Το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων ταλανίζει τη Νέα Δημοκρατία, και πολλοί εκτιμούν πως δύσκολα ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα μπορέσει να φθάσει ως τις προγραμματισμένες εκλογές. Οι πιέσεις είναι αφόρητες. Άλλες προσχηματικές, άλλες ουσιαστικές. Και από το εσωτερικό και από το εξωτερικό.
Η τελευταία ηχηρή παρέμβαση που κλόνισε τη Νέα Δημοκρατία ήταν του Κώστα Καραμανλή.
Το κυβερνητικό επιτελείο ενοχλήθηκε σφόδρα, και υπήρξε παρασκήνιο το οποίο αποκάλυψε η φιλοκυβερνητική Καθημερινή για να οδηγηθούν τα πράγματα στην εύρεση ενός κοινού τόπου. Ο κοινός τόπος περιλάμβανε τη διαρροή Καραμανλή ότι δεν καταφερόταν, με την ομιλία του, κατά του Κ. Μητσοτάκη και της κυβέρνησής του, αλλά πως εννοούσε το αυτονόητο. Να υπάρξει κάθαρση. Δύσκολα, όμως, μπορεί να πιστέψει κάποιος έμπειρος παρατηρητής ότι ο Καραμανλής δεν στόχευε τον Μητσοτάκη.
Έχοντας υπόψη την εικόνα του διαδικτύου, όπου οι οπαδοί της ΝΔ είναι συσπειρωμένοι γύρω από τον Μητσοτάκη οτιδήποτε και αν συμβεί, και την αρχή ότι οι πολιτικοί δεν κάνουν δηλώσεις αν κρίνουν ότι δεν θα τους ωφελήσουν, εξέπληξε η παρέμβαση Καραμανλή.
Δεν είπε τίποτε τραγικό. Είπε κάτι το αυτονόητο: ότι στο θέμα των παρακολουθήσεων πρέπει να λάμψει η αλήθεια. Αλλά το ζήτημα είναι πώς εκλαμβάνουν την δήλωση οι οπαδοί της ΝΔ. Και πώς σκιάζονται οι κυβερνώντες. Η νεοδημοκρατική πρόσληψη δεν φαίνεται να ήταν θετική για τον Κ. Καραμανλή.
Την αρνητική εικόνα επιδείνωσε και η προβολή του θέματος από τον αντιπολιτευόμενο Τύπο – κάτι απολύτως φυσιολογικό. Μια δήλωση ενός πρώην πρωθυπουργού και απογόνου του γενάρχη της παράταξης που κυβερνά, έχει την αυτονόητη σημασία της. Είναι δημοσιογραφικά λογικό να προβληθεί. Και το δημοσιογραφικό κριτήριο έχει, κυρίως, ως βάση το τι μπορεί να ενδιαφέρει την κοινή γνώμη.
Το ερώτημα, τώρα, είναι γιατί παρενέβη ο Καραμανλής σε μια συγκυρία και για ένα θέμα που δεν τον ευνοούσε;
- Η πρώτη –λίγο αφελής– απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι δεν προσέλαβε στις πραγματικές της διαστάσεις τη στάση της νεοδημοκρατικής κοινής γνώμης. Αυτό, σε συνδυασμό με την πάγια αντιπαράθεση καραμανλικών-μητσοτακικών, τον οδήγησε στη γνωστή δήλωση.
- Η δεύτερη –λίγο ρομαντική– θέλει, ανεξαρτήτως αντιδράσεων, να λειτουργήσουν οι θεσμοί. Αυτό δεν προϋποθέτει ότι επιθυμεί και την πτώση της κυβέρνησης. Το λέει και ο ίδιος.
- Η τρίτη, την οποία υπονοούν φιλομητσοτακικά ΜΜΕ, θέλει τον Καραμανλή να εκφράζει οικονομικά συμφέροντα με τη δήλωση αυτήν. Τα οποία είναι δυσαρεστημένα από την πολιτική Μητσοτάκη.
