Καλοκαίρι 2022. Μετά τις φετινές παραστάσεις στην Επίδαυρο, έχει ανάψει για άλλη μια φορά η συζήτηση κατά πόσο έχουν χώρο οι καινοτομίες στην αρχαία τραγωδία. Μια ομολογουμένως παλαιού τύπου συζήτηση και κόντρα, που εδώ και δεκαετίες έχει καταντήσει αρκετά κουραστική.
Αν η παράσταση έχει λόγο ύπαρξης, δεν έχει ανάγκη την ταμπέλα «μοντέρνα» ή «κλασική».
Και αν αυτά γίνονται και λέγονται το 2022, φανταστείτε τι σεισμός είχε σημειωθεί στην Επίδαυρο το 1982. Σαράντα χρόνια πριν, όταν το ΚΘΒΕ παρουσίασε στο αργολικό θέατρο την Ελένη του Ευριπίδη: Ένα έργο που από τη φύση του προκαλεί πολλές συζητήσεις, αφού δεν μπορεί κάποιος να πει αν είναι δράμα ή κωμωδία.
Από την άλλη, η παράσταση που είχε σκηνοθετήσει ο Ανδρέας Βουτσινάς είχε για πρώτη φορά σύγχρονα σκηνικά, όπως σιντριβάνια και επιγραφές από νέον, μια στιγμιαία γυμνόστηθη εμφάνιση της Λυδίας Φωτοπούλου και το διχασμό των θεατών. Στο φινάλε η υπόκλιση του σκηνοθέτη, κρατώντας στην αγκαλιά του το αγαπημένο του σκυλάκι, τη Μίκα, κόντεψε να γκρεμίσει το θέατρο.
Από το Χαρτούμ στο Μπρόντγουεϊ
Είμαστε στο 1951, και ο 19χρονος Ανδρέας Βουτσινάς βρίσκεται στο άγνωστό του Λονδίνο. Γεννημένος στο Χαρτούμ του Σουδάν στις 22 Αυγούστου 1932, γιος του Άγγελου και της Αναστασίας Βουτσινά (Κεφαλλονίτες και οι δύο), είχε βιώσει την περιπλάνηση από τα 5 του. Τότε που με τη μητέρα του ήλθε στην Ελλάδα, το 1937. Δύο χρόνια αργότερα επέστρεψε και ο πατέρας του, και μετέτρεψε την περιουσία του σε ομόλογα του ελληνικού κράτους. Ξέσπασε ο πόλεμος και τα ομόλογα «κουρεύτηκαν» 100%, αλλά ο πατέρας του είχε την ευκαιρία να εργαστεί σε έναν φούρνο της γειτονιάς στην Κυψέλη –γιατί είχε δανείσει στον φούρναρη 200.000 δραχμές–, και έτσι η οικογένεια δεν πείνασε όπως άλλες.
Στη βρετανική πρωτεύουσα, ο νεαρός πέρασε τις εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του θεάτρου Old Vic και αργότερα συνέχισε στο Douglas School of Dramatic Art. Το εισιτήριό του ήταν ένας μονόλογος από τον Ριχάρδο Β΄ που του είχε διδάξει ο Κάρολος Κουν.
Και μια μικρή λεπτομέρεια: Ο νεαρός Ανδρέας δεν ήξερε τότε αγγλικά.
Με το που τελειώνει τις σπουδές του, ακολουθεί το θίασο του Τάιρον Γκάθρι παίζοντας τον αγγελιαφόρο στον Οιδίποδα με τον Τζέιμς Μέισον, στο Φεστιβάλ του Οντάριο. Από εκεί, στη Νέα Υόρκη βρίσκει τον Ελία Καζάν, ο οποίος τον στέλνει στα μαθήματα του Λι Στράσμπεργκ. Γίνεται ο πιο αφοσιωμένος μαθητής, ανάμεσα στους Μέριλιν Μονρό, Τζέιμς Ντιν, Μάρλον Μπράντο, Πολ Νιούμαν.
Το 1957 περνά τις εξετάσεις ανάμεσα σε 1.500 άτομα και αναγορεύεται σε Lifetime Member του Actor’s Studio. Μεγαλεία μεν, αλλά ο ίδιος ζει σ’ ένα δωματιάκι στη West 46th Street και δουλεύει delivery. Οι πρώτοι ρόλοι έρχονται, και στην συνέχεια ο Καζάν τον κάνει βοηθό του.
