Ένα μέρος με ιδιαίτερη ομορφιά, η πατρίδα του αρχαίου Έλληνα γεωγράφου Στράβωνα, η Αμάσεια έμελλε να γίνει τόπος μαρτυρίου για εκατοντάδες επιφανείς Έλληνες, περίπου από τον Ιανουάριο του 1921 έως το 1923. Μόνο στο Σεπτέμβριο του 1921, σύμφωνα με ιστορικές πηγές και μαρτυρίες, απαγχονίστηκαν 174 Έλληνες του Πόντου –ανάμεσά τους καθηγητές και μαθητές του Ελληνοαμερικανικού Κολεγίου Μερζιφούντας– ύστερα από συνοπτικές διαδικασίες και δίκες-παρωδία στα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας της Αμάσειας!
Στις 21 Σεπτεμβρίου καταδικάστηκαν 69 Έλληνες, όλοι σημαντικές προσωπικότητες των ελληνικών κοινοτήτων σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
«… ήταν από τα πιο γνωστά της Σαμψούντας. Αντιπροσώπευαν την αφρόκρεμα της κοινωνίας, τον πλούτο, την μόρφωση και την επιρροή. Ανάμεσά τους ήταν επιστήμονες, γιατροί, φαρμακοποιοί, δικηγόροι, καθηγητές, δάσκαλοι, ανώτεροι υπάλληλοι της Οθωμανικής Τράπεζας, του Μονοπωλείου καπνού της Ρεζή και των άλλων εταιρειών και πρακτορείων της πόλης», γράφει ο Χρήστος Σαμουηλίδης στο βιβλίο Μαύρη Θάλασσα – Χρονικό από τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου.
Όμως όλα είχαν αρχίσει πολύ νωρίτερα, σύμφωνα με τον Γ.Ν. Λαμψίδη ο οποίος στο βιβλίο του Τοπάλ Οσμάν – Τόμος Β΄: Η τελευταία πράξη, (εκδ. Βιβλία για Όλους, σ. 16-17), ήδη από τον Δεκέμβριο του 1920 είχαν αρχίσει να συλλαμβάνονται οι πρώτοι Έλληνες του Πόντου που θα δικάζονταν από τα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας, περίπου 8 μήνες μετά. Το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του, είναι χαρακτηριστικό του πώς οι Τούρκοι μεθοδευμένα εξαφάνιζαν την αφρόκρεμα της ελληνικής κοινωνίας.
«Από τον Δεκέμβριο κιόλας του 1920 άρχισαν να συλλαμβάνονται τα πρώτα θύματα των Δικαστηρίων Ανεξαρτησίας και να αποστέλλονται στις φυλακές της Αμάσειας, ενώ μόλις κατά τα τέλη Αυγούστου του 1921 θ’ αρχίσουν να λειτουργούν και να… καταδικάζουν.
Από όλα τα σημεία του Πόντου όδευαν θλιβερές αποστολές Ελλήνων προς την Αμάσεια με ισχυρή συνοδεία τζανταρμάδων και στρατού.
«Εκ Κερασούντος», θα γράψει με άφατη πικρία ο ιστορικός των σκληρών ωρών του Πόντου Γ. Βαλαβάνης, καταρτίζοντας τον πένθιμο κατάλογο των μελλοθανάτων, «παρεπέμφθησαν εις τα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας όλοι σχεδόν οι κοινοτικοί παράγοντες, έμποροι και επιστήμονες, όπως και τα μέλη των επιτροπών περιθάλψεως προσφύγων. Ορφανοτροφείων, Αδελφοτήτων κτλ.
»Από την Κερασούντα εστάλησαν ο Ιορδάνης Ι. Σουρμελής, εμποροτραπεζίτης, ο οποίος κατά την περίοδο του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όπως γράψαμε, υπέστη ανεκδιήγητα βασανιστήρια και εστάλη στο Στρατοδικείο Τριπόλεως να δικασθεί, αλλά αφού κάθισε επί μήνες στη φυλακή, στο τέλος αθωώθηκε και εστάλη στα Κοτύωρα. Από εκεί έφυγε στη Ρωσία κατά τον βομβαρδισμό της πόλεως από τον ρωσικό στόλο και μετά την Ανακωχή είχε την άτυχη έμπνευση να επιστρέψει στην Κερασούντα, όπου συνελήφθη μαζί με τον αδελφό του Σπύρο για να σταλεί στην Αμάσεια.
Μαζί τους απεστάλησαν στην Αμάσεια ο Αναστάσιος Γ. Μαυρίδης, του εμποροτραπεζικού οίκου, που ήταν επί χρόνια εγκατεστημένος στη Ρωσία και επέστρεψε στην Κερασούντα μετά την Ανακωχή, ο Αχιλλεύς Λεπτουργός, μέλος της Επιτροπής του Ορφανοτροφείου, ο Γεώργιος Θ. Κακουλίδης, ο Ιωάννης Ατματζίδης, ο Γεώργιος Σπαθόπουλος, ο Ιωάννης Π. Παπαδόπουλος, ο Γρηγόριος Ζαρωτιάδης, ο Βασίλειος Παλάσωφ, ο Νικ. Μακρίδης, ο Γεώργιος Ασλανίδης, ο Ιωάννης Ελευθεριάδης, ο Σάββας Τσαούσης, ο Επαμεινώνδας Παπαδόπουλος και ο Χαράλαμπος Κεσίσογλου.
»Από την Έρπαα εστάλησαν δύο, από το Χατζήκιοϊ πέντε, από την Τοκάτη επτά, από την Κάβζα πενήντα τέσσερις, από το Αμερικανικό Κολλέγιο της Μερζεφούντος δύο καθηγητές, ένας παιδονόμος και δύο μαθητές, από την Αμισό, την Πάφρα και το Αλάτσαμ ενενήντα ένας (τα ονόματα τους θα δημοσιεύσουμε μετά την καταδίκη τους), από το Κιόρελε τέσσερις, από τα Κοτύωρα τέσσερις, από τη Φάτσα δώδεκα, από την Οινόη τρεις, από το Ακ-νταγ είκοσι επτά, από το Καβάκ ένας, από το Βεζίρ-κιοπρού δύο, από το Κιουμούς Χατζήκιοϊ τέσσερις, από το Τσορούμ πέντε και από διάφορα άλλα μέρη του Πόντου εβδομήντα οχτώ άλλα άτομα.
Κάπου 350 Έλληνες είχαν στριμωχτεί στις απαίσιες φυλακές του Φρενοκομείου της Αμάσειας και σε άλλα οικήματα, περιμένοντας τη σύγκληση των Δικαστηρίων Ανεξαρτησίας. Αλλά πριν να έλθει ο θάνατος, η αγωνία των μηνών και η σκληρή ζωή είχαν καταντήσει ράκη τους άλλοτε δραστήριους Έλληνες, που συνθλίβονταν στα μπουντρούμι της φυλακής».