Ένας αιώνας με ιστορικά φορτισμένες μνήμες οι οποίες μας παραδίδονται μέσα από μαρτυρίες και σπάνιο αρχειακό υλικό συμπληρώνεται το 2022 – είναι τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Εκστρατεία και τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Χάρη στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού στο φωτογραφικό χαρτί αλλά και σε κινηματογραφικές μπομπίνες αποτυπώθηκαν στιγμιότυπα της εκστρατείας. Τον Ιούνιο με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα Αρχείων η ΕΡΤ έδωσε τη δημοσιότητα ένα σπάνιο βίντεο – η Συλλογή Μικρασιατικής Εκστρατείας έχει ψηφιοποιηθεί από το Αρχείο της ΕΡΤ.
Επίσης στη δημοσιότητα έχει δοθεί και ένα μικρό δείγμα με φωτογραφίες από τη ζωή των στρατιωτών στο μικρασιατικό μέτωπο.
Το pontosnews.gr διάλεξε μερικές από αυτές και τις παρουσιάζει παράλληλα με την αφήγηση του οπλίτη Χρήστου Καραγιάννη (κλάση 1915, τάγμα Ευζώνων). Οι αναμνήσεις του, σε μορφή ημερολογίου, βρήκαν τον… εκδοτικό δρόμο δύο φορές. Την πρώτη σε ένα βιβλίο χωρίς εξώφυλλο που ανακάλυψε τυχαία ο Φίλιππος Δρακονταειδής σε παλαιοβιβλιοπωλείο της Αθήνας, και τη δεύτερη όταν το εύρημα έγινε εκ νέου βιβλίο με τίτλο Η ιστορία ενός στρατιώτη (1918-1922) – Μια συγκλονιστική μαρτυρία για τις ελληνικές εκστρατείες.
Ο Χρήστος Καραγιάννης (Αρβανίτης από ένα χωριό της Λειβαδιάς, αυτοδίδακτος στα γράμματα, κατά δήλωσή του) ως επιστρατευμένος έλαβε μέρος στις τελευταίες μάχες του Α’ Παγκοσμίου στη βόρεια Ελλάδα (1918), στην εκστρατεία του ελληνικού στρατού στη Ουκρανία (1919), στην είσοδο και προέλαση των ελληνικών σωμάτων στρατού στη Μικρά Ασία (1920-1) και στην κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου (1922).
—
Την άλλη μέρα κιόλας πολλές οικογένειες έφταναν κοντά μας να προστατευτούν από τους Τούρκους. Μαζί τους έφεραν και τρεις Ελληνοπούλες, που οι Τούρκοι είχαν πάρει μαζί τους στα βουνά. Και αφού τις βαρέθηκαν, τους έβγαλαν τα μάτια και τους έκοψαν τα μαλλιά. Κρίμα, τρία όμορφα κορίτσια τυφλά. […] Και μια Ελληνοπούλα, όταν είδε πως οι βάρβαροι παραβίαζαν την εξώθυρα του σπιτιού της, έβαλε εναντίον τους με μάλινχερ, σκοτώνοντας επτά, ένα μπουλούκι. Τραυματίες των επιτεθέντων δεν βρέθηκαν.
Στις 15 Αυγούστου, γιορτή της Παναγίας, εγκαταλείψαμε τα τρένα στον δεύτερο σιδηροδρομικό σταθμό του Αϊβαλί και βαδίσαμε δεκατρείς ώρες συνεχόμενες χωρίς να συναντήσουμε ψυχή. Το πρωί της 16ης, είχε σειρά το 2ο τάγμα να προχωρήσει και να εκτεθεί στον εχθρό. Είχε απομακρυνθεί πολύ λίγο όταν δέχτηκε τα πρώτα πυρά και φούντωσε η μάχη. Το δικό μας τάγμα δεν έλαβε μέρος στη σύρραξη, επειδή ο εχθρός υποχώρησε. Τον καταδιώξαμε συμβαδίζοντας με μια ορειβατική πυροβολαρχία, και πράγμα πρωτοφανές, εμφανίστηκαν δύο τουρκικά αεροπλάνα χωρίς να μας βομβαρδίσουν την ώρα που μπαίναμε στην πόλη Ουσάκ. Βλέπαμε τους Τούρκους πανικόβλητους να επιβιβάζονται σε τρένα που έφευγαν ολοταχώς προς τα βάθη της Τουρκίας. Δυστυχώς όμως γι’ αυτούς, τα ελληνικά αεροπλάνα τους πρόλαβαν, βομβάρδισαν τη σιδηροδρομική γραμμή και τους κράτησαν πίσω.
