H ζωή του μπορούσε, κάλλιστα, να είναι σενάριο μελό ταινίας, σαν αυτές για τις οποίες ο κόσμος γέμιζε ασφυκτικά τις συνοικιακές αίθουσες στα 50s και 60s. Ορφανός από πατέρα, παλεύει στη ζωή του και τα καταφέρνει. Και όταν έρχεται η στιγμή για κάτι μεγάλο και σπουδαίο, το παιχνίδι χάνεται άδικα. Όχι όμως καταστροφικά, γιατί ο Τώνης Μαρούδας και μετά το international στραπάτσο, έκανε και σπουδαία καριέρα και έζησε μια σχετικά σύντομη οικογενειακή ζωή. Ας αρχίσει η ιστορία…
Πείσμα και ταλέντο
1936. Χρόνια ταραγμένα, φτωχικά και δύσκολα. Ο 16χρονος Αντώνης Μαρούδας καταφθάνει στην Αθήνα από την Πάτρα. Έχει όνειρα, φιλοδοξίες και ραμμένες στη φόδρα του σακακιού του 100 δραχμές.
Ο νεαρός άντρας έχει βιώσει την κακή πλευρά της ζωής από δύο χρονών, όταν πέθανε ο πατέρας του. Εξαιτίας της φτώχειας του, δεν κατάφερε να τελειώσει το Δημοτικό. Διπλό στίγμα: Ορφανός και αγράμματος.
Ωστόσο, όχι μόνο έμαθε μόνος του να γράφει και να διαβάζει, αλλά πέτυχε να μιλάει άπταιστα και τη γαλλική γλώσσα.
Και μέσα στον καθημερινό αγώνα για την επιβίωση γεννιέται και ένα όνειρο: Το τραγούδι. Μάλιστα έψελνε στην εκκλησία, ενώ ήταν και μέλος του «Ορφέα», μια από τις πιο γνωστές χορωδίες της Πάτρας.
Στην Αθήνα ρίχνεται στο κυνήγι του τραγουδιού. Και την επόμενη χρονιά, το 1937, κάνει τις δύο πρώτες ηχογραφήσεις σε δίσκους 78 στροφών. Ήταν τα δυσεύρετα σήμερα «Χαβάνα» και «Η γυναίκα ξέρει». Και εκεί αρχίζει η καριέρα του, που όμως θα διακοπεί λόγω της κατοχής.
Η επανεκκίνηση και ο θρίαμβος
Βρισκόμαστε στο 1946. Ο πόλεμος και ο εμφύλιος που ακολούθησε, έφεραν τα πάνω κάτω και στο χώρο του τραγουδιού. Ο Μαρούδας προσπαθεί πρωτίστως να επιβιώσει και βέβαια να κάνει την όποια καριέρα μπορούσε. Και η συνεργασία του με τον Μιχάλη Σουγιούλ κάνει την επανεκκίνηση στην καριέρα που τον οδηγεί στην κορυφή. Και με ένα σπουδαίο, διαχρονικό τραγούδι.
Για την ιστορία είχε ηχογραφηθεί, δύο χρόνια νωρίτερα, το 1944 με τη Δανάη. Αλλά τεράστια επιτυχία έγινε με τον Μαρούδα. Και από εκεί αρχίζει το σερἰ των επιτυχιών.
«Εγώ θα κόψω το κρασί», «Δε φταις εσύ», «Λάθος η αγάπη μας», «Γελάς», «Δυο φορές μ’ έχεις γελάσει», «Όνειρα», «Χθεσινή μου άγνωστη», «Απόψε η φαντασία μου γελά», «Μια φορά αγαπάς».
«Κώστα, φέρε πιλάφια στον κύριο»
Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ο Μαρούδας ήταν από τους πρώτους σταρ του τραγουδιού στην μεταπολεμική Ελλάδα. Το ορφανό, φτωχό, αγόρι από την Πάτρα τραγουδάει στα κοσμικότερα κέντρα των Αθηνών και όχι μόνο. Το 1953 βρίσκεται στην Αίγυπτο. Εκεί που κυριαρχούσε ο Ελληνισμός αλλά και τα καλύτερα στούντιο της Μεσογείου.
