Εθισμένη στο ρόλο του ουδέτερου από τον οποίο προσδοκά και πολλές φορές επιτυγχάνει κέρδη η Τουρκία, κράτησε μια ανάλογη στάση στον πόλεμο της Ουκρανίας. Μέχρι ενός σημείου, η στρατηγική απέδωσε. Αλλά η κρίσιμη ώρα πλησιάζει.
Η ώρα αυτή έχει να κάνει με το μέχρι πού είναι διατεθειμένη να τραβήξει το θέμα η Αμερική.
Όλα δείχνουν πως ο στόχος αποδυνάμωσης της Ρωσίας δεν έχει εγκαταλειφθεί. Το αποδεικνύει κυρίως ο εξοπλισμός των Ουκρανών με σύγχρονα όπλα και η συνεχής βοήθεια που αποφασίζει η Ουάσινγκτον να στείλει στο Κίεβο. Στο πλαίσιο αυτό οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας όχι μόνο θα συνεχιστούν αλλά και θα ενταθούν.
Η Άγκυρα όχι μόνο δεν συμμετέχει στις κυρώσεις αυτές, αλλά στις 5 Αυγούστου στο Σότσι Πούτιν και Ερντογάν αποφάσισαν να διευρύνουν τις εμπορικές τους σχέσεις στα 100 δισ. δολάρια. Αυτό ενόχλησε τη Δύση. Και ίσως αποτελέσει κομβικό σημείο αλλαγής στάσης απέναντι στην Τουρκία. Η ανοχή έχει και τα όριά της.
Ο αναπληρωτής υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ Γουόλι Αντεγιέμο, στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγονται οι κυρώσεις εναντίον χωρών σύμφωνα με τους αμερικανικούς νόμους, επισκέφθηκε τον Ιούνιο την Κωνσταντινούπολη και συναντήθηκε με τον υπουργό Οικονομικών, τραπεζίτες και την ισχυρή Ένωση Βιομηχάνων, τη γνωστή TUSIAD. Προειδοποίησε για το θέμα της συνεργασίας του τουρκικού κράτους και των τουρκικών εταιρειών με αντίστοιχες ρωσικές που βρίσκονται στη λίστα των κυρώσεων. Η κατάληξη ήταν πως οι συνεργαζόμενοι θα υποστούν και αυτοί κυρώσεις.
Στις 19 Αυγούστου ο Αντεγιέμο είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Τούρκο ομόλογο του τον οποίο προειδοποίησε (και πάλι) για τον κίνδυνο που διατρέχουν οι τουρκικές τράπεζες και επιχειρήσεις αν συνεργαστούν με ρωσικές εταιρείες.
Δημοσίευμα των Financial Times στις 22 Αυγούστου αναφερόταν συγκεκριμένα στον κίνδυνο που διατρέχει το τουρκικό τραπεζικό σύστημα.
Στη συνέχεια η Wall Street Journal δημοσίευσε επιστολή του Αντεγιέμο προς την Ένωση Τούρκων Βιομηχάνων στην οποία επισημαίνεται πως όποια τουρκική επιχείρηση συνεργαστεί με άτομα, επιχειρήσεις, οργανισμούς που είναι στη λίστα κυρώσεων κατά της Ρωσίας θα υποστεί και αυτή σε κυρώσεις – η Τουρκία τέθηκε υπό στενή παρακολούθηση από την ΕΕ και τις ΗΠΑ.
Όπως είναι αυτονόητο, όλα τα παραπάνω έχουν προκαλέσει μεγάλη ανησυχία στους οικονομικούς κύκλους της Τουρκίας.
Με την τουρκική οικονομία εύθραυστη και τον πληθωρισμό σε αστρονομικά επίπεδα, οι κυρώσεις θα είναι μεγάλο πλήγμα. Το πρώτο βήμα έχει γίνει.
Όμως ο Ερντογάν όμως ελίσσεται και είναι σίγουρο πως θα αναζητήσει μια ισορροπία, την οποία βέβαια δεν είναι σίγουρο ότι θα πετύχει.
Η περίοδος είναι κρίσιμη. Ο Ερντογάν είναι ενοχλητικός για τις ΗΠΑ και η Ουάσινγκτον δεν θα αφήσει την ευκαιρία μέχρι τις εκλογές να πάει χαμένη. Θα κάνει ό,τι είναι δυνατό ώστε να αποσυρθεί από την εξουσία; Θα πετύχει;
Δύσκολο.
