Η Χριστίνα Κυριακίδου είναι μια από τις μετρημένες στα δάχτυλα γυναίκες, που παίζουν κεμεντζέ σε επαγγελματική βάση και τραγουδούν ποντιακά. Από μικρό κορίτσι η κρεμασμένη στον τοίχο λύρα –χαρακτηριστική εικόνα ποντιακού σπιτιού– την καλούσε και την προκαλούσε να γίνει κτήμα της και να συνεχίσει την παράδοση της οικογένειας, βαδίζοντας τους μουσικούς δρόμους που διήνυσε ο προπάππους της στο Καπίκιοϊ του Πόντου.
Με μουσικό συνοδοιπόρο την αδελφή της Αθηνά η οποία παίζει νταούλι και τραγουδάει επίσης, κατάφερε να εδραιωθεί σε έναν αυστηρά ανδροκρατούμενο χώρο.
Παράλληλα η τόλμη της κατάφερε και να εμπνεύσει νεαρά κορίτσια στην εκμάθηση της κεμεντζέ, του έγχορδου τοξωτού μουσικού οργάνου που έχει συνδεθεί όσο κανένα άλλο με την ποντιακή παράδοση. Για όλα αυτά μίλησε στο pontosnews.gr, στη συνέντευξη που ακολουθεί.
Ποια ήταν η πρώτη σας ανάμνηση σχετικά με την ποντιακή μουσική;
Από τις πρώτες αναμνήσεις που έρχονται στο μυαλό μου, είναι αυτή με τη γιαγιά μου να τραγουδάει ποντιακά τραγούδια μέσα στο σπίτι, έξω στον δρόμο, όταν φρόντιζε τον κήπο, ό,τι κι αν έκανε. Άλλη μια ανάμνηση είναι η εικόνα του πατέρα μου να παίζει λύρα και εγώ με την αδελφή μου να παίζουμε τριγύρω του.
Θυμάμαι τη λύρα μας κρεμασμένη στον τοίχο να με προκαλεί να ανέβω στην καρέκλα και να την πάρω στα χέρια μου!
Ο πρώτος λυριτζής στην οικογένεια ήταν ο προπάππος μου Ευστάθιος Ανδρεάδης. Πέθανε πολύ νέος λίγα χρόνια μετά που ήρθε στην Ελλάδα από το Καπίκιοϊ του Πόντου και τον έθαψαν μαζί με την αγαπημένη του λύρα! Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον με πολλή μουσική, τραγούδι και χορό.
Ήμουν τυχερή γιατί και οι δύο μου γιαγιάδες είναι καλλίφωνες και τους αρέσει να τραγουδούν. Η μητέρα μου είναι Γρεβενιώτισσα με βλάχικες ρίζες. Έτσι θυμάμαι την γιαγιά Αθηνά να μου τραγουδάει το «Σουμέλα λεν την Παναγιά» και τη γιαγιά μου Μαρία «το Μαρία λεν την Παναγιά». Το ίδιο νόημα, με διαφορά όμως στην διάλεκτο και στην μουσική. Αγαπώ εξίσου και τις δυο ρίζες μου. Θυμάμαι το πρώτο τραγούδι που τραγούδησα πως ήταν «το σεράντα μήλα κόκκινα», εννοείται πολύ πριν μάθω γραφή και ανάγνωση!
Από πότε ξεκινήσατε να παίζετε κεμεντζέ;
Τα πρώτα μου μαθήματα άρχισαν σε ηλικία 12 χρονών και πολύ σύντομα ξεκίνησα να παίζω παραδοσιακούς σκοπούς. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι υπήρχε η εξοικείωση με το όργανο από μικρή ηλικία, είχα ακούσματα και ασφαλώς και τα βιώματα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Ανά διαστήματα έκανα κάποια ιδιαίτερα μαθήματα, δάσκαλοι μου ήταν ο Στάθης Παρχαρίδης, Νίκος Κοταρίδης, Νίκος Γαβριάς, Γιώργος Σοφιανίδης και ο Τάκης Σαχινίδης!
