Η Ροτόντα, το κυκλικό κτήριο που βρίσκεται στο τέλος της οδού Γούναρη (η οποία κατέχει μέρος της ρωμαϊκής Πομπικής οδού), βόρεια της ρωμαϊκής via Regia της σημερινής Εγνατίας οδού που διατρέχει οριζόντια τη Θεσσαλονίκη στο μεγαλύτερο μέρος της, αποτελεί ένα στοιχείο από το συγκρότημα των κτηρίων που έκτισε περί το 300 ο αυτοκράτορας Γαλέριος Ουαλέριος, ένας από τους τέσσερις ηγεμόνες της λεγόμενης ρωμαϊκής τετραρχίας.
Πρότυπο για τη Ροτόντα ήταν το «Πάνθεον» του Αγρίππα στη Ρώμη. Λέγεται ότι ο Γαλέριος είχε σκοπό να μετατραπεί ο ναός του Διός μετά την κοίμησή του σε μαυσωλείο, το οποίο θα φιλοξενούσε τη σορό του. Δυστυχώς για τον ίδιο, πέθανε βαριά άρρωστος και ενταφιάστηκε μακριά από τη Θεσσαλονίκη, στη γενέτειρά του (το Σίρμιο της Σερβίας).
Το Γαλεριανό συγκρότημα αποτελούνταν από:
- τη Ροτόντα,
- τη Θριαμβική Αψίδα –γνωστή και ως «Καμάρα», αγαπημένο μέρος συναντήσεων των σύγχρονων Θεσσαλονικέων– που χτίστηκε με αφορμή τη νίκη των στρατευμάτων του Γαλερίου κατά των Περσών και τον εξαναγκασμό των τελευταίων να συνάψουν ειρήνη το 298,
- το Ανάκτορο που κτίστηκε νοτιότερα προς τη θάλασσα (περιοχή Ναυαρίνο) και
- τον Ιππόδρομο (περιοχή Ιπποδρομίου), ο οποίος βρισκόταν μπροστά από το Ανάκτορο με κατεύθυνση προς τα ανατολικά.
Πρόκειται για ένα περίκεντρο οικοδόμημα, είναι δηλαδή κτισμένο γύρω από ένα ιδεατό κέντρο και καλύπτεται από ημισφαιρικό θόλο. Έχει διάμετρο 24,50 μέτρα, πάχος εξωτερικού τοιχώματος 6,3 μέτρα και το δάπεδο απέχει από το κλειδί του θόλου –το υψηλότερο δηλαδή σημείο του κτίσματος– 29,8 μέτρα. Στο κλειδί του θόλου υπήρχε οπή εξαερισμού, όπως και στο Πάνθεον στη Ρώμη, και λέγεται ότι τέτοια ήταν η δεινότητα των μαστόρων ώστε όταν έβρεχε, δεν εισερχόταν καθόλου βρόχινο νερό.
Η στέγη κτίστηκε σε τρία επίπεδα, προφανώς για να αντισταθμίσει το βαρύ και ογκώδες του σχεδιασμού του κτηρίου.
Ωστόσο την εξωτερική άκαμπτη στατικότητα του κτηρίου, καταφέρνει να την εξομαλύνει εσωτερικά η ύπαρξη οκτώ μεγάλων τετράγωνων κογχών οι οποίες καλύπτονται με ημικυλινδρικές καμάρες. Στην πρόσοψη κάθε κόγχης, είναι πολύ πιθανό να δημιουργούνταν τρίβηλα ανοίγματα που σχηματίζονταν από την ύπαρξη δύο κιόνων τα οποία κρατούσαν ένα καμπύλο επιστήλιο. Πάνω από κάθε κόγχη αντιστοιχεί ένα μεγάλο καμπυλωτό παράθυρο, και στην ακόμη υψηλότερη ζώνη υπάρχουν παράθυρα-φεγγίτες που διατρέχουν όλο το μήκος του οικοδομήματος. Μετά το Διάταγμα των Μεδιολάνων, και περί τον 6ο αι. (επί βασιλείας Θεοδοσίου) ο εθνικός ναός μετατρέπεται σε χριστιανικό.
Αντιφατικές είναι οι πληροφορίες που αφορούν την ονομασία του χριστιανικού ναού. Λέγεται ότι ήταν αφιερωμένος στον Χριστό και είχε την ονομασία «Δύναμις Θεού», ωστόσο επικρατέστερη είναι η άποψη που λέει πως ο ναός ήταν αφιερωμένος στους Αρχαγγέλους ή άλλως Ασωμάτους, γι’ αυτό και η συνοικία αλλά και η πύλη των ανατολικών τειχών ονομάστηκε συνοικία των Ασωμάτων και πύλη των Ασωμάτων αντίστοιχα, σύμφωνα με βυζαντινά έγγραφα του 9ου, του 12ου και του 14ου αιώνα.