Ήδη, ο Τούρκος πρόεδρος κλιμακώνει τις κινήσεις του ώστε να κερδίσει τις εκλογές του 2023.
Ένα από τα φασιστοειδή του πολύ βαθέως τουρκικού κράτους –πιο βαθύ δεν γίνεται–, είναι ο Ουμίτ Οζντάγκ, πρόεδρος του νεοσύστατου κόμματος «Νίκη», το οποίο στις δημοσκοπήσεις παίρνει από 3 ως 7%, πάνω από τον Νταβούτογλου και τον Μπαμπατζάν, τα άλλοτε αστέρια του ερντογανικού στερεώματος.
Ο Οζντάγκ ασχολείται μόνο με το Μεταναστευτικό. Ο πατέρας του τον προηγούμενο αιώνα διέπρεψε με την ίδια πολιτική. Πριν από λίγες ημέρες αποκάλυψε πως στην Τουρκία υπάρχουν σήμερα περισσότεροι από 13 εκατ. μετανάστες και πρόσφυγες.
Μάλιστα σε συνέντευξη Τύπου τις προηγούμενες ημέρες δήλωσε πως ο Ερντογάν δίνει υπηκοότητα στους μετανάστες για ευνόητους λόγους και παρουσίασε συγκεκριμένα στοιχεία.
Ο Τούρκος πρόεδρος, είπε, έδωσε υπηκοότητα σε 1.476.368 Σύρους και η διαδικασία χορήγησης συνεχίζεται. Έδωσε επίσης υπηκοότητα σε 37.813 Αφγανούς και εκατοντάδες χιλιάδες άλλους που προέρχονται από ασιατικές και αφρικανικές χώρες.
Μετά τις καταγγελίες που έγιναν, ο Ερντογάν πέρασε νόμο περί αλλαγής του ονόματος και του επωνύμου των μεταναστών που πήραν υπηκοότητα ώστε να προσομοιάζουν με τα τουρκικά. Όλοι αυτοί δηλαδή δεν θα διακρίνεται ότι δεν είναι Τούρκοι. Ούτε φυσικά θα υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο γι’ αυτούς στους εκλογικούς καταλόγους.
Στο μεταξύ ο Ερντογάν κατάργησε και την υποχρέωση να δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης τα ονόματα αυτών που πολιτογραφούνται Τούρκοι πολίτες.
Όπως αντιλαμβάνεστε, δεν πρόκειται να αφήσει την εξουσία και παρουσιάζει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα αντιδράσουν οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι.
Είναι τόσο κρίσιμο να παραμείνει στην προεδρία που ακόμη και αν χάσει πολλοί πιστεύουν ότι θα ζητήσει από τη διορισμένη από τον ίδιο Ανώτατη Εκλογική Επιτροπή να ανακοινώσει ότι κέρδισε.
Κάτι ανάλογο έκανε με τις δημοτικές εκλογές στην Κωνσταντινούπολη, αλλά δεν του βγήκε.
Σε μια τέτοια περίπτωση δεν αποκλείεται ο αγανακτισμένος κόσμος να βγει στους δρόμους και τότε γαία πυρί μιχθήτω. Η αναταραχή δεν αποκλείεται να κλιμακωθεί σε σύγκρουση. Είναι η μόνη περίπτωση να εγκαταλείψει ο Ερντογάν την εξουσία. Και οι εξελίξεις στη γειτονική χώρα θα είναι ραγδαίες.
Στο μεταξύ, ο Τούρκος πρόεδρος εντείνει τον αυταρχισμό του στο εσωτερικό της χώρας, αποκλείοντας ακόμη και ακαδημαϊκούς από τα πανεπιστήμια στα οποία εργάζονταν. Ακόμα 16 εκδιώχθηκαν στο ιστορικό Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου. Ο διορισμένος πρύτανης έδωσε εντολή: «Αν δεν αδειάσουν τα γραφεία τους, θα τα αδειάσουμε εμείς».
Την εποχή της χιτλερικής Γερμανίας απομακρύνθηκαν από τα πανεπιστήμια 1.800 καθηγητές. Στην Τουρκία του Ερντογάν ο αριθμός των εκδιωχθέντων ακαδημαϊκών ανέρχεται σε 4.811.
Το Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου, του οποίου η αρχική ονομασία ήταν Ροβέρτειος Σχολή, ιδρύθηκε το1863 με πολλούς Έλληνες καθηγητές και σπουδαστές. Μεταξύ των αποφοίτων του συγκαταλέγονται ο Κάρολος Κουν και ο Ορχάν Παμούκ.
