Εκείνη γεννήθηκε στο Σαλιχλή το 1905. Ήταν το προτελευταίο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας του εμπόρου Δημητρίου Σακιζλή. Εκείνος γεννήθηκε στο Μπαϊντίρι το 1907 και ήταν το στερνοπούλι του καπνοπαραγωγού Δημητρίου Ναζλή, ύστερα από ένα αγόρι και τέσσερα κορίτσια.
Η οικογένεια εκείνης είχε χιώτικη καταγωγή (σακίζ = μαστιχόδενδρο στα τουρκικά). Προερχόταν από τα γυναικόπαιδα που μετά τη σφαγή της Χίου, το 1822, μεταφέρθηκαν στα ενδότερα.
Η οικογένεια εκείνου προερχόταν από το Ναζλί, όπου κατέφυγε ο γενάρχης της από τη Μάνη για να γλιτώσει. Από τι, δεν έμαθα ποτέ.
Ήτανε Σεπτέμβρης του ’22. Η οικογένεια εκείνου τράπηκε σε φυγή του Σταυρού, ημέρα Κυριακή. Κάποιος γύριζε στο Μπαϊντίρι και φώναζε: «Σε δυο ώρες φεύγει το τελευταίο τρένο από τον σταθμό. Ξοπίσω έρχονται οι τσέτες!».
Εκείνος μόλις είχε γυρίσει από τους προσκόπους κι έβγαζε τη στολή του όταν άκουσε τις φωνές. Όρμησε στο δωμάτιό του και πήρε τον κουμπαρά του. Είχε τελειώσει το Σχολαρχείο και ετοιμαζόταν σε λίγες μέρες να πάει να φοιτήσει στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Ήθελε να γίνει δάσκαλος… Ενόψει των σπουδών του, μάζευε από καιρό το χαρτζιλίκι του. Σε αυτήν τη στιγμή, ζωής ή θανάτου, ο κουμπαράς αυτός ήταν πολύτιμη πηγή μετρητών. Τα καπνά άλλωστε δεν είχαν πληρωθεί ακόμη.
Αναζήτησε το κλειδί του κουμπαρά αλλά δεν το βρήκε. Τι να κάνει; Νά ένα ψαλιδάκι… Το ψαλιδάκι αποδείχθηκε γερό και ο κουμπαράς άνοιξε. Μηχανικά το έβαλε στην τσέπη και –χωρίς καμία λογική– το πήρε μαζί του. Με τα χρήματα αυτά και τα κοσμήματα των γυναικών στους κόρφους, έκαναν να φύγουν.
«Σταθείτε!» φώναξε η αδερφή του, Βασιλεία… Δέκα μέρες πριν είχε γυρίσει σπίτι ο μεγάλος αδελφός, ο Παναγιώτης, ο οποίος ήταν από τους λίγους Μικρασιάτες που είχε στρατευθεί και πολεμήσει εθελοντικά. Όταν το μέτωπο έσπασε, ύστερα από μαρτυρική πορεία ημερών, γύρισε σπίτι καταταλαιπωρημένος, αγνώριστος. «Να τον ντύσουμε πρόσκοπο, να μικροδείχνει!». Προσκοπική στολή ο μεγάλος, κοντά παντελόνια εκείνος, θα πέρναγαν σαν τέσσερεις γυναίκες με δύο «παιδιά».
Ο Παναγιώτης δεν τα κατάφερε τελικά. Τον κατάλαβαν τελευταία στιγμή στην προκυμαία και τον σκότωσαν μπροστά στα μάτια των αδελφών του.
Η οικογένεια εκείνης, αντιθέτως, έφυγε έγκαιρα για τη Σμύρνη. Ένα ευχάριστο γεγονός, έκανε τους Σακιζλήδες τυχερότερους από τους Ναζλήδες. Η μεγαλύτερη αδελφή είχε ρίξει, άθελα της, ερωτικά βέλη στην καρδιά ενός λεβέντη Ηπειρώτη λοχαγού της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης, ο οποίος ζήτησε και την αρραβωνιάστηκε πολύ πριν καταρρεύσει το μέτωπο.
Με δική του σωτήρια προτροπή και υπό τη συνοδεία του συντελέστηκε η συντεταγμένη αποχώρηση του Σακιζλέικου από τη Σμύρνη, χωρίς –ευτυχώς– απώλειες. Κυκλοφορούσε η φήμη, μάλιστα, ότι κάποια στιγμή στη Σμύρνη, ο λοχαγός έβαλε όλη την οικογένεια μπροστά, έβγαλε και τα δύο του πιστόλια και περνούσε ένα-ένα τα μπλόκα…
Στην Ελλάδα πια, και οι δύο οικογένειες αγωνίστηκαν να επιβιώσουν και να προκόψουν, και –όπως οι περισσότεροι Μικρασιάτες πρόσφυγες– αποτέλεσαν στοιχεία προόδου για τη χώρα. Η ζωή τους είχε χαρές αλλά και μόχθο, πικρία και πόνο· για ό,τι έμεινε πίσω και για όσα σημάδεψαν τον καθένα ξεχωριστά στη μετέπειτα πορεία του.
Εκείνος κι εκείνη γνωρίστηκαν στην Αθήνα λίγα χρόνια μετά τον τραγικό Σεπτέμβρη. Ήταν οι γονείς μου, ο Γιώργος και η Ελισάβετ. Εγώ είμαι ο Δημήτρης και έχω δύο παιδιά, τον Γιώργο και την Ελισάβετ, και τρία εγγόνια.