Στα νεοελληνικά το ρήμα φουρκίζω αποδίδεται ως θυμώνω, εξοργίζω, εξάπτω κάποιον με πράξεις ή με λόγια. Στην ποντιακή διάλεκτο ωστόσο, σύμφωνα με το Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου, με αυτές τις ίδιες λέξεις αποδίδεται το ρήμα φουρκώνω.
Για την ακρίβεια, διαβάζουμε στο λεξικό του Άνθιμου Παπαδόπουλου: Φουντώνω· καταρχάς θα σήμαινε οργίζομαι, και από την οργή σηκώνονται οι τρίχες μου: «Τα μαλλία μου εφούρκωσαν».
Στο ρήμα φουρκίζω, όμως, η ερμηνεία είναι «πνίγω», είτε διά στραγγαλισμού, είτε στο νερό, είτε από φραγμό του οισοφάγου: Κάτ’ εστάθεν ‘ς σην γούλα μ’ και θα εφουρκίγουμ’νε. Δίνεται μάλιστα και η παροιμία «Αν θα φουρκίεσαι πα, ‘ς σο τρανόν το ποτάμ’ φουρκίγ’» (δλδ. αν είναι να πνιγείς, στο μεγάλο ποτάμι πνίξου – για κάποιον που ζημιώνεται χωρίς σοβαρή αιτία).
Και τα δύο ρήματα προέρχονται από το ουσιαστικό φούρκα (λατινικό furca), που είναι ο ξύλινος πάσσαλος που καταλήγει σε διχάλα, αλλά και η αγχόνη.