Η πολιτική του εκκρεμούς που ακολουθεί ο Ερντογάν μεταξύ Μόσχας και Ουάσινγκτον έχει τους δικούς της κινδύνους, για τους οποίους μιλάει ο Ζουλφικάρ Ντογάν σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στο ahvalnews και ακολουθεί:
Ο πρόεδρος Ερντογάν, ο οποίος προετοιμάζεται για μια ριζική αλλαγή στην πολιτική του για τη Συρία μετά από 11 χρόνια, δήλωσε ότι πλέον δεν αποτελεί στόχο της Τουρκίας η ήττα ή ανατροπή του Άσαντ, ενώ ο Τσαβούσογλου είπε ότι «δεν υπάρχουν όροι στο διάλογο με τη Συρία».
Σε όλες τις δημοσκοπήσεις η μεγαλύτερη αντίδραση στην κυβέρνηση μετά την οικονομία αφορά τη συριακή πολιτική και τα εκατομμύρια των Σύριων προσφύγων που ζουν στη χώρα. Ο πρόεδρος Ερντογάν, μετά τη συνάντησή του με τον Πούτιν στο Σότσι στις 5 Αυγούστου, είπε ότι ο Ρώσος πρόεδρος του πρότεινε «η Τουρκία να κάνει διάλογο με το καθεστώς στη Συρία». Μετά από αυτή τη δήλωση άρχισαν οι κινήσεις προσέγγισης.
Οι δηλώσεις που έγιναν δείχνουν ότι η τουρκική κυβέρνηση στοχεύει να περιορίσει πλήρως την απειλή PYD-YPG-SDG στη Βόρεια Συρία.
Ενώ ο Ερντογάν απαιτεί την υποστήριξη του Πούτιν σε αυτό το θέμα χωρίς να αναφέρει τις τζιχαντιστικές τρομοκρατικές οργανώσεις, παραπονιέται ότι το Ιράν και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν τον υποστηρίζουν. Ωστόσο, η κυβέρνηση της Δαμασκού, η Ρωσία, οι ΗΠΑ, το Ιράν, η ΕΕ, οι χώρες του Κόλπου και η Αίγυπτος θεωρούν ως τρομοκρατικές οργανώσεις την Αλ Νούσρα, την Αλ Κάιντα, την Χαγιάτ Ταχρίρ Σαμ (HTS), άλλες τζιχαντιστικές οργανώσεις και τον υποστηριζόμενο από την Τουρκία Εθνικό Συριακό Στρατό (SMO) που προέκυψε από την την αναδιάρθρωση του Ελεύθερου Συριακού Στρατού (FSA).
Θεωρούν ότι η επιβίωση αυτών των οργανώσεων που έχουν φωλιάσει στην επαρχία Ιντλίμπ και σε άλλες περιοχές που είναι υπό τον έλεγχο των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων διασφαλίζεται από την υποστήριξη της Τουρκίας. Ο υπουργός Εξωτερικών Τσαβούσογλου από την πλευρά του υποστηρίζει ότι ο Εθνικός Συριακός Στρατός και άλλες οργανώσεις –τις οποίες περιγράφει ως «δημοκρατική συριακή αντιπολίτευση»–, «δεν πρέπει να θεωρούνται τρομοκρατικές οργανώσεις» από την κυβέρνηση Άσαντ.
Ο Τσαβούσογλου δημοσίευσε φωτογραφίες από τη συνάντηση που είχε στο γραφείο του στο υπουργείο Εξωτερικών στις 24 Αυγούστου με τον πρόεδρο του Εθνικού Συνασπισμού Επαναστατικών Δυνάμεων της Συριακής Αντιπολίτευσης (SMDK) Σαλίμ αλ-Μουσλάτ, τον πρόεδρο της Επιτροπής Διαπραγμάτευσης Μπεντίρ Καμούς και τον πρόεδρο της Προσωρινής Κυβέρνησης της Συρίας Αμπντουραχμάν Μουσταφά που ιδρύθηκε στο Γκαζιαντέπ υπό τον έλεγχο της τουρκικής κυβέρνησης, γράφοντας τα εξής: «Εκτιμούμε και υποστηρίζουμε τη συμβολή της αντιπολίτευσης στην πολιτική διαδικασία στο πλαίσιο του ψηφίσματος 2254 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ».
Μέχρι σήμερα η τουρκική κυβέρνηση ήταν αυτή που εμπόδιζε τη Ρωσία και τον συριακό στρατό να πραγματοποιήσουν συνολική επιχείρηση στο Ιντλίμπ και να εκκαθαρίσουν τους τζιχαντιστές από εκεί.
Στο σημείο που έχουμε φτάσει σε περίπτωση πιθανής συμφιλίωσης Άσαντ-Τουρκίας γίνεται κατανοητό ότι τα σοβαρότερα προβλήματα για την Τουρκία θα είναι οι τζιχαντιστικές ομάδες στο Ιντλίμπ και ο Εθνικός Συριακός Στρατός που υποστηρίζεται από τις τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις. Είναι δε δυνατό να πει κάνεις ότι σε περίπτωση συμφωνίας Συρίας-Τουρκίας αυτές οι ένοπλες οργανώσεις θα στραφούν προς την Τουρκία και θα γίνουν απειλή για την ασφάλειά της.
