Αν και Βρετανίδα –γεννημένη στην Ινδία– κέρδισε 2 Όσκαρ υποδυόμενη Αμερικανίδες: Τη Σκάρλετ Ο’ Χάρα στο Όσα παίρνει ο άνεμος και την Μπλανς Ντιμπουά στο Λεωφορείο ο πόθος.
Και όπως αποδείχθηκε, ξέχωρα από τις σπουδαίες ερμηνείες, όταν τις ενσάρκωνε βρισκόταν σε παρόμοια ψυχοσύνθεση. Την περίοδο της Σκάρλετ ήταν η νεαρή πρωταγωνίστρια που έβλεπε με αισιοδοξία το μέλλον, αν και στο παρόν υπήρχαν θέματα. Όταν υποδύθηκε την Μπλανς, η κατάσταση της ψυχικής κυρίως υγείας της είχε αρχίσει να δείχνει τα δόντια της. Και η ίδια είχε αρχίσει σιγά-σιγά την κατάδυση της.
Αυτή είναι η Βίβιαν Λι, η οποία ήρθε στη ζωή στις 5 Νοεμβρίου 1913.
Μια πυρκαγιά που έφερε τον έρωτα
Και όμως, η καριέρα της μπορούσε να μην είχε ξεκινήσει καν. Αιτία θα ήταν ο πρώτος της σύζυγος, ο δικηγόρος Χέρμπερτ Λι Χόφμαν. Παντρεύτηκαν όταν εκείνη φοιτούσε στη Βασιλική Ακαδημία Θεάτρου του Λονδίνου.
Το ζευγάρι απέκτησε μια κόρη, τη Σούζαν Φάρινγκτον, και… that’ s all. Ο κατά πολύ μεγαλύτερος σύζυγος ήθελε να σταματήσει, εκείνη καταπιεζόταν, αλλά είχε αρχίσει να έχει τις πρώτες της επιτυχίες.
Το 1937 στα γυρίσματα του φιλμ Φλόγες πάνω από την Αγγλία γνωρίστηκαν με τον Λόρενς Ολίβιε. Και προέκυψε κεραυνοβόλος μεν, προβληματικός δε έρωτας, αφού και οι δύο όχι μόνο ήταν παντρεμένοι αλλά οι συζυγοί τους αρνιούνταν πεισματικά να δώσουν διαζύγιο.
Έτσι ξεκίνησε η περίοδος του παράνομου έρωτα, οι πρώτες επιτυχίες, αλλά και τα πρώτα σημάδια για την ψυχική της υγεία.
Συγκεκριμένα ο Ολίβιε της έδωσε το ρόλο της Οφηλίας στο ανέβασμα του Άμλετ στο Old Vic Theatre, αν και πολλοί τον είχαν κατηγορήσει για εκείνη την επιλογή. Το βράδυ της πρεμιέρας, λίγο πριν εμφανιστεί στη σκηνή, χωρίς προφανή λόγο άρχισε να φωνάζει στον Ολίβιε και έπειτα έμεινε σιωπηλή κοιτάζοντας αόριστα το χώρο. Ωστόσο, έπαιξε στην παράσταση χωρίς κανένα πρόβλημα.
Την επόμενη μέρα είχε ξεχάσει εντελώς το περιστατικό. Ήταν η πρώτη φορά που ο Βρετανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεατρικός παραγωγός γινόταν μάρτυρας τέτοιας συμπεριφοράς.
Το λαμπερό 1939
Ο Λόρενς Ολίβιε προσπαθούσε για καιρό να περάσει στις ΗΠΑ μέσω του κινηματογράφου. Και η χρυσή ευκαιρία εμφανίστηκε το 1939, όταν του προσφέρθηκε ο ρόλος του Χίθκλιφ στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος της Έμιλι Μπροντέ Ανεμοδαρμένα ύψη.
Μάλιστα ο σκηνοθέτης της ταινίας, Γουίλιαμ Γουάιλερ, έδωσε στη Βίβιαν Λι τον δευτερεύοντα ρόλο της Ισαβέλλας. Εκείνη όμως απέρριψε την πρόταση, καθώς προτιμούσε να είναι πρωταγωνίστρια στη θέση της Μερλ Όμπερον.
Η άρνηση αυτή αποδείχθηκε… σωτήρια, καθώς της προέκυψε ρόλος ζωής και αιώνιας καθιέρωσης. Αυτός στο Όσα παίρνει ο άνεμος.
Μάλιστα η ίδια είχε προβλέψει ότι θα ενσάρκωνε τη Σκάρλετ Ο’ Χάρα. Με δήλωσή της στην αγγλική εφημερίδα The Observer εξέπληξε τους πάντες λέγοντας:
«Εγώ θα ενσαρκώσω τη Σκάρλετ Ο’ Χάρα. Ο Λόρενς δεν πρόκειται να υποδυθεί τον Ρετ Μπάτλερ, αλλά εγώ θα ενσαρκώσω τη Σκάρλετ. Περιμένετε και θα δείτε».