Τι σχέση έχει το τελευταίο; Αρκετοί Έλληνες ηθοποιοί πήγαιναν περιοδεία στη χώρα. Και αφού υπήρχαν τα καλά στούντιο, με τα φτηνά εργατικά, γυρίζανε και καμιά ταινία. Όπως ο Βασίλης Λογοθετίδης με την Ίλυα Λυβικού που γύρισαν 3 ταινίες στα αιγυπτιακά στούντιο. Μια από αυτές ήταν η Σάντα Τσικίτα. Εκεί λοιπόν εμφανίζεται και ο Μαρούδας. Με ένα κλασικό τραγούδι και μια κλασική σκηνή, μετά το τέλος του επί οθόνης.
Συναγερμός: Η Σοφία Λόρεν είναι εδώ
Όλα ξεκίνησαν από τον Σπύρο Σκούρα. Ένα πανέξυπνο Πυργιώτη μετανάστη, που εκείνη την περίοδο ήταν ο CEO –που θα λέγαμε σήμερα– της 20th Century Fox. Εκεί έγραψε ιστορία για να αποκαθηλωθεί στις αρχές των 60s εξαιτίας της Κλεοπάτρας. Εξαιτίας του Σκούρα λοιπόν, γυρίστηκε η πρώτη αμερικανική ταινία επί ελληνικού εδάφους. Το 1956 η χώρα μας προσπαθεί να συνέλθει από την κατοχή και τον εμφύλιο. Από την άλλη το δίπτυχο ήλιος-θάλασσα έπρεπε να γίνει γνωστό και στο εξωτερικό. Υπήρχαν κάποια πρακτικά προβλήματα, αλλά τα ντόπια φτηνά μεροκάματα –όπως λέγαμε πιο πάνω για την Αίγυπτο– σε συνδυασμό με την παρθένα φυσική ομορφιά, βοηθούν πολύ.
Επιλέγεται η Ύδρα, που μέχρι τότε ήταν ένα άγνωστο νησί στο διεθνές κοινό και σχετικά κοντά στην πρωτεύουσα. Στο νησί, η ταινία Το Παιδί και το δελφίνι γυρίστηκε από τα τέλη Σεπτεμβρίου 1956 έως τις αρχές Νοεμβρίου κι έπειτα στα Μετέωρα ως τις αρχές Δεκεμβρίου.
Στην Ύδρα δούλευε ένα πολυπληθές συνεργείο από Ιταλούς ειδικούς της Τσινετσιτά και Έλληνες τεχνικούς, προκειμένου να τελειώσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα όλα τα εξωτερικά γυρίσματα πριν χαλάσει ο καιρός και αρχίσουν τα κρύα, αφού κατά το σενάριο, όλα έγιναν κάποιο καλοκαίρι. Ευτυχώς όλο τον Οκτώβριο είχε ήλιο.
Τα γραφεία της διοίκησης και το λογιστήριο είχαν εγκατασταθεί στο πλοίο «ΕΡΜΗΣ» του Ποταμιάνου που ήταν αγκυροβολημένο στο Μανδράκι. Όλο το προσωπικό έμενε στο πλοίο, όπως και οι δύο από τους τέσσερις πρωταγωνιστές. Οι υπόλοιποι δύο πρωταγωνιστές, ο Άλαν Λαντ και η Σοφία Λόρεν, έμεναν ο μεν πρώτος στο κότερο «ΔΑΦΝΗ», η δε Σοφία Λόρεν σε ένα αρχοντικό του νησιού, όπου την επισκεπτόταν τακτικά ο σύζυγός της, ο διάσημος παραγωγός ταινιών Κάρλο Πόντι. Η σωσίας της Σίλα Γκαμπέλ έμενε στο «ΕΡΜΗΣ». Ανάμεσα στους Έλληνες που δούλεψαν στην παραγωγή ήταν ο Κώστας Ταχτσής που είχε προσληφθεί ως βοηθός του σεναριογράφου Άιβαν Μόφατ και ο Θανάσης Βέγγος ως τεχνικός στο συνεργείο. Στο κάστινγκ ήταν και ο Αλέξης Μινωτής που έκανε τον αστυνομικό. Συχνά ερχόταν να του κρατήσει συντροφιά η Κατίνα Παξινού, όπου έπαιζαν τάβλι σε ένα από τα καφενεδάκια της παραλία.