The boyfriend of Jane Fonda
Νωρίτερα, και συγκεκριμένα το 1953, ο Βουτσινάς παντρεύτηκε με πολιτικό γάμο στο Λονδίνο την Αρτέμιδα Παπαστρατή. Απέκτησαν την ίδια χρονιά τον Μάριο, ο οποίος γεννήθηκε στο Παρίσι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής της μητέρας του στην Ελλάδα. Ο Ανδρέας τον είδε για πρώτη φορά έντεκα χρόνια μετά, το 1964, όταν η μητέρα του τον πήγε στη Νέα Υόρκη. Ο Βουτσινάς ήταν πλέον δάσκαλος στο Actor’s Studio. Ο γάμος τους δεν ήταν συμβατικός, ούτε κράτησε περισσότερο από μήνες.
Συνδέεται ερωτικά με την Τζέιν Φόντα, προκαλώντας τη μήνη του πατέρα της, και μαζί της κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο το 1962 στο Μπρόντγουεϊ, με το Fun Couple. Παταγώδης αποτυχία – κατεβαίνει σε τέσσερις μέρες. Την ακολουθεί στο Χόλιγουντ, όπου γίνεται ο coach της στις πρώτες της ταινίες.
Έτσι, αυτός που ονειρευόταν μεγάλη καριέρα και Όσκαρ, βρίσκεται στη σκιά των σταρ, «προθερμαίνοντάς» τους.
Μεταξύ άλλων τον Γουόρεν Μπίτι και τη Φέι Ντάναγουεϊ στο Μπόνι και Κλάιντ, την καλή του φίλη Ανν Μπάνκροφτ στο Θαύμα της Αλαμπάμα, με το οποίο πήρε και Όσκαρ. Χάρη στη σχέση της με τον Μελ Μπρουκς, ο Βουτσινάς παίζει το 1968 στους Παραγωγούς. Ο Μπρουκς του ζητά να δημιουργήσει μια γκέι περσόνα, κάτι μεταξύ Ρασπούτιν και Μονρό. Έτσι γεννιέται η «Κάρμεν Γκία», που έκτοτε στις θεατρικές εκδοχές, όταν ξαναπαίζεται, όλοι τον Βουτσινά αντιγράφουν.
Όσον αφορά την Τζέιν Φόντα, την περίοδο της σχέσης τους ο ίδιος είχε διηγηθεί το παρακάτω περιστατικό: «Ζήλευα την Τζέιν, και σε μια περίπτωση ήμουν σίγουρος ότι τα είχε κρυφά με τον μασέρ της, ένα κοντό, χοντρό αντράκι. Μπήκα λοιπόν απροειδοποίητα στο υπνοδωμάτιο κρατώντας ένα μαχαίρι για να τον σκοτώσω, αλλά τελικά είχα κάνει λάθος. Ο μασέρ είχε φύγει στην ώρα του και η Τζέιν κοιμόταν».
Το 1967 αποφασίζει να ιδρύσει στη Γαλλία ένα εργαστήριο στα πρότυπα του Actor’s Studio. Το ονομάζει Théâtre des Cinquante, γιατί την πρώτη μέρα μετράει 50 ηθοποιούς και από εκεί περνάει όλη η αφρόκρεμα του θεάτρου. Παράλληλα σκηνοθετεί σε μικρά θεατράκια αλλά και σε μεγάλες εμπορικές σκηνές.
Οι Γάλλοι τον έλεγαν «μαιευτήρα», χαρακτηρίζοντας έτσι την τεχνική του να κάνει τον ηθοποιό να γεννάει το ρόλο. Η Φέι Ντάναγουεϊ έγραψε στη βιογραφία της ότι ο Βουτσινάς τής έμαθε πως «δεν παίζουμε ποτέ τα λόγια ενός ρόλου, αλλά αυτό που υπάρχει κάτω από τα λόγια».
