Οι διπλωματικοί αναλυτές δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί η Ελλάδα δεν αξιοποιεί τα πλεονεκτήματα που διαθέτει στη Μέση Ανατολή ώστε να αναπτύξει η ίδια μια δυναμική εξωτερική πολιτική αντί να τρέχει και να σβήνει φωτιές από πρωτοβουλίες της Τουρκίας.
Όπως λένε άνθρωποι που γνωρίζουν το περιβάλλον στο υπουργείο Εξωτερικών, για αρκετά χρόνια επικρατούσε το δόγμα «δεν κάνουμε τίποτε διότι όποτε πήραμε πρωτοβουλία τα πήγαμε άσχημα».
Υπάρχουν πολλά που θα μπορούσε να πει κανείς γι’ αυτή τη φοβία:
Καταρχάς επιβραβεύεται η ευθυνοφοβία αντί της ανάληψης ευθυνών. Όποιος από φιλότιμο ανέλαβε κάποια πρωτοβουλία, στο τέλος βρήκε τον μπελά του.
Δεύτερον, οι υπουργοί συνήθως διακατέχονται από κομματική λογική. Δεν διαχειρίζονται το προσωπικό, και κυρίως τους διπλωμάτες, με βάση τις ικανότητές τους, αλλά συνήθως με την πολιτική τους προσήλωση.
Τρίτον, έχουν υποβαθμίσει με το τελευταίο νομοσχέδιο τη διπλωματική υπηρεσία και βασίζονται στους συμβούλους τους που δεν έχουν ούτε την πείρα, ούτε τη θεσμική μνήμη των υπαλλήλων του υπουργείου.
Και τέταρτον –και σπουδαιότερο– δεν έχουν διαμορφώσει σοβαρούς θεσμούς παραγωγής πολιτικής.
Με αυτές τις αδυναμίες τα περισσότερα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής έχουν αφεθεί στην τύχη.
Έτσι δικαιολογείται και η ανησυχία που προκάλεσε η αποκατάσταση των σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ. Ανησυχούν μόνο εκείνοι που διαμορφώνουν πολιτική σε κενό πεδίο. Η διεθνής σκηνή είναι περίπλοκη και αλλάζει συχνά. Οι σχέσεις των δύο χωρών κάποια στιγμή θα αποκαθίσταντο. Όσο όμως ήταν διαταραγμένες, αξιοποίησε τη συγκυρία το ελληνικό ΥΠΕΞ;
Αν κάτι ανησυχητικό υπάρχει αυτή τη στιγμή είναι πως η βελτίωση της σχέσης της Τουρκίας με τα ΗΑΕ και τη Σαουδική Αραβία, χώρες που υποστήριζαν το Κοινοβούλιο του Τομπρούκ στη Λιβύη και όχι την κυβέρνηση της Τρίπολης, ώθησαν τον πρόεδρο του λιβυκού κοινοβουλίου Αγκίλα Σάλεχ να αναγνωρίσει στην Άγκυρα ρόλο διαιτητή στην επίλυση της λιβυκής κρίσης. Γιατί;
Διότι ο Σάλεχ αναγνωρίζει την επιρροή που έχει η Τουρκία στην κυβέρνηση της Τρίπολης (την αντίπαλη δηλαδή κυβέρνηση απ’ αυτή που υποστηρίζει το λιβυκό κοινοβούλιο), και θέλησε να την αξιοποιήσει. Γιατί να το κάνει η Τουρκία; Διότι αντιλαμβάνεται πως για να πάρει σοβαρή υπόσταση το τουρκολιβυκό μνημόνιο θαλάσσιας οριοθέτησης πρέπει να εγκριθεί από το λιβυκό κοινοβούλιο.
Έχουμε λοιπόν ένα σύνθετο παιχνίδι που άπτεται των στενών ελληνικών συμφερόντων, και το οποίο θέλω να πιστεύω πως το παρακολουθεί στενά η Αθήνα για να παρέμβει την κρίσιμη στιγμή.
Η κινητικότητα της Αθήνας είναι επιβεβλημένη αν πάρει κανείς υπόψη ότι την προηγούμενη εβδομάδα υπουργός της κυβέρνησης Ντμπεϊμπά (Κυβέρνηση Τρίπολης) δήλωσε πως η Λιβύη με την Τουρκία θα πρέπει να κάνουν έρευνες και γεωτρήσεις στη θάλασσα του τουρκολιβυκού συμφώνου.
Η Ελλάδα δεν έχει περιθώρια να μην αναπτύξει μια συγκροτημένη μεσανατολική πολιτική, για πολλούς λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι η Μέση Ανατολή θα παραμείνει σημαντικό κέντρο γεωπολιτικού ενδιαφέροντος διότι η περιοχή της συνδέει μέσω του Σουέζ την Ευρώπη με το νέο κέντρο αμερικανικού ενδιαφέροντος, τον Ινδοειρηνικό.