Τι είναι αυτό που το λένε πνευματικά δικαιώματα
Λίγο πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, η Σοφία Λόρεν βρίσκεται στην Καστέλα. Και εκεί σε ένα κέντρο, ακούει τον Τώνη Μαρούδα να τραγουδάει μια νέα του επιτυχία: Το «τι είναι αυτό που το λένε αγάπη». Η Ιταλίδα ηθοποιός μαγεύεται και από τον Μαρούδα και από το τραγούδι. Και αποφασίζει να μπει στην ταινία, όπου το τραγουδάει η ίδια και μάλιστα στα ελληνικά. Δασκάλα της και στο τραγούδι και στη γλώσσα γίνεται η Μάγια Μελάγια.
Η συγκεκριμένη εκτέλεση υπάρχει σε ένα πραγματικά δυσεύρετο δίσκο 45 στροφών με ακόμα τρία τραγούδια της Σοφίας από άλλες κινηματογραφικές ταινίες. Το δισκάκι πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα.
Τη μουσική στο τραγούδι «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη» έχει γράψει ο Τάκης Μωράκης και τους στίχους η Δανάη Στρατηγοπούλου, η οποία κατά δική της δήλωση τους χάρισε στον Γιάννη Φερμάνογλου και έτσι υπογράφηκε στη δισκογραφία από εκείνον.
Τι έμεινε για τους Έλληνες δημιουργούς; 5.000 δολάρια που πήραν για να παραχωρήσουν τα δικαιώματα για ένα τραγούδι που μεταφράστηκε σε αρκετές γλώσσες και πούλησε πάνω από 2.5 εκατομμύρια αντίτυπα.
Και δεν ήταν μόνο οι τεράστιες οικονομικές απώλειες, αλλά και η πιθανότητα εκμετάλλευσης όλου αυτού του θριάμβου με μια πιθανή διεθνή καριέρα. Ειδικά ο Μαρούδας που το στιλ του τραγουδιού που υπηρετούσε, έκανε θραύση τότε στο εξωτερικό.
Λυπηρό, αλλά από την άλλη ποιος ήξερε στην Ελλάδα του 1956, τα περί πνευματικών δικαιωμάτων και δη σε παγκόσμιο επίπεδο;
Όσον αφορά το φιλμ και τη Λόρεν, δεν έγινε τεράστια επιτυχία αλλά βοήθησε στην προβολή της χώρας μας στο εξωτερικό. Για την ιστορία, η πρεμιέρα της ταινίας έγινε στη Νέα Υόρκη και είχε φιλανθρωπικό χαρακτήρα για τα ορφανά της χώρας μας.
Και η ζωή συνεχίζεται
Και μπορεί η διεθνή καριέρα του Τώνη Μαρούδα να μην ξεκίνησε ποτέ, όμως παρέμεινε άρχοντας στη χώρα του. Και με συνεχόμενες επιτυχίες.
Και μετά στα 60s που άρχισαν να βγαίνουν άλλα μουσικά είδη, ο Τώνης Μαρούδας πέρασε διακριτικά σε άλλα μονοπάτια, πιο χαμηλόφωνα. Ούτως ή άλλως ο ίδιος ποτέ δεν αισθάνθηκε σταρ και δεν την «ψώνισε» με τις πρωτιές. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ τον είχαν μουσικά αλλά και σε δημοφιλία αντίπαλο με τον Νίκο Γούναρη, οι δυο τους ήταν πολύ καλοί φίλοι και διασκεδάζανε με την «κόντρα» που τους ήθελαν τα μμε της εποχής τους.
Και μετά στην λαίλαπα της μεταπολίτευσης, που «ξηλώθηκαν» ανόητα μουσικά είδη και άνθρωποι, ο Μαρούδας έχαιρε εκτίμησης και από νεότερους συναδέλφους του, που τους είχε ανοίξει το δρόμο για τις δικές τους καριέρες.
Έφυγε σαν σήμερα, το 1988 χτυπημένος από καρκίνο, μόλις στα 68 του. Έζησε διακριτικά, μακριά από τα φώτα με τη σύζυγο του Ερασμία και τους δυο γιους του, τον Τάκη και τον Μιχάλη. Από το 2009 ο Δήμος Πατρέων διοργανώνει προς τιμήν του τριήμερες εκδηλώσεις, τα «Μαρούδεια – Τι ‘ναι αυτό που το λένε αγάπη».
Σπύρος Δευτεραίος