Ο ηγέτης του MHP Μπαχτσελί, ο εταίρος της κυβερνητικής συμμαχίας, το προηγούμενο διάστημα έλεγε: «Το τουρκικό έθνος θα πρέπει να σχεδιάσει την είσοδο στη Δαμασκό, εάν χρειαστεί. Κάψτε τη Συρία, κατεδάφισε την Ιντλίμπ, ρίξτε τον Άσαντ». Μετά τις νέες τοποθετήσεις εκπροσώπων του Ερντογάν και του AKP άλλαξε τη στάση του. «Τα βήματα που έγιναν από τον υπουργό Εξωτερικών μας για την εδραίωση της ειρήνης μεταξύ της συριακής αντιπολίτευσης και του καθεστώτος Άσαντ είναι πολύτιμα και σωστά», ανέφερε.
Αυτή η ριζική αλλαγή στάσης και δηλώσεων που ήρθε 11 χρόνια μετά την επιθετική συμπεριφορά εναντίον του Άσαντ, δείχνει ότι η τουρκική κυβέρνηση αναζητά μια διέξοδο μπροστά στη σοβαρή διάσταση του προβλήματος.
Τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης άρχισαν να τονίζουν ότι η ώρα της ειρήνης με τον Άσαντ έχει ήδη έρθει και ότι το πρόβλημα μπορεί να επιλυθεί μόνο με διαπραγματεύσεις και συμφωνία με τον Σύρο ηγέτη. Αρθρογράφοι γνώμης που βρίσκονται κοντά στην κυβέρνηση γράφουν ότι ο Αχμέτ Νταβούτογλου ήταν αυτός που παραπλάνησε την Τουρκία και ακολούθησε λανθασμένη πολιτική στη Συρία και ότι με τις εντολές του Ερντογάν «ήρθε η ώρα η Τουρκία να εγκαταλείψει αυτόν τον λανθασμένο δρόμο».
Ακόμα ανακοινώθηκε ότι μια αντιπροσωπεία, η οποία θα περιλαμβάνει τον πρόεδρο του Κόμματος Βατάν Ντογού Πέριντσεκ και τον Εθέμ Σαντζάκο οποίος παραιτήθηκε από το AKP και εντάχθηκε στο Βατάν, «εν γνώσει της κυβέρνησης και της Μόσχας» θα μεταβεί στη Δαμασκό για να συναντηθεί με τον Άσαντ σε μια προσπάθεια διαμεσολάβησης. Εννοείται ότι εκπρόσωπος του Ερντογάν θα είναι ο Εθέμ Σαντζάκ, ο οποίος είχε πει πριν από την παραίτησή του από το ΑΚΡ: «Είμαι ερωτευμένος με τον Ερντογάν».
Ενώ ο υπουργός Εξωτερικών Τσαβούσογλου υποστήριξε ότι «δεν μπορεί να υπάρξουν όροι» για διάλογο με τη Συρία, στα κυβερνητικά μέσα δημοσιεύονται άρθρα που περιλαμβάνουν τους όρους και τις απαιτήσεις του Άσαντ:
- Απόδοση του ελέγχου του αυτοκινητόδρομου Μ4 στον συριακό στρατό.
- Επιχείρηση του συριακού στρατού στην Ιντλίμπ και εκκαθάρισή της από τους τρομοκράτες τζιχαντιστές.
- Έλεγχος όλων των συνόρων με την Τουρκία από τον συριακό στρατό.
- Μεταφορά των συνόρων Τουρκίας-Συρίας στον συριακό στρατό.
- Έλεγχος των συνοριακών εισόδων από τη συριακή διοίκηση.
Όμως όλοι αυτοί οι όροι σημαίνουν ότι θα αποχωρήσει ο τουρκικός στρατός από το έδαφος της Συρίας.
Τέλος, ο υπουργός Εξωτερικών της Συρίας Φαϊσάλ Μεκντάντ, ο οποίος συναντήθηκε με τον Ρώσο υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ στη Μόσχα, δήλωσε ότι προϋπόθεση για τον διάλογο με την Τουρκία είναι να τερματιστεί η παρουσία των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων και η πλήρης απόσυρση από το συριακό έδαφος. Το πιο κρίσιμο θέμα στο οποίο οι δύο υπουργοί δήλωσαν ότι «συμφώνησαν» είναι ότι τάσσονται κατά μιας νέας στρατιωτικής επιχείρησης από την Τουρκία στη Συρία – όπως είπαν, αυτό δεν θα το επιτρέψουν.
Η πολιτική εξομάλυνσης που ξεκίνησε η κυβέρνηση της Τουρκίας με το Ισραήλ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο τώρα μοιάζει να συνεχίζεται στη Συρία. Αυτή η στροφή αποτελεί ο ομολογία χρεοκοπίας της πολιτικής που ακολούθησε ο Ερντογάν με το ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης, όταν ανέλαβε την ηγεσία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.