Ο Ερντογάν αισθάνεται και την απομόνωσή του στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο. Έτσι, μετά την προσέγγιση των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και της Σαουδικής Αραβίας –με αμφίβολα κέρδη για τον ίδιο και την χώρα του–, προσπαθεί τώρα με τη μεσολάβηση του Πούτιν να βελτιώσει τις σχέσεις του και με το καθεστώς του Άσαντ, ευελπιστώντας ότι μαζί με τις δυνάμεις του Σύρου προέδρου θα αντιμετωπίσει τους Κούρδους της Συρίας.
Κυρίως, όμως, επεδίωξε και αποκατέστησε τις διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ, γεγονός αξιοσημείωτο μεν, αλλά χωρίς τα προσδοκώμενα από τον Ερντογάν οφέλη.
Είναι χαρακτηριστικές οι επισημάνσεις που έκανε στην ισραηλινή εφημερίδα Haaretz ο Λούις Φίσμαν, αναπληρωτής καθηγητής στο Brooklyn College. Αξίζει να υπογραμμιστούν μερικές από αυτές:
- «Η Τουρκία δεν έχει πλέον την πολυτέλεια να κάθεται μόνη της και να βουρκώνει. Σε μια προσπάθεια να σταματήσει το αυξανόμενο κόστος του περιφερειακού αποκλεισμού, ο Ερντογάν αποφάσισε να προσπαθήσει να ενταχθεί σε αυτό το νέο κλαμπ φυσικού αερίου, το οποίο επιχειρεί να μεταμορφώσει την περιφερειακή αγορά ενέργειας». (Με άλλα λόγια, η Τουρκία αισθάνθηκε ότι απομονώθηκε με την ενεργειακή συνεργασία των χωρών της περιοχής, στην οποία δεν συμμετείχε.)
- «Η Άγκυρα θα χρειαστεί να αποδείξει ότι οποιαδήποτε συμφωνία δεν θα ακυρωθεί λόγω πολιτικής ιδιοτροπίας, εάν γινόταν για παράδειγμα νέα έξαρση βίας μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς, ή άλλες κλιμακώσεις, στρατιωτικές ή πολιτικές, με τους Παλαιστίνιους».
- «Και οι δύο χώρες έχουν μακρά ιστορία κυρίαρχης κρατικής συμπεριφοράς που συχνά επιτίθεται στον εθνοτικό άλλο, και ενώ το κουρδικό και το παλαιστινιακό ζήτημα δεν είναι ανάλογα, η απάντηση του κράτους στην πράξη είναι δυστυχώς αρκετά παρόμοια».
- «Και πάλι στο διπλωματικό πεδίο, ενώ η Τουρκία έχει δίκιο να υπολογίζει ότι οι ισχυρότεροι δεσμοί με το Ισραήλ θα τη βοηθήσουν στην Ουάσινγκτον, το Ισραήλ θα πρέπει να καταστήσει σαφές ότι δεν θα επαναλάβει το ρόλο που έπαιξε τη δεκαετία του 1990: Υπηρέτηση και πίεση υπέρ των τουρκικών συμφερόντων στην αμερικανική πρωτεύουσα».
Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ότι τα πράγματα στις τουρκοϊσραηλινές σχέσεις δεν μπορούν να επανέλθουν στο προ δεκαετίας επίπεδό τους.
Το Ισραήλ αισθάνεται την απειλή από τις κινήσεις της Τουρκίας και την πολιτική της στο Κυπριακό, και γι’ αυτό δέχθηκε να διαθέσει στην Κυπριακή Δημοκρατία το σύστημα Iron Dome το οποίο αποτελεί μια αξιοσημείωτη εξέλιξη στον εξοπλισμό του νησιού.
Εκείνο που μένει στα χέρια της Άγκυρας είναι η εργαλειοποίηση του Μεταναστευτικού από την οποία κινδυνεύει η Ελλάδα. Ο κίνδυνος είναι να ωθήσει χιλιάδες μετανάστες σε αμφισβητούμενα από την τουρκική πλευρά ελληνικά νησιά, ή με κατάλληλους χειρισμούς, όπως αυτούς στη νησίδα του Έβρου, να εκθέσει την Ελλάδα στη διεθνή κοινή γνώμη σε ό,τι αφορά την διαχείριση του Μεταναστευτικού.