Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με τίτλο «Εις τον πειρασμόν του Ιωσήφ» και ακροστιχίδα: «εις τον Ιωσήφ του Ρωμανού έπος».
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Προοίμιο Ι
Άμα δεν έχει εγκράτεια ο νέος ξεγελιέται, κι ολημερίς κι ολονυχτίς τις ηδονές γυρεύει.
Κείνος που είναι συνετός κι αγνός του θε να μείνει, αυτός ανδρείος θα γενεί, με δύναμη γεμίζει.
Γι’ αυτό εθεάθη ο Ιωσήφ στην Αίγυπτο όπου ήταν, να τρέμει τόσο ο δίκαιος μην τύχει κι αμαρτήσει,
ότι υπάρχει οφθαλμός εκεί ψηλά και βλέπει, και κατοπτεύει ακοίμητος· τίποτα δεν ξεφεύγει.
Προοίμιο ΙΙ
Κλείνοντας τη Σαρακοστή, θεοπρεπώς διανύσαμε περίοδο νηστείας
και με λαχτάρα αγιωτική την εβδομάδα των Παθών του Κύριού μας και Θεού σήμερα αρχινάμε.
Όσοι έτσι αγωνιστήκαμε, ελάτε τώρα αδερφοί – με ζήλο κι επιμέλεια όλοι να μιμηθούμε τον συνετό τον Ιωσήφ στην τόση εγκράτειά του.
Όλοι όσοι το φοβόμαστε μην τύχει και βρεθούμε ωσάν την άκαρπη συκιά που γράφει στο Ευαγγέλιο,
εμπρός ν’ αποξηράνουμε, με την ελεημοσύνη, τη γλύκα οπού ’χουν δόλωμα τ’ αμαρτωλά τα πάθη·
και τότε ωραία φτάνουμε, όλο χαρά γεμάτοι, και κάνουμε Ανάσταση.
Κι έρχεται κι η συγχώρεση από ψηλά κει πάνω, σαν μύρο στα κεφάλια μας πέφτει και μας μυρώνει,
ότι υπάρχει οφθαλμός εκεί ψηλά και βλέπει, και κατοπτεύει ακοίμητος· τίποτα δεν ξεφεύγει.
Προοίμιο ΙΙΙ
Όλους όσοι τιμήσαμε την εβδομάδα των Παθών, την Άγια Σου Ανάσταση
τώρα αξίωσέ μας να προσκυνήσουμε Χριστέ, Σωτήρα και Θεέ μας,
ότι οφθαλμός ακοίμητος είσαι ψηλά και βλέπεις.
Οίκοι
α’. Μιας κι έχουμ’ εμείς βασιλιά που Βασιλεία Ουράνια
χαρίζει πλουσιοπάροχα στον κάθε Του στρατιώτη,
την πανοπλία της ψυχής την άτρωτη φοράμε που ονομάζετ’ αρετή.
Και τότες πολεμάμε ως μυαλωμένοι μαχητές εμείς την αμαρτία.
Τι πάει να πει όμως «αρετή», και πώς την εννοούμε; Φιλοσοφία είν’ για μας, κι έτσι τη θεωρούμε.
Είναι η τέχνη των τεχνών – καθώς κι εμείς ακούμε κάποιους να την αποκαλούν.
Ως επιστήμη επιστημών, η αρετή υπάρχει·
και με αυτή ανεβαίνοντας –σαν ν’ ανεβαίνει σκάλα– παίρνει το δρόμο η ψυχή σκαλί-σκαλί και πάει
και της ουράνιας ζωής τα ύψη κατακτάει.
Ανδρεία αλλά και σύνεση τον άνθρωπο διδάσκει,
και σωφροσύνη τι θα πει και τι δικαιοσύνη.
Αυτά τα όπλα έχουμε· κι ώμο με ώμο στη γραμμή μ’ αυτά θα στοιχηθούμε,
κι απ’ τον Χριστό τη χάρη Του να δώσει Του ζητούμε.
Γιατί χαρίζει ο Χριστός σ’ όσους Τον αγαπούνε,
της νίκης κατά των εχθρών τ’ αμάραντα στεφάνια·
ότι υπάρχει οφθαλμός εκεί ψηλά και βλέπει, και κατοπτεύει ακοίμητος· τίποτα δεν ξεφεύγει.