Λάβαμε σκαπανικά εργαλεία και αρχίσαμε να σκάβουμε τη γη και να φτιάχνουμε χαρακώματα, ζικ ζακ. Γυμνώσαμε το έδαφος κόβοντας τα δάση, ετοιμάζαμε προχώματα, απλώναμε συρματοπλέγματα, δεν σταματούσαμε να σκάβουμε. Και για ξεκούραση τσακίζαμε καμία ψείρα. Εγώ εγκαταστάθηκα στο τηλέφωνο, βοηθούσα όμως και στις δουλειές. Πρώτη φορά παρατηρούσαμε να είναι μήνας Αύγουστος και να κάνει τόσο κρύο που να παγώνει το νερό στα παγούρια μας.
Κάποτε μου ‘πε ένας πως ο ενθουσιασμός είναι σαν τη δροσιά, τρώγεται μονάχα φρέσκος. Αλήθεια είναι το μπούγιο. Εμείς, οι Ρωμιοί δε μάθαμε ακόμα καλά να κάνουμε πόλεμο χωρίς ενθουσιασμό. Τώρα ο πόλεμος είναι αλλιώτικος. Είναι ένα επάγγελμα. Να σκάβεις, να βάλεις σύρματα και να περιμένεις την οβίδα
σου.
Περάσαμε από ένα χωριό που οι ίδιοι οι Τούρκοι το είχαν κάψει και είχαν εκτελέσει διά αγχόνης τρεις Τούρκους πολίτες, τα κουφάρια τους ήταν ακόμα κρεμασμένα στα δέντρα. Τους είχαν χαρακτηρίσει «ελληνόφιλους». Οι χωριάτες που είχαμε αγγαρέψει μοιρολογούσαν πως δεν ανέχονταν τους τσέτες και πως είχαν ζητήσει από το στρατό τους να τους προστατεύσει. Ποιος ξέρει τι έπρεπε να πιστέψουμε.
Τώρα έχω δύο σκέψεις: Μια για την κατάσταση, τι θα γίνει και πώς θα τα βολέψουμε εδώ στα έγκατα της γης, και να περιμένω τηλεγράφημα από το σπίτι μου να μάθω τι γίνεται η άρρωστη γυναίκα μου που γέννησε έναν γιο, άραγε έγινε καλά ή χειροτέρευσε η καημένη; Αυτή η σκέψη με βασανίζει, εδώ μέσα ο
αέρας είναι πάντα υγρός, η ανάσα γίνεται δύσκολη, το σκοτάδι είναι το ίδιο.
Σήκωνα το κεφάλι και κοίταζα τα τμήματα που ήταν μαζεμένα στο απέναντι χωριό και δίπλα μας. Ήταν μια μεγάλη μάζα. Αλίμονο! Οι Τούρκοι μάς είχαν κλείσει σε φάκα σαν να μας είχαν για ποντικούς. Φανταζόμουν τη Βαβυλωνία εκείνων των τμημάτων. Και η μάχη συνεχίστηκε ως τις έντεκα τη νύχτα, όπου δεν βλέπαμε να πυροβολήσουμε.
Σε όλο εκείνο το διάστημα συνέβη του εξής: ούτε είδαμε ούτε ακούσαμε αξιωματικό ή υπαξιωματικό, όπως γινόταν πάντα, να μας φωνάζει ενθαρρυντικά λόγια ή να διατάζει. Μέσα στη νύχτα, όμως, ακούγονταν καθαρά οι πατημασιές των υποχωρούντων αρβυλών. Έβλεπα ο ανόητος, εγώ ο πιστός και φιλότιμος στρατιώτης, τις ανθρώπινες σκιές να ακολουθούν η μία την άλλη, σκιές των ανδρών της διμοιρίας μας, που εγκατέλειπαν το πεδίο.