Με την πρώτη ματιά κάποιος θα απαντούσε «μα φυσικά, χτυπιέται». Αλλά όχι! Το ρήμα χτουπίζω προέρχεται από το αρχαίο ρ. εκτοπίζω = φέρω εκτός τόπου, απομακρύνω.
Χρησιμοποιείται κυριολεκτικά και μεταφορικά με την έννοια του «μαδώ», για παράδειγμα: Έρχομαι χτουπίζω τα μαλλία σ’!, και συνεκδοχικά: χτουπίζω το κεφάλι σ’! (όπως λέμε «θα σου βγάλω τα μαλλιά τρίχα-τρίχα).
Κόβω κάτι από τη ρίζα του: Χτουπίζω το χορτάρι. Μεταφορικά, εκμεταλλεύομαι κάποιον αποσπώντας του π.χ. χρήματα (όπως λέμε «τον μάδησε»). Μεσ. μαδιέμαι: Κλαίει και χτουπίεται (ή χτουπίγεται, ή χτουπίσκεται).