β’. Για να γνωρίσουμ’ όλοι τη δόξα την υπέρλαμπρη
που η αρετή την έχει, ώστε να λάμπει η ίδια της, αλλά κι οι γνήσιοι φίλοι της, καθώς τους την παρέχει,
ας σπεύσουμε να φέρουμε απάνω στο τραπέζι, αν και εσείς το θέλετε, την ιστορία του Ιωσήφ.
Να δούμε πώς η εγκράτεια σε βοηθά να έχεις μια βιωτή που αγαπά σ’ όλα τη σωφροσύνη.
Αν κι ο Ιωσήφ πουλήθηκε για δούλος απ’ το πάθος που είχαν τα αδέρφια του (τι πάθος που ’ν’ ο φθόνος!), ο ίδιος δούλος των παθών δεν έγινε ποτέ του.
Ο νους του αυτοκρατορικός, σοφός και ζυγισμένος,
γι’ αυτό και τα κατάφερε αυτός να τιθασεύει τα πάθη τα φιλόσαρκα.
Έτσι είν’ που τα κατάφερε κι ακλόνητος παράμεινε σε κολακείες γυναίκας
και τίναξ’ από πάνω του τα χάδια της τα τρυφερά – τόσο γενναίος ήταν!
Τα λόγια που του έλεγε σαν άνεμοι φυσούσαν, λυσσομανούσαν άγρια
να πάρουν, να σηκώσουν ό,τι είχε χτίσει μέσα του ωραίο η σωφροσύνη.
Αν ήταν το κορμί του η γη, του ’ριχνε τη βροχή της – τι ζάλη που ’ν’ μεθυστική του πόθου η παραζάλη!
Κοντά σ’ αυτά, και πακτωλό του πρόσφερε χρημάτων.
Μα τι κι αν ήταν νέος; Ας ήτανε στο άνθος του, ο Ιωσήφ γενναίος,
πάνω σε βράχο ασάλευτο στεκότανε εδραίος,
ότι υπάρχει οφθαλμός εκεί ψηλά και βλέπει, και κατοπτεύει ακοίμητος· τίποτα δεν ξεφεύγει.
γ’. Τι κι αν δούλο τον κάνανε, σκλαβώθηκε το σώμα· όμως αυτός ο συνετός
αδούλωτος παράμενε στο φρόνημα, στο πνεύμα.
Στο όνειρο κι αν φάνηκε πως βασιλιάς θα γένει, στον ξύπνιο τον πουλήσανε, τον δώσανε για δούλο.
Μα τι κι αν είν’ κρατούμενος; Στο τέλος επικράτησε σ’ αυτούς που τον κρατούσαν.
Ο κύριος κι ιδιοκτήτης του πολύ τον εκτιμούσε, αλλά το πράγμα έμπλεξε: η κυρία τον ποθούσε.
Του κύριου η εύνοια ήτανε για καλό,
μ’ αυτό που η κυρία του έκλωθε στο μυαλό, ήταν πολύ επικίνδυνο.
Του Ιωσήφ ο κύριος του έδειχνε στοργή, καθώς τον έβλεπε σεμνό·
η κυρία από την άλλη, καθώς τον έβλεπ’ έμορφο, τ’ όμορφα θέλγητρά της έβαζε σε ενέργεια, για να τον παρασύρει σε πράγματα ανήθικα.
Ο ένας φχαριστιότανε με τους ευθείς του τρόπους, το χαρακτήρα τον σωστό·
την άλλη όμως την κένταγε ο ερωτικός ο πόθος, τ’ ωραίο του το πρόσωπο κάθε που το κοιτούσε.
Αυτός του κάνει την τιμή· τα του οίκου τού εμπιστεύεται, διαχειριστή τον κάνει·
η άλλη, με αναίδεια, σάρκα-κορμί προσφέρει· ερωτικά του δίνεται, για εραστή τον θέλει.
Αυτό σαν είδε ο Ιωσήφ, τον πιάνει μια αποστροφή και όπου φύγει-φύγει,
στο νου του αυτός σαν έφερε της Κρίσεως τη μέρα,
ότι υπάρχει οφθαλμός εκεί ψηλά και βλέπει, και κατοπτεύει ακοίμητος· τίποτα δεν ξεφεύγει.