα αισθήματα. Όμως κάθε χρόνο, την ημέρα της ονομαστικής του εορτής έπαιρνε την εκδίκησή του: Λόγω των θετών του γονιών, έρχονταν στο σπίτι να του ευχηθούν, και μάλιστα να του φέρουν και δώρο. Ο μικρός ήξερε ότι ζορίζονταν που το έκαναν, και απλώς τους γλένταγε.
Στη διάρκεια της Κατοχής φυγαδεύτηκε στο Βελιγράδι, σε έναν θείο του, για να αποφύγει την πείνα και τις στερήσεις. Λίγο αργότερα βρέθηκε στη Βιέννη, η οικογένεια που τον φιλοξενούσε όμως συνελήφθη από τους Γερμανούς με την κατηγορία ότι άκουγαν ραδιοφωνικό σταθμό που εξέπεμπε από το Λονδίνο. Μαζί τους συνελήφθη και ο Γιάννης Δαλιανίδης, ο οποίος στάλθηκε πρώτα στις φυλακές Rossauer-Lände και έπειτα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Σβέχατ.
Και μπορεί να έμεινε για λίγο, όμως η υποψία και η οσμή του θανάτου που πλανιόταν γύρω του, ήταν μνήμες και συναισθήματα που δεν τα ξέχασε ποτέ.
Μετά από έξι μήνες κράτησης, βγήκε τις παραμονές των Χριστουγέννων του 1942. Παρέμεινε στη Βιέννη για ένα διάστημα, εργαζόμενος σε χορωδία αλλά και ως χορευτής.
Με όχημα το χορό
Από την ηλικία των 10 ετών, ο μικρός Γιάννης εμφανιζόταν στο παιδικό θέατρο της πόλης του. Πηγαίο ταλέντο, ανακαλύπτει την έφεσή του στο χορό. Μάλιστα πολύ αργότερα παρέδιδε και μαθήματα σε μικρά παιδιά, ένα εκ των οποίων ήταν η Ζωζώ Σαπουντζάκη. Και επειδή μιλάμε για τη δεκαετία του 1930, καταλαβαίνει κανείς πόσο δύσκολο ήταν για ένα αγόρι να ασχολείται με το χορό. Παρ’ όλα αυτά είχε την υποστήριξη της οικογένειάς του.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, εμφανίστηκε σε θέατρα και βαριετέ, ενώ υποδύθηκε μικρούς ρόλους στο σινεμά. Στο φιλμ Χαρούμενοι αλήτες, ο σκηνοθέτης Ντίμης Δαδήρας τον εμπιστεύτηκε να σκηνοθετήσει όλο το μουσικό μέρος της ταινίας.
Μικρή λεπτομέρεια: Στο φιλμ πρωταγωνίστρια ήταν η νεαρή Αλίκη Βουγιουκλάκη με την οποία προέκυψαν πολλά καρμικά στην πορεία.
Όπως έλεγε ο ίδιος, «σε ό,τι καλλιτεχνικό, τρύπωνα». Σε ερώτηση μάλιστα για το πώς προέκυψε η αγάπη του για το σινεμά, ο Γιάννης Δαλιανίδης είχε πει πως όταν ήταν μικρός, σε έναν από τους χώρους της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης υπήρχε ένα άσπρο πανί, όπου προβάλλονταν διαφημίσεις. «Ήταν μαγευτικό αυτό. Με χάραξε, και από εκεί ξεκίνησαν όλα».
Φώτα, κάμερες, πάμε!
Η σχέση του Γιάννη Δαλιανίδη με το σινεμά, ως σκηνοθέτη, ξεκίνησε με τη Μουσίτσα, την ταινία που έστειλε στον Φίνο την Αλίκη.
Με την τελευταία συνεργάστηκαν δύο φορές στη Φίνος Φιλμ. Η πρώτη ήταν με δική της επιθυμία, κάτι που δεν άρεσε ιδιαίτερα στον σκηνοθέτη που επιθυμούσε να δουλεύει με δικούς του ηθοποιούς. Η ταινία ήταν Η ψεύτρα, και τα γυρίσματα δεν ήταν και τόσο ειρηνικά. Η Αλίκη ήθελε πολλά κοντινά, κάτι που ο Δαλιανίδης δεν ήθελε στην κωμωδία. Από την άλλη, στην εταιρεία υπήρχαν δύο «φατρίες»: Οι δαλιανιδικοί και οι αλικικοί.
Η επόμενη συνεργασία ήταν και η τελευταία τους, αλλά και η τελευταία της Αλίκης στη Φίνος Φιλμ. Η Μαρία της σιωπής έκανε πρεμιέρα την Πρωτοχρονιά του 1973, και όταν εκείνη είδε τα κοντινά της, γύρισε και είπε στον σκηνοθέτη: «Επιτέλους έμαθες να σκηνοθετείς».
Ναι, ο Δαλιανίδης ήθελε να δουλεύει τους δικούς του ηθοποιούς. Αυτούς που επέβαλε ακόμα και με καβγάδες με τον Φίνο – όπως η Ρένα Βλαχοπούλου, η Μάρθα Καραγιάννη, ο Κώστας Βουτσάς. Αλλά και αργότερα, όταν αποφάσισε να ενώσει για τρίτη φορά (μετά τον Κατήφορο και το Γυμνοί στο δρόμο) τη Ζωή Λάσκαρη και τον Νίκο Κούρκουλο.