Ο Βουτσινάς και οι Ελληνίδες σταρ
Τα χρόνια του Λονδίνου είχε διδάξει για τις εξετάσεις στο Old Vic έναν μονόλογο σε μια νεαρή Ελληνίδα: Τη Νόνικα Γαληνέα. Έκτοτε έγιναν φίλοι, και ήταν εκείνη που τη δεκαετία του ’70 τον κάλεσε να την σκηνοθετήσει στο θέατρο. Το 1975, στο ΣΙΝΕΑΚ, ο Ανδρέας Βουτσινάς σκηνοθετεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Από εκεί και πέρα σκηνοθέτησε τις μεγαλύτερες Ελληνίδες σταρ: Την Αλίκη Βουγιουκλάκη («Η Αλίκη είναι σπουδαία ηθοποιός μέχρι την πρόβα τζενεράλε. Μετά κάνει αυτά που θέλει ο κόσμος», είχε δηλώσει) και τη Μιμή Ντενίση, αλλά και τη Ζωή Λάσκαρη, που την λάτρευε. Η στενή φιλική και καλλιτεχνική σχέση τους κράτησε σχεδόν 25 χρόνια. Με αφορμή μια παράσταση, που εκείνος της είχε πει να εμφανιστεί γυμνή και εκείνη αρνήθηκε, «τα έσπασαν» και δεν ξαναμίλησαν ποτέ.
Ιστορίες από τη Θεσσαλονίκη
Και αν στην Αθήνα τον έφερε η Νόνικα Γαληνέα, στη Θεσσαλονίκη ήταν η επιμονή της Δέσπως Διαμαντίδου να την σκηνοθετήσει, αρχικά στην Τρελή του Σαγιό και μετά στο Χάρολντ και Μοντ. Στη συμπρωτεύουσα, πάντως, ο Βουτσινάς είχε τους δικούς του ανθρώπους και αισθανόταν πιο ελεύθερος από ό,τι στην Αθήνα: Λυδία Φωτοπούλου, Φιλαρέτη Κομνηνού, Αλεξάνδρα Λαδικού, Νίκος Σεργιανόπουλος.
Με τον Σεργιανόπουλο είχε ζήσει έναν μεγάλο έρωτα. «Δεν πιστεύεις ότι σε αγαπάω;» του είχε πει κάποιο βράδυ σε έναν καβγά, ενώ περπατούσαν στην Εγνατία. «Θα δεις». Ο Βουτσινάς πετάχτηκε και ξάπλωσε στη μέση του δρόμου. Τα αυτοκίνητα σφύριζαν προσπαθώντας να τον αποφύγουν.
Ο Σεργιανόπουλος τον κοίταζε αποσβολωμένος. «Εκείνο που μου έκανε εντύπωση είναι ότι συνέχιζε να με κοιτάζει. Στη θέση του θα ξάπλωνα κι εγώ ή θα κοίταζα να τον προστατεύσω», είχε πει σε συνέντευξή του. Όσο για το τέλος της σχέσης τους, ο Βουτσινάς υποστήριζε ότι ο Σεργιανόπουλος ήταν δύσκολος χαρακτήρας και συχνά τιμωρούσε τον εαυτό του με κατανάλωση αλκοόλ.
https://www.youtube.com/watch?v=QQVBlLsakoM
Όλη του η αλήθεια
Εκκεντρικός για πολλούς, άνθρωπος των αντιθέσεων, ο Ανδρέας Βουτσινάς δεν έκανε πότε κάτι που δεν πίστευε, μόνο και μόνο για να εντυπωσιάσει. Έστω και αν σε κάποιους φαινόταν υπερβολικό. Η αλήθεια είναι ότι στην Ελλάδα, κυρίως οι κριτικοί δεν τον έχουν ακόμα αναγνωρίσει, όπως στο εξωτερικό.
Ο ίδιος δεν έβαζε κουτάκια σε ανθρώπους και δουλειές. Μπορούσε να σκηνοθετήσει από τραγωδία μέχρι πρόγραμμα σε νυχτερινό μαγαζί, όπως είχε γίνει τη δεκαετία του ’80 στη «Λεωφόρο», με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη. Ήταν η πρώτη φορά που συνέβη κάτι τέτοιο στη νυχτερινή διασκέδαση.
Ο Ανδρέας Βουτσινάς έφυγε από τη ζωή στις 8 Ιουνίου 2010. Είχε εκφράσει την επιθυμία η σορός του να καεί και η στάχτη να διασκορπιστεί στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου: «Θέλω να μπαίνω στα ρουθούνια των κακών ηθοποιών και να φταρνίζονται την ώρα που παίζουν» έλεγε. Κεφαλλονίτης ως το τέλος.