Όλα ξεκινούν από το τσαβλίν, που δεν είναι τίποτε άλλο από τα χοντρά χόρτα που δεν μπορεί να μασήσει η αγελάδα κι έτσι μένουν στην ταΐστρα. Μετά έρχεται το τσαβλούκιν, που είναι το σαλιωμένο αποφάι, και ως επίθετο σημαίνει το νερό ή το φαΐ το οποίο μαγαρίστηκε από κάποιο ζώο (ιδίως από σκύλο).
Τσαβλουκίζω λοιπόν, ή τσαφλουκίζω, σημαίνει: 1) Μασώ θορυβωδώς και αηδώς, 2) Σαλιάζω το φαΐ, 3) Θολώνω, 4) Επί ζώων, μισοτρώγω το χόρτον καταλείπων το υπόλοιπον σαλιασμένον.
Αυτά (και έτσι ακριβώς) τα γράφει ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου. Η απάντηση στο ερώτημα του τίτλου, δική σας!