Αυτή η εξωτερική πολιτική είχε βαρύ τίμημα και θα συνεχίσει να είναι το πιο φλέγον πρόβλημα ασφάλειας τα επόμενα χρόνια, ειδικά με τα εκατομμύρια των αιτούντων άσυλο – παράνομων μεταναστών-προσφύγων που έρχονται από τη Συρία. Επιπλέον δεν μπορεί να αγνοηθεί το πόσο πιθανό είναι η συμφιλίωση Δαμασκού-Άγκυρας να οδηγήσει ένοπλες ομάδες που υποστηρίζονται και από τη συριακή κυβέρνηση σε επιθέσεις και συγκρούσεις εντός και εκτός χώρας.
Ενώ ετοιμάζεται να συναντηθεί με τον Άσαντ, φαίνεται ότι ο πρόεδρος Ερντογάν θέλει να ρίξει την ευθύνη της πολιτικής που είχε ακολουθήσει μέχρι τώρα στη Συρία στον αρχηγό του Κόμματος του Μέλλοντος Αχμέτ Νταβούτογλου. Απόδειξη είναι οι τίτλοι, τα άρθρα και τα σχόλια στα κυβερνητικά ΜΜΕ που τον υποδεικνύουν ως τον μοναδικό υπεύθυνο.
Ωστόσο, ήταν ο Ερντογάν που επέλεξε τον Νταβούτογλου ως κύριο σύμβουλο εξωτερικής πολιτικής κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του, αποδεχόμενος τη νέα οθωμανική ρητορική και το δόγμα του στρατηγικού βάθους. Επίσης τον έκανε υπουργό Εξωτερικών, και στη συνέχεια πρωθυπουργό και πρόεδρο του AKP.
Επιπλέον, ενώ απευθυνόμενος στα μέλη του AKP πριν από τρεις εβδομάδες ο Ερντογάν δήλωσε ότι ο Νταβούτογλου και ο Αλί Μπαμπατζάν «δεν τοποθετήθηκαν στις υπουργικές θέσεις επειδή ήταν άξιοι, μια θέληση τους έφερε εκεί», είναι ο ίδιος που είχε πει ότι προσωπικά διόρισε τον Νταβούτογλου και του ανέθεσε καθήκοντα. Το άλλο νόημα αυτών των λέξεων είναι: «Ό,τι έκανε ο Νταβούτογλου το έκανε κατόπιν εντολής μου και εν γνώσει μου».
Για το λόγο αυτό ο Ερντογάν, ο οποίος είναι ο μόνος υπεύθυνος των αποφάσεων που έλαβε ως πρωθυπουργός, πρόεδρος της Δημοκρατίας και πρόεδρος του AKP, είναι ο μόνος υπεύθυνος για τις καταστροφικές συνέπειες της πολιτικής που ακολούθησε στο θέμα της Συρίας.
Επομένως είναι δύσκολο να απαλλαγεί από αυτή την ευθύνη λέγοντας «ο Νταβούτογλου με έκανε να κάνω λάθος για τη Συρία».
Ένα δε από τα πιο κρίσιμα στοιχεία στην παραπάνω αλλαγή (ή καλύτερα, μετασχηματισμό) είναι ο καθοριστικός ρόλος του Πούτιν, ο οποίος πρότεινε στον Ερντογάν να «δει τον Άσαντ». Ο Ρώσος πρόεδρος –που μάλλον υποχρέωσε τον Τούρκο ομόλογό του να κάνει τη συνάντηση– συμφώνησε να πληρώσει η Τουρκία σε ρούβλια για το φυσικό αέριο, να στείλει δισεκατομμύρια δολάρια για τον πυρηνικό σταθμό του Άκουγιου, να μεταφέρει ρωσικά κεφάλαια στην Τουρκία μέχρι τις εκλογές κ.λπ.
Η Μόσχα με τις κινήσεις οικονομικής στήριξης του Ερντογάν εδραιώνει τον αποφασιστικό ρόλο που παίζει στην τουρκική κυβέρνηση, όχι μόνο στο θέμα της Συρίας, αλλά και της οικονομίας.
Ωστόσο, το πιο σοβαρό δίλημμα του Ερντογάν είναι ότι το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ προειδοποίησε για δεύτερη φορά για παράκαμψη των κυρώσεων στη Ρωσία μέσω Τουρκίας, στέλνοντας επίσημη προειδοποιητική επιστολή στην Ένωση Τούρκων Βιομηχάνων και Επιχειρηματιών (TUSIAD) και στο Αμερικανοτουρκικό Εμπορικό Επιμελητήριο, απειλώντας εταιρείες και τράπεζες που συναλλάσσονται με Ρώσους.
Οι επιπτώσεις του αυξανόμενου βάρους του Πούτιν στην εξουσία θα γίνουν πιθανώς πιο εμφανείς την επόμενη περίοδο.