Κατά τη μετατροπή του μνημείου από εθνικό ναό σε χριστιανικό, αναπόφευκτα έγιναν κάποιες παρεμβάσεις ώστε να υπηρετεί τις νέες λατρευτικές ανάγκες. Αρχικά κλείστηκε το οπαίο της οροφής για να μετατραπεί ο θόλος σε τρούλο. Αφαιρέθηκαν οι κίονες και τα καμπύλα επιστύλια από τις προσόψεις των οκτώ εσωτερικών κογχών, και προφανώς καταστράφηκαν τα αγάλματα που εικάζεται ότι φιλοξενούνταν στο εσωτερικό τους. Ταυτόχρονα κατασκευάστηκε κλειστή στεγασμένη στοά πλάτους 8μ. γύρω από τον ρωμαϊκό πυρήνα, με αποτέλεσμα να διπλασιαστεί ο ωφέλιμος εσωτερικός χώρος για τις αυξημένες ανάγκες εκκλησιασμού των Θεσσαλονικέων.
Ανοίχτηκε δυτική είσοδος κατά τα πρότυπα των ορθόδοξων χριστιανικών ναών (η είσοδος του ναού να βρίσκεται αντιδιαμετρικά αντίθετα με το Ιερό, που βρίσκεται στην Ανατολή) χωρίς να τεθεί σε αχρηστία όμως η νότια είσοδος.
Τουναντίον, η νότια πύλη τονίστηκε ιδιαίτερα, με την κατασκευή προπύλου που είχε τη μορφή στοάς και επικοινωνούσε με την αψίδα του Γαλερίου, την Πομπική οδό και τα ανάκτορα, γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι η Ροτόντα υπήρξε ο επίσημος ναός του χριστιανού αυτοκράτορα στη συμβασιλεύουσα Θεσσαλονίκη.
Η σημαντικότερη αλλαγή ωστόσο είναι η προσθήκη ενός ορθογώνιου χώρου στην ανατολική καμάρα, ο οποίος εξυπηρετούσε την ανάγκη ύπαρξης Ιερού και απέληγε εξωτερικά σε ημικυκλική αψίδα. Τέλος, τα ωραιότερα λείψανα από την αλλαγή του ναού από εθνικό σε χριστιανικό είναι τα ψηφιδωτά του, τα οποία χαρακτηρίζονται ως τα παλιότερα ψηφιδωτά τοίχου της Ανατολής, και είναι έργα εργαστηρίου Θεσσαλονίκης, το οποίο δεν υπολειπόταν σε τεχνική και καλλιτεχνία από τα αντίστοιχα της Κωνσταντινούπολης.
Το 1590-91 ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί από τον Σινάν πασά και ονομάστηκε Χορτασί εφέντη τζαμί λόγω του πλησίον ομώνυμου τεκέ των δερβίσιδων.
Η οθωμανική περίοδος ευτυχώς δεν αλλοίωσε δραματικά το οικοδόμημα. Εκτός από την κρήνη καθαρμών στα δυτικά του, τους δύο τάφους –του Οθωμανού δερβίση που έδωσε το όνομά του στο τζαμί και του Γιουσούφ μπέη– που βρίσκονται στον περίβολο, πίσω από το Ιερό και τον μιναρέ (ο οποίος είναι ο μόνος που διασώζεται στη Θεσσαλονίκη μέχρι τις μέρες μας), δεν έγιναν άλλες δραματικές αλλαγές στην αρχιτεκτονική του όλου κτηρίου.
Μετά την Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου του 1912 –ημέρα εορτής του πολιούχου Αγίου της Δημητρίου–, το κτήριο αποδόθηκε πάλι στους Θεσσαλονικείς για να τελούν την χριστιανική λατρεία. Η χρονολογία αυτή (1912) αναγράφεται στο υπέρθυρο πάνω από τη δυτική πύλη του Ναού – απέναντι από το Ιερό.
Το 1917 μετατράπηκε από τον Ελ. Βενιζέλο σε «Μακεδονικό Μουσείο», για να μετατραπεί και πάλι τις τελευταίες δεκαετίες σε ναό του Αγίου Γεωργίου λόγω της ύπαρξης σε μικρή απόσταση (βορειοδυτικά) του ομώνυμου μετοχίου της Ιεράς Μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους. Στις μέρες μας αποτελεί κυρίως μουσειακό χώρο, χωρίς να έχει απεμπολήσει όμως την ιδιότητά του ως χριστιανικού ναού που ανήκει στην ενορία της «Παναγίας Δέξιας» (ή «Δεξιάς», ο Ι.Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου) και τελούνται Θείες Λειτουργίες σε αραιά χρονικά διαστήματα μέσα στο έτος.
Αλεξία Π. Ιωαννίδου
MSc Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων