Το Νοσοκομείο Μπαλουκλί (Βαλουκλή) είναι –με μεγάλη διαφορά από τα υπόλοιπα– το μεγαλύτερο και το πιο εύπορο από τα βακούφια (ευαγή ιδρύματα) της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Τουρκίας.
Πήρε το όνομά του από τη γειτονική μονή της Ζωοδόχου Πηγής, που με τη σειρά της ονομάστηκε έτσι λόγω των ψαριών που ζουν στο ομώνυμο αγίασμα. Είναι γνωστή η παράδοση για τα ψάρια (Balık) που έπεσαν στην πηγή από το τηγάνι του καλόγερου που δεν πίστευε ότι η πόλη αλώθηκε.
Το νοσοκομείο Μπαλουκλί, λοιπόν, βρίσκεται στην περιοχή Ζεϊτίνμπουρνού, λίγο έξω από το νοτιοδυτικό τμήμα των χερσαίων τειχών της Κωνσταντινούπολης, καλύπτει μια μεγάλη έκταση και αποτελείται από σειρά κτηρίων στα οποία μοιράζονται η διοίκηση και οι διάφορες κλινικές του.
Το κτήριο, ωστόσο, στο οποίο ξέσπασε η φωτιά από άγνωστη μέχρι στιγμής αιτία, προκαλώντας πολύ μεγάλες καταστροφές, είναι αυτό που έχει την μεγαλύτερη αξία –συναισθηματική και λειτουργική– για τη Ρωμιοσύνη της Πόλης.
Στο περιποιημένο κτήριο με τα ψηλά ταβάνια, τους φαρδείς διαδρόμους και τα ωραία κλιμακοστάσια στεγάζονταν μέχρι σήμερα, σε μικρότερους ή μεγαλύτερους, αλλά πάντα προσεγμένους και καθαρούς θαλάμους, περίπου 100 γέροντες και γερόντισσες. Ρωμιοί και Ρωμιές όλοι τους, που διάλεξαν (μόνοι τους ή και με πρωτοβουλία των συγγενών τους) να περάσουν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους σε αυτήν τη γωνιά της Κωνσταντινούπολης, έχοντας παρέα ανθρώπους της γενιάς τους και τις πλούσιες τις αναμνήσεις της νιότης τους –όσοι τουλάχιστον είχαν ακόμη τη μνήμη τους ζωντανή–, αλλά και τη φροντίδα και την αγάπη των εργαζομένων στο γηροκομείο, το οποίο υπήρξε πρότυπο και πρωτοπόρο για πολλά χρόνια στο παρελθόν.
Στο ημιισόγειο του ίδιου κτηρίου, επίσης, στεγάζονταν οι τρόφιμοι της ψυχιατρικής κλινικής, κομμάτια από ξεχασμένες ιστορίες και εκείνοι.
Όλους αυτούς τους ανθρώπους σκέφτομαι σήμερα. Γνωστοί άλλωστε οι περισσότεροι, τουλαχιστον εξ όψεως, από τις πολλές επισκέψεις μας κατά καιρούς στο γηροκομείο. Χριστούγεννα για να πούμε τα κάλαντα με το Ζωγράφειο και τον Γιάννη Δεμιρτζόγλου, κοντά στο Πάσχα για γεύμα αγάπης μαζί με το σύλλογο των καθηγητών, με μαθητές από τα σχολεία κατά τη διάρκεια του χρόνου για να τους φέρουμε δώρα και χαρά, αλλά και για να γνωρίζουν οι Ρωμιοί μαθητές μας τις ρίζες και το άμεσο παρελθόν τους. Κάποιους τους θυμάμαι ενεργούς στην κοινωνία της Πόλης. Επαγγελματίες, δάσκαλοι, ψάλτες, παπάδες, που όταν πια δεν γινόταν να ζήσουν μόνοι τους επέλεξαν (ή κατέληξαν) στο Μπαλουκλί.
«Θέλω να πεθάνω ανάμεσα σε δικούς μου ανθρώπους», μου είπε κάποτε κάποιος ένοικος, «γι’ αυτό ήρθα εδώ. Θυμάμαι τα νιάτα μου στο νησί, τότε παντού μιλούσαμε ελληνικά», μου τόνισε. «Σε ποιο νησί ήσαστε;», τον ρώτησα. «Στην Πρίγκηπο» μου είχε πει. «Στο Μακροχώρι γεννήθηκα μα μεγάλωσα στην Πρίγκηπο, στο Ορφανοτροφείο». Δεν έκανα άλλες ερωτήσεις, μόνο γλυκόπικρες σκέψεις και συνειρμούς για την μοίρα των ανθρώπων.
Οι άνθρωποι αυτοί έζησαν έναν ξεριζωμό, μια βίαιη και αναγκαστική αναχώρηση από το χώρο όπου ζουν, «πρόσφυγες» μέσα στον ίδιο τους τον τόπο.
Ο Θεός να τους δίνει δύναμη και μακάρι να μπορέσει σύντομα να γίνει η επισκευή του καμένου κτηρίου και να επιστρέψουν πίσω σε αυτό που οι ίδιοι θεωρούν σπίτι τους, κοντά σε ανθρώπους που αγάπησαν σαν την ευρύτερή οικογένειά τους.
Γιάννης Γιγουρτσής