Η πρώτη μου εμφάνιση σε κοινό ήταν σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων, συγκεκριμένα στις πολιτιστικές εκδηλώσεις του χωριού μου στον Άγιο Γεώργιο Γρεβενών.
Η δημόσια έκθεση μού προκάλεσε πανικό και έκανα μέρες για να το ξεπεράσω, δεν μου άρεσε καθόλου η εμφάνιση μπροστά σε κόσμο. Είχα πολύ άγχος, θυμάμαι ότι έτρεμαν τα χέρια και τα πόδια μου.
Έκτοτε συμμετείχα σε διάφορες εκδηλώσεις συνοδεύοντας χορευτικά τμήματα και θεατρικές παραστάσεις πότε μόνη και πότε με την αδελφή μου Αθηνά. Ένα από τα παιδικά μας παιχνίδια με την αδερφή μου ήταν να τραγουδάμε και να παίζουμε μουσική, μια συνήθεια που δεν εγκαταλείψαμε ποτέ. Από τότε μέχρι σήμερα δεν άλλαξαν και πολλά στη σχέση μας, συναντιόμαστε, τσακωνόμαστε, συμφιλιωνόμαστε ξανά στο πεντάλεπτο και συνεχίζουμε να διατηρούμε την ίδια αγάπη, τον ενθουσιασμό και θέλω να ελπίζω τον πρέποντα σεβασμό για την μουσική μας παράδοση.
Η πρώτη εντύπωση που δίνετε σε κάποιον που σας ακούει για πρώτη φορά ζωντανά να τραγουδάτε είναι πως το ηχόχρωμα της φωνής σας εμπεριέχει όλα εκείνα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά μιας Πόντιας τραγουδίστριας που ανέπνευσε τον αέρα «τη παρχαρί», και μιλάει τα ποντιακά στην καθομιλουμένη. Πώς συνάδει αυτό με την εικόνα μιας σύγχρονης νέας γυναίκας στην νεοελληνική πραγματικότητα;
Καταρχήν σας ευχαριστώ θερμά, ειλικρινά με τιμά αυτή σας η προσέγγιση! Ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια είναι το «η κόρ’ επήεν σον παρχάρ»! Όταν τραγουδάω αυτό το τραγούδι, ταξιδεύω νοητά σα παρχάρια, και εκεί απές σην δείσαν λοιπόν αναπνέω και λίγο παρχαρί αέρα.
Κατά την άποψή μου δεν υπάρχει παρόν χωρίς παρελθόν. Μάλιστα θεωρώ ότι βρίσκονται σε μία διαλεκτική σχέση, δεδομένου ότι όλες και όλοι αναφερόμαστε στις παραδοσιακές αξίες και στην πολιτιστική μας κληρονομιά. Όμως ως γυναίκα της εποχής μου προσπαθώ να αντλήσω επιλεκτικά εκείνα στοιχεία του παρελθόντος που προσιδιάζουν με τη σύγχρονη πραγματικότητα και ασφαλώς με την προσωπικότητά μου.
Ποια είναι η γνώμη σας για το νεοπαγές φαινόμενο της τραπ μουσικής και ποια είναι η αντιπρότασή σας εάν υπάρχει;
Το φαινόμενο της trap δεν το θεωρώ μουσική σε καμία περίπτωση, είναι αντίθετο στα πιστεύω μου, στις αξίες και στην ιδεολογία μου, με προσβάλει ως γυναίκα και ως ανθρώπινη ύπαρξη. Ίσως κάποιοι/ες θεωρήσουν τα λόγια μου σκληρά και υπερβολικά αυτή όμως είναι η άποψη μου. Η trap θρέφει την πατριαρχία, τον σεξισμό, τον ρατσισμό, και την κακοποιητική συμπεριφορά σε ευάλωτα άτομα και ιδίως στις γυναίκες που υποτιμούνται συστηματικά. Επίσης θέτει ως πρόταγμα τον πλουτισμό με παράνομο τρόπο, το εύκολο χρήμα, και προβάλλει τα ναρκωτικά και την οπλοκατοχή, χρησιμοποιώντας παράλληλα υβριστική φρασεολογία. Για όλους αυτούς τους λόγους θεωρώ ότι αποτελεί αρνητικό πρότυπο για τη νεολαία.
