Η φωτογραφία-ντοκουμέντο που υπάρχει από αυτό το ταξίδι προσφυγιάς είναι εμβληματική. Το κλικ έγινε στις 16 Αυγούστου 1993. Ο ηλικιωμένος Δημήτρης Μαβίδης κρατάει τη λύρα του καθισμένος στο κατάστρωμα πλοίου που διασχίζει τον Βόσπορο. Οι υπόλοιποι κοιτούν την Κωνσταντινούπολη, όμως εκείνος τους έχει γυρισμένη την πλάτη, παίζοντας το θρήνο της Άλωσης. Ή το θρήνο της μοίρας του ελληνισμού, και αυτού που έφυγε και αυτού που έμεινε πίσω.
Το πλοίο ήταν το «Viscountess M» της Marlines και στο τιμόνι βρισκόταν ο καπτά-Γιώργης Σαμιωτάκης, ο οποίος έφυγε από τη ζωή τον Νοέμβριο του 2011.
Ήταν ένας από αυτούς που έγραψαν το όνομά τους στην επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας», η οποία διοργανώθηκε από την ελληνική κυβέρνηση για τον απεγκλωβισμό Ελλήνων που απειλούνταν από τις πολεμικές συγκρούσεις στην Αμπχαζία.
Οι ομογενείς αποχώρησαν την τελευταία στιγμή, αφού περίπου έναν μήνα αργότερα οι αμπχαζιανές δυνάμεις κατέλαβαν το Σουχούμ, με απολογισμό χιλιάδες νεκρούς. Οι περισσότεροι, βέβαια, δεν δέχθηκαν να ταξιδέψουν είτε γιατί δεν άντεχαν την κοινωνική υποβάθμιση της προσφυγοποίησης, είτε γιατί πίστευαν ότι ο πόλεμος θα τέλειωνε σύντομα – είτε γιατί θα ήταν η τέταρτη κατά σειρά προσφυγιά που θα βίωνε ο συγκεκριμένος πληθυσμός μέσα σε 70 χρόνια.
Ήδη οι νεκροί Έλληνες στον πόλεμο της Αμπχαζίας υπολογίζεται ότι ξεπερνούσαν τους 200.
Το «Viscountess M» μπήκε στο Σουχούμ, στο κατεστραμμένο του λιμάνι, την ημέρα που γιορτάζεται το Πάσχα του καλοκαιριού: τον Δεκαπενταύγουστο του 1993. Στη γέφυρα του πλοίου ο Γιώργος Σαμιωτάκης, ο οποίος μετέφερε και ομάδα Ελλήνων κομάντο που είχαν ντυθεί καμαρότοι και ναύτες υπό τις διαταγές του αντιπλοίαρχου του Πολεμικού Ναυτικού Βασίλη Ντερτιλή. Η επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας», υπό την πολιτική ευθύνη της υφυπουργού Εξωτερικών Βιργινίας Τσουδερού, βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη.
Στο βιβλίο Παρευξείνιος διασπορά – Οι ελληνικές εγκαταστάσεις στις βορειοανατολικές περιοχές του Εύξεινου Πόντου (εκδ. Κυριακίδη), ο Βλάσης Αγτζίδης περιγράφει τους επιβαίνοντες στο πλοίο της προσφυγιάς· ο ιστορικός ήταν κι αυτός ανάμεσά τους. Το 83% είχε εξοριστεί στην κεντρική Ασία από τους σταλινικούς και ξεκίνησε από το μηδέν μια νέα ζωή στην Αμπχαζία μετά την αποσταλινοποίηση. Η πλειοψηφία των αρχηγών των οικογενειών είχε γεννηθεί στο Σοχούμι και στις γύρω περιοχές.
Η ένταση μεταξύ Γεωργίας και Αμπχαζίας είχε αρχίσει να εκδηλώνεται από το 1970. Τότε η Μόσχα πίεζε την Τιφλίδα να ρίξει τις τιμές στα φρούτα και στο κρασί που προμηθευόταν η Ρωσία. Το 1988 οι προστριβές πήραν το χαρακτήρα αγώνα ανεξαρτησίας της Αμπχαζίας από τη Γεωργία. Το 1992 η διαμάχη κορυφώθηκε όταν κατά τη διάρκεια επίσκεψης αντιπροσωπείας της Γεωργίας στην Αμπχαζία, αυτονομιστές της περιοχής έστησαν ενέδρα στη αποστολή της Γεωργίας.
Και όσο η ακόμα μια ξεριζωμένη Ελλάδα προσπαθούσε να σταθεί ξανά στα πόδια της, όσοι έμειναν πίσω ήταν όμηροι της γενικότερης κατάστασης στον Νότιο Καύκασο.
Στο ίδιο έργο του ο Βλάσης Αγτζίδης αναφέρει ότι στις 4 Νοεμβρίου 1993, λίγους μήνες μετά την επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας», πολυεθνική ομάδα κακοποιών, μισθοφόρων στον αμπχαζιανό στρατό, εκτέλεσε 18 Έλληνες κατά τη διάρκεια επιδρομής στο ελληνικό χωριό Όντισι (πρώην Άκαπα, και μετά Κωνσταντίνοφκα). Μαζί με αυτούς δολοφονήθηκαν και δύο Αρμένιοι και ένας Αμπχάζιος. Τα πτώματα τα συγκέντρωσαν σε ένα σπίτι στο οποίο έβαλαν φωτιά.
«Η σφαγή ήταν προμελετημένη και αφορούσε στην αίσθηση περί λαφύρων που είχαν οι φιλοαμπχαζιανές άτακτες ομάδες» εξηγεί ο Βλάσης Αγτζίδης, τονίζοντας ότι επρόκειτο για προσπάθεια εκκαθάρισης του χωριού από το ελληνικό στοιχείο. Οι επιζήσαντες ανέφεραν ότι η ομάδα εκτελούσε εντολές μουσουλμανικών κύκλων του Βορείου Καυκάσου κυρίως, αντιπολιτευόμενων προς τον πρόεδρο Άρτσιμπα, οι οποίοι έβλεπαν ανταγωνιστικά την παρουσία του ελληνικού πληθυσμού.
Η σφαγή στο Όντισι προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση για την αδράνεια της ελληνικής κυβέρνησης και την αδυναμία της να προστατεύσει τον πληθυσμό που παρέμενε στην Αμπχαζία.