«Μπα, ζούσε ακόμη;» ήταν η κυνική ερώτηση αρκετών όταν στις 3 Οκτωβρίου 1993 έγινε γνωστή η είδηση του θανάτου της Κατερίνας Γώγου. Η ηθοποιός του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, η ποιήτρια και μορφή των Εξαρχείων, η μικροκαμωμένη γυναίκα με την οργή και τη θλίψη στο πρόσωπό της, ήταν το ίδιο και το αυτό πρόσωπο.
Η «άλλη πλευρά»
Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 1940, άρα ήταν παιδί της Κατοχής. Ξεκίνησε σε ηλικία μόλις 5 ετών να παίζει σε διάφορες παιδικές παραστάσεις, οι οποίες λειτουργούσαν για την ίδια και σαν αντίδοτο στη ζοφερή πραγματικότητα που βίωνε η χώρα.
Στην εφηβεία της έμενε με τον πατέρα της, ο οποίος ήταν πολύ αυστηρός απέναντί της, αλλά ήταν αυτός που τη στήριξε στην επιθυμία της να ακολουθήσει την υποκριτική. Σπούδασε στη σχολή του Τάκη Μουζενίδη, ενώ τελείωσε και σχολή χορού.
Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο με το θίασο του Ντίνου Ηλιόπουλου το 1961, στο έργο Ο κύριος πέντε τοις εκατό. Στο σινεμά έπαιζε σε δεύτερους ρόλους, έγινε όμως αμέσως γνωστή γιατί οι περισσότερες ταινίες που συμμετείχε είχαν τεράστια επιτυχία.
Και μπορεί εκεί να υποδυόταν την ανέμελη τρελούλα, όμως η πραγματική εικόνα της ήταν διαφορετική.
Μακριά από πάρτι και κοσμικά, απομονωμένη εν γνώσει της, κράτησε αυτούς τους ρόλους μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, οπότε άρχισε και η πτώση του εγχώριου κινηματογράφου.
Τα κλικ που έφεραν την αλλαγή
Στην ταινία του πρώην συζύγου της Παύλου Τάσιου Το βαρύ πεπόνι, η Γώγου έδωσε την ερμηνεία της ζωής της. Και την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή.
Το Τρία κλικ αριστερά, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο για βιβλίο ποίησης, πούλησε τρελά. Το βιβλίο μάλιστα μεταφράστηκε και στα αγγλικά, και κυκλοφόρησε το 1983 στην Αμερική.
Ακολούθησαν άλλα δύο βιβλία, η εμβληματική εμφάνισή της στην Παραγγελιά (πάλι του Παύλου Τάσιου), και η Όστρια του Ανδρέα Θωμόπουλου. Και κάπου εκεί τελείωσε η καριέρα της ως ηθοποιός.
Ήδη είχε προχωρήσει σε άλλα μονοπάτια.
Το 1986 μήνυσε τον τότε αρχηγό της Αστυνομίας Νίκωνα Αρκουδέα για ξυλοδαρμό από τα ΜΑΤ σε κάποια διαδήλωση. Συμμετείχε σε συνελεύσεις, πορείες, καταλήψεις, ενώ πήγε ως μάρτυρας υπεράσπισης σε πολλές δίκες αντιεξουσιαστών, όπου συνήθιζε να φοράει μαύρο μπερέ με κόκκινο αστέρι. Συνελήφθη και ανακρίθηκε επανειλημμένα, μέχρι καταζητούμενη βρέθηκε ως δήθεν συνεργός σε δολοφονία (1991).
Στο δρόμο για το τέλος
Το μπλέξιμο της κόρης της, Μυρτώς, με τις ουσίες, την έφερε και εκείνη σε αυτό το μονοπάτι. Άρχισε να επισκέπτεται ψυχιάτρους, «κινούμενη άμμος πια η ζωή μου», έλεγε. Και πράγματι έσβησε μόνη ύστερα από ένα μοιραίο κοκτέιλ ψυχοφαρμάκων και αλκοόλ.
Την βρήκαν την επομένη- στο τελευταίο σπίτι της, στον Κεραμεικό. Ήδη οι άλλοι δύο της «Αγίας τριάδας των Εξαρχείων», δηλαδή ο Νικόλας Άσιμος και ο Παύλος Σιδηρόπουλος, είχαν φύγει. Και τους ακολούθησε αυτή η παθιασμένη, οργισμένη, αλλά και τόσο ευαίσθητη, ξεχωριστή γυναίκα.
Για την ιστορία, η κόρη της Μυρτώ Τάσιου «έφυγε» το 2015.
Σπύρος Δευτεραίος