Ο χώρος των οικονομικών συμφερόντων είναι πολυδαίδαλος και αχανής. Δεν μπορεί να εντοπιστεί από πού μπορεί να προέρχεται η δυσαρέσκεια. Ένας εμφανής προσδιορισμός του, ίσως, είναι το εφοπλιστικό κεφάλαιο το οποίο έχει έρθει σε δυσκολία με τη στάση της κυβέρνησης Μητσοτάκη στο Ουκρανικό. (Δεν υπεισέρχομαι στην ουσία της κριτικής της στάσης Μητσοτάκη. Επιγραμματικά, πιστεύω πως δεν μπορούσε να αποκλίνει από την Δυτική στάση. Αλλά δεν χρειαζόταν να γίνει πρωτοπαλίκαρο του αντιρωσισμού. Κανείς άλλος ηγέτης δεν βγήκε με τόσο απόλυτο τρόπο κατά της Ρωσίας. Ο Μακρόν, μάλιστα, χθες είπε: θα υποστηρίξουμε την Ουκρανία αλλά θα συνομιλούμε και με τη Ρωσία. Και αναρωτήθηκε: θέλει κανείς να είναι μόνο η Τουρκία που συνομιλεί με τη Ρωσία;)
Αν όλα αυτά είναι, κυρίως, ζητήματα του νεοδημοκρατικού στρατοπέδου, εκείνο που ενδιαφέρει τους Έλληνες που ξύνουν την επιφάνεια των γεγονότων είναι η περιφρόνηση των θεσμών και της δημοκρατικής λειτουργίας τους από ένα σημαντικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας το οποίο διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία.
Είναι εντυπωσιακή η απήχηση που είχε στο εσωτερικό των «μητσοτακικών» η υπόθεση των παρακολουθήσεων.
Ο νέος διοικητής της ΕΥΠ δήλωσε στην Επιτροπή Θεσμών της Βουλής πως κανείς δεν είναι εκτός παρακολουθήσεως a priori, και ο Γιάννης Ρουμπάτης, διοικητής της ΕΥΠ επί ΣΥΡΙΖΑ, είπε πως καμιά επισύνδεση δεν είναι παράνομη. Τον εφιάλτη σε βάρος της δημοκρατίας και των θεσμών της, που διαμορφώνεται, οι οπαδοί της ΝΔ δεν τον βλέπουν;
Το κύριο μοτίβο τους είναι πως υπάρχουν άλλα θέματα που μας ενδιαφέρουν. Δεν τους ενδιαφέρει, δηλαδή, αν τους δέσουν.
Υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα άξιο παρατήρησης: Η τραγική εμπειρία ΣΥΡΙΖΑ μετακίνησε ευρέα στρώματα στο πολιτικό φάσμα, και προκάλεσε ανακατάταξη των ψηφοφόρων.
Ο Μητσοτάκης δεν ψηφίστηκε μόνο από την παραδοσιακή Δεξιά, στην οποία, κυρίως, απευθύνεται ο Καραμανλής, αλλά και από κεντρώα στρώματα. Η σημερινή μορφή της Νέας Δημοκρατίας δεν είναι η κλασική Δεξιά. Είναι Κεντροδεξιά.
Εκείνο που αξίζει να παρατηρήσουμε από δω και πέρα είναι αν η παραδοσιακή Δεξιά, που υπάρχει ακόμη στη Νέα Δημοκρατία, θα παραμείνει ή θα φύγει στις εκλογές. Και πώς αυτή προσέλαβε την παρέμβαση Καραμανλή. Και ακόμη, τι ποσοστό εκφράζει.
Η επίσκεψη Μητσοτάκη στις Σέρρες, προπύργιο του καραμανλισμού, αποσκοπούσε να πάρει μια εικόνα των αντιδράσεων.
Υπάρχει, τέλος, και μια άλλη διάσταση. Ο Καραμανλής να προετοιμάζεται να παίξει έναν ρυθμιστικό ρόλο μεταξύ των κομμάτων μετά τις εκλογές, σε περίπτωση που ο Μητσοτάκης δεν καταφέρει να σχηματίσει κυβέρνηση. Όχι με άμεση δική του ανάμιξη, αλλά με διαμεσολάβηση για κυβέρνηση συνεργασίας.
Αυτήν τη στιγμή, μόνο ο Καραμανλής μπορεί να αναλάβει έναν τέτοιο παρασκηνιακό ρόλο. Δυστυχώς, δεν μπορεί να τον διαδραματίσει –πολιτικά, όχι θεσμικά– η Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Αυτές είναι οι συνέπειες της επιλογής στο ανώτατο αξίωμα της χώρας μη πολιτικού προσώπου κοινής αποδοχής.