Η «αντιπρόταση» μου απευθυνόμενη στις πιο νεαρές ηλικίες είναι ο μεγάλος μας Χρύσανθος, η παραδοσιακή και η λαϊκή μουσική, αλλά και το ελληνικό hip-hop όπως και η rap που άκουγα και η ίδια σε νεαρή ηλικία και σήμερα πιο σπάνια.
Σε αυτό το είδος υπάρχει ρυθμός και λυρικός λόγος. Συχνά ο στίχος των τραγουδιών της ραπ έχει περιεχόμενο κοινωνικοπολιτικό και μιλάει για τη φτώχεια, τον ρατσισμό, την κοινωνική καταπίεση, φαινόμενα διαχρονικά που μαστίζουν την κοινωνία μας.
Πιστεύετε πως η παράδοση είναι μια εξελικτική διαδικασία και καλώς εμφανίζονται νέες δημιουργίες τα λεγόμενα «νεοποντιακά» τα οποία έχουν αντίκτυπο σε νεαρές συνήθως ηλικίες, ή πρέπει να μπουν κάποιοι κανόνες ώστε ο τεράστιος αυτός πλούτος που μας έχει κληροδοτηθεί να μην απαξιωθεί και να μην φτάσουμε στο σημείο να χάσουμε το ακουστικό μας κριτήριο και τις αναφορές μας;
Ναι, το πιστεύω. Γενικά είμαι υπέρ της εξέλιξης σε όλα τα επίπεδα, φανταστείτε να μην υπήρχε εξελικτική διαδικασία στο ανθρώπινο είδος… θα ήμασταν ακόμα άνθρωποι των σπηλαίων. Επίσης φανταστείτε να μην υπήρχε καμία εξέλιξη και διαφοροποίηση από τις προηγούμενες γενιές, με βεβαιότητα σας λέω πως δεν θα σας μιλούσα τώρα με την ιδιότητα της λυράρισσας.
Πολλά νεοποντιακά τραγούδια που ίσως κατακρίθηκαν στο παρελθόν άντεξαν στην πορεία του χρόνου, άλλα πάλι χάθηκαν. θεωρώ πως όσα άντεξαν ήταν αυτά που είχαν ποιοτικά χαρακτηριστικά και ποντιακό ηχόχρωμα.
Κανόνες θεωρώ πως δεν μπορούν να μπούνε, από ποιους και με ποιόν τρόπο; Άλλωστε, η ποντιακή λύρα άρχισε να παίζεται και από μη Πόντιους, οπότε μελλοντικά θα δούμε και θα ακούσουμε φαντάζομαι διάφορα! Παρόλα αυτά θέλω να είμαι αισιόδοξη. Υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι της γενιάς μου που προσεγγίζουν με σεβασμό τη μουσική μας παράδοση, όμως πολλοί είναι κι εκείνοι που την κακοποιούν και προσπαθούν να την αλλοιώσουν κατά την άποψη μου. Ελπίζω σε νέες δημιουργίες, ποιοτικές, καλαίσθητες, με ηχόχρωμα και θύμησες Πόντου.
Αλεξία Ιωαννίδου
- Όλες τις φωτογραφίες παραχώρησε στο pontonews.gr και για τις ανάγκες του άρθρου η Χριστίνα Κυριακίδου.