Οι Αμερικανοί δεν θα εγκαταλείψουν την Ευρώπη. Θα υποβαθμίσουν όμως την παρουσία τους, διότι το γεωπολιτικό ενδιαφέρον τους εκεί εστιάζεται κυρίως στα σύνορα που θα αποκτήσει η Ρωσία. Δεν επιθυμούν να ελέγξουν οι Ρώσοι την Ουκρανία και θα θεωρήσουν απειλή για την ασφάλειά τους αν τα ρωσικά σύνορα φτάσουν στην ανατολική Ευρώπη – αλλά κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να πετυχαίνει η Μόσχα.
Αντιθέτως, θεωρούν απειλή τον έλεγχο του Ειρηνικού από την Κίνα.
Όπως έγραψε ο Τζορτζ Φρίντμαν, το γεωγραφικό πρόβλημα της Κίνας είναι ότι έχει γίνει εξαγωγική δύναμη και ως εκ τούτου εξαρτάται από την πρόσβασή της στον Ειρηνικό Ωκεανό και τα παρακείμενα ύδατα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες βλέπουν την ελεύθερη πρόσβαση της Κίνας στον Ειρηνικό ως πιθανή απειλή για το δικό τους στρατηγικό βάθος, κάτι θεμελιώδες για την Ουάσινγκτον από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η πρόσβαση των Κινέζων εμποδίζεται από μια σειρά νησιωτικών κρατών· Ιαπωνία, Ταϊβάν, Φιλιππίνες και Ινδονησία υποστηρίζονται έμμεσα από κοντινές δυνάμεις όπως η Αυστραλία, η Ινδία και το Βιετνάμ. Δεν είναι όλες σύμμαχοι των Αμερικανών, αλλά όλες έχουν κοινά συμφέροντα ενάντια στην κινεζική ναυτική επέκταση. Το Πεκίνο θέλει να υπερασπιστεί το στρατηγικό του βάθος καταλαμβάνοντάς το και ελέγχοντάς το. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να παραμείνουν στο στρατηγικό τους βάθος υπερασπίζοντάς το. Αυτή η αντιπαράθεση θα γίνει στον Ινδοειρηνικό.
Μια ελληνική παρουσία στη Μέση Ανατολή θα αναβάθμιζε τη χώρα γεωπολιτικά, και θα έδινε περιθώρια μεγαλύτερης και σημαντικότερης υποστήριξης της Κύπρου. Επίσης διευρύνει τον ζωτικό της χώρο. Είναι διαφορετικό να αντιπαρατίθεσαι με την Τουρκία στο Αιγαίο ή νοτίως της Κρήτης, και άλλο να διευρύνεις και να μεταθέτεις τον ορίζοντα αντιπαράθεσής σου.
Μπορεί η Ελλάδα να διαδραματίσει έναν ρόλο τόσο μακριά από τα σύνορά της;
Καταρχάς, με τα σύγχρονα μέσα δεν είναι μακριά. Η εμβέλεια και των επικοινωνιών και των στρατιωτικών μέσων καθιστά την περιοχή από το Αιγαίο ως την Ανατολική Μεσόγειο στενή γειτονιά. Το εξοπλιστικό πρόγραμμα της Ελλάδας της δίνει τη δυνατότητα να αναπτύξει ακτίνα δράσης ως την Ανατολική Μεσόγειο. Το F-35, όπως λένε άνθρωποι που γνωρίζουν, δεν είναι αεροπλάνο για τις στενές ανάγκες του Αιγαίου. Ούτε και οι φρεγάτες ανοικτής θαλάσσης. Προφανώς για να προμηθεύεται τέτοια οπλικά συστήματα, η Ελλάδα έχει και τη διάθεση και την ενθάρρυνση των ΗΠΑ να διαδραματίσει ρόλο στη Μέση Ανατολή.
Τέλος, τα συνεργατικά σχήματα 3+1 (Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ + ΗΠΑ) και η διεύρυνσή τους με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο δεν είναι προσωρινά. Μπορεί η ένταση της συνεργασίας να μειώθηκε, αλλά η συνεργασία θα συνεχίσει να υφίσταται όσο η Τουρκία δεν ακολουθεί την δυτική πολιτική.
Όμως όλα αυτά για να συμβούν προϋποθέτουν πως η Ελλάδα θα αναπτύξει σχετική πολιτική.
Η Ελλάδα μπορεί στρατιωτικά να είναι μια μεσαία δύναμη στην περιοχή που αναφερόμαστε, αλλά έχει ένα πλεονέκτημα το οποίο δεν μπορώ να αντιληφθώ γιατί δεν αξιοποιεί. Είναι πολιτιστική υπερδύναμη.
Το ελληνικό αποτύπωμα στη Μέση Ανατολή είναι έντονο, όσα λάθη και αν κάνει η Αθήνα. Και αυτό μας δόθηκε η δυνατότητα να το διαπιστώσουμε κατά την τελευταία επίσκεψή μας στη Συρία.
Χρειάζεται όμως η άσκηση εξωτερικής πολιτικής, ζωντανούς ανθρώπους που βιώνουν την ιστορία και το παρόν. Όχι γραφειοκράτες που κοιτούν το ρολόι τους.