Το τελευταίο εισπρακτικά ξεκίνησε πολύ καλά την πρώτη μέρα της προβολής του, μετά όμως άρχισε η πτώση. Ο κόσμος τσίνησε σε ένα δραματικό μιούζικαλ, και η τρίτη κινηματογραφική συνεργασία τους, οι Αμαρτωλοί, δεν έγιναν. Όμως ο Δαλιανίδης άλλαξε το σενάριο προς το πιο νεανικό του και έβαλε δύο νέους ηθοποιούς να παίξουν το ζευγάρι: Τον Χρήστο Νομικό και την Μπέτυ Λιβανού.
Ο Δαλιανίδης έμεινε στον Φίνο από το 1961, στο Ζητείται ψεύτης, μέχρι το τέλος της εταιρείας με το Ο κυρ-Γιώργης εκπαιδεύεται.
Έζησε την ηχηρή πτώση όχι μόνο της εταιρείας, αλλά και όλου του οικοδομήματος του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.
Δημιούργησε όμως ταινίες και ηθοποιούς που πέρασαν στην αιωνιότητα. Που δημιούργησαν την κουλτούρα που συνεχίζει να υπάρχει ακόμα και σήμερα, παρόλο που η χώρα άλλαξε και οι πρωταγωνιστές έφυγαν από δίπλα μας.
Τα Τσακάλια και τα 80s
Το 1981, ύστερα από τέσσερα χρόνια κινηματογραφικής απραγίας, ο Δαλιανίδης επέστρεψε. Με κοινωνικό δράμα αυτήν τη φορά, όπου για άλλη μια φορά αφουγκράστηκε την κοινωνία και ειδικά τη νεολαία.
Τα Τσακάλια τσάκισαν τα ταμεία, και για άλλη μια φορά ο σκηνοθέτης επέβαλε μια νέα γενιά ηθοποιών που έμελλε να κυριαρχήσουν: Πάνος Μιχαλόπουλος, Σοφία Αλιμπέρτη, Σταμάτης Γαρδέλης, Βάσια Παναγοπούλου. Αλλά και στην κωμωδία εδραίωσε τον Στάθη Ψάλτη, αρχικά με το Βασικά καλησπέρα σας.
https://www.youtube.com/watch?v=7havevisP5E
Για να φανταστείτε για πόσο διορατικό δημιουργό μιλάμε, στο τελευταίο του φιλμ, τα Ισόβια, που κυκλοφόρησε το 1988, είχε πρωταγωνίστρια τη 19χρονη τότε Τάνια Τρύπη, ενώ τη μουσική υπέγραφε ο νεοεισελθείς στη δισκογραφία Μιχάλης Ρακιντζής.
Φυσικά και ο ίδιος ήξερε πως δεν συγκρινόταν αυτά που έκανε στα 80s με τα αντίστοιχα των 60s. Αλλά οι εποχές είχαν αλλάξει, το ίδιο και το κοινό.
Το μόνο για το οποίο είχε μετανιώσει ήταν κάποιες βιντεοταινίες που είχε γυρίσει – μερικές, μάλιστα, τις είχε υπογράψει με ψευδώνυμο.
Από το «Λούνα Παρκ» στο «3ο στεφάνι»
Το καλοκαίρι του 1974, λίγες μέρες μετά την πτώση της χούντας, αρχίζει να προβάλλεται το «Λούνα Παρκ», μια τηλεοπτική σειρά που θύμιζε βαριετέ και λίγο επιθεώρηση. Είχε τραγούδι, παιχνίδια, αλλά και σκετσάκια με ήρωες που έγιναν αγαπητοί στο κοινό – με πρώτο και καλύτερο τον κυρ-Γιώργη (Διονύση Παπαγιαννόπουλο). Το «Λούνα Παρκ» έριξε αυλαία το 1981. Επί οκτώ σεζόν, κάθε Πέμπτη που προβαλλόταν, οι δρόμοι άδειαζαν.
Οι σειρές του Γιάννη Δαλιανίδη που ακολούθησαν στηρίζονταν στην ίδια λογική: Απλοί, καθημερινοί άνθρωποι με μικροαστικές συνήθειες, και καταστάσεις που πολλές έμοιαζαν μεταξύ τους. Από τα «Καθημερινά» του 1983, στο καλτ πλέον «Ρετιρέ» και τις ξεχασμένες «Μικρές αμαρτίες» του 2000 στο STAR, που έμελλε να είναι η τελευταία του σειρά.
Η αλήθεια είναι ότι ο Γιάννης Δαλιανίδης δεν αισθανόταν άνετα στην τηλεόραση. Ήθελε τη μεγάλη οθόνη, ως γνήσιος κινηματογραφιστής. Από την άλλη, δεν ήθελε να παίζεται η ταινία του σε άδεια καθίσματα. Έτσι, παρά τις προτάσεις που είχε, δεν το τόλμησε.
Κάποια στιγμή μάλιστα, μια πασίγνωστη ηθοποιός –την οποία εκείνος δεν συμπαθούσε– σχεδόν τον είχε πείσει να κάνει μια ταινία. Του είχε βρει και χρηματοδότες, αλλά τελευταία στιγμή κάπου… στράβωσε η δουλειά.
Όσον αφορά τις σειρές που έκανε, μακράν η καλύτερη του στιγμή ήταν το 1995, με το «Τρίτο στεφάνι». Η μεταφορά του σπουδαίου βιβλίου του Κώστα Ταχτσή, που είχε κάποια στιγμή ακουστεί τη δεκαετία του ’80, το όνομα του Θεόδωρου Αγγελόπουλου για την κινηματογραφική του μεταφορά, ο Γιάννης Δαλιανίδης το υπερασπίστηκε με νεανικό πάθος και ορμή. Και με διαφορετικού ύφους ηθοποιούς.
Ναι, το «Τρίτο στεφάνι» ήταν το τηλεοπτικό του καμάρι. Και όχι άδικα.
Σπύρος Δευτεραίος