Αν και η Βίβιαν Λι ήταν το αουτσάιντερ, κατάφερε να «κερδίσει« καταξιωμένες ηθοποιούς όπως τις Μπέτι Ντέιβις, Τζόαν Μπένετ και Τζιν Αρθουρ, εντυπωσιάζοντας τον σκηνοθέτη Τζορτζ Κιούκορ. Ο τελευταίος αντικαταστάθηκε από τον Βίκτορ Φλέμινγκ με τον οποίο η πρωταγωνίστρια είχε συνεχείς διενέξεις. Και δεν ήταν η μόνη.
Το Όσκαρ που κέρδισε, η τεράστια επιτυχία του φιλμ, και τα «στόματα» που έκλεισαν ενώ πριν εξέφραζαν απορία τι γυρεύει αυτή η Αγγλίδα στο Χόλιγουντ, έκαναν όλο το σκληρό παρασκήνιο να ξεχαστεί. Η δεκαετία του ’40 ξεκινούσε με τη Λι να είναι βραβευμένη και επιτέλους παντρεμένη με τον Ολίβιε.
Ο δρόμος για το λεωφορείο
Η άρνηση του Χίτσκοκ να παίξει η Λι στις Υποψίες δίπλα στον σύζυγο της, δύο κινηματογραφικές αποτυχίες και μια αποβολή κλόνισαν ακόμα περισσότερο την υγεία της.
Μετά την αποβολή επιτέθηκε στον Ολίβιε μέχρι που έπεσε στο πάτωμα, σπαράζοντας με λυγμούς.
Αυτή ήταν η πρώτη από μια σειρά εκρήξεων που προκαλούνταν από τη διπολική διαταραχή. Τα συμπτώματα ήταν οι κρίσεις υπερκινητικότητας που ακολουθούνταν από μια περίοδο κατάθλιψης και εκρηκτικής συμπεριφοράς. Μετά τα επεισόδια η ηθοποιός δεν είχε καμία ανάμνηση της συμπεριφοράς της.
Επιπλέον, διαγνώστηκε με φυματίωση, ενώ σε μια κοινή περιοδεία του ζευγαριού στη Νέα Ζηλανδία έφτασαν στο σημείο να ανταλλάσσουν χαστούκια.
Τον Οκτώβριο του 1949 υποδύθηκε την Μπλανς Ντιμπουά στο λονδρέζικο ανέβασμα του Λεωφορείον ο πόθος. Σε αντίθεση με το Μπροντγουέι, οι Βρετανοί κριτικοί δεν το αγκάλιασαν με θέρμη. Μάλιστα βρήκαν τη Λι πολύ καλοαναθρεμμένη για το ρόλο και το έργο δεύτερο.
Παρ’ όλα αυτά είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία, και έτσι οι κινηματογραφικοί παραγωγοί την προτίμησαν για την κινηματογραφική μεταφορά, αντί για την Τζέσικα Τάντι που είχε ερμηνεύσει το ρόλο στο Μπροντγουέι.
Από την άλλη, και ο σκηνοθέτης του φιλμ Ελία Καζάν δεν ήθελε τη Λι – η κατάσταση στα πλατό ήταν έκρυθμη. Τελικά η Μπλανς έφερε τη δικαίωση και το δεύτερο Όσκαρ.
Στα άκρα
Και αν η πρώτη δεκαετία με τον Ολίβιε είχε την τρέλα του μεγάλου έρωτα, τα επόμενα 10 χρόνια ήταν σχεδόν τραγικά.
Σύμφωνα με τη βιογραφία της Βίβιαν Λι με τίτλο Σκοτεινό Αστέρι, ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Άλαν Στράχαν είχε περιγράψει: «Ήταν φάσεις που ένιωθε έντονα μόνη και απελπισμένη, και άλλες που την καταλάμβανε μια υστερία με αποτέλεσμα να κυκλοφορεί γυμνή στους δρόμους, να ξεχειλίζει από μια απίστευτη οργή».
Το 1953 μπήκε στη ζωή της ο ηθοποιός Πιτερ Φιντς με τον οποίο προέκυψε σχέση εν γνώσει του συζύγου της. Μαζί έμειναν δύο χρόνια, ώσπου τα ανεβοκαταβέσματα στον ψυχισμό και την καριέρα της Λι έφεραν το χωρισμό.
Το 1955 συνεργάστηκε ξανά με τον Ολίβιε στον Κοιμωμένο πρίγκιπα. Ύστερα από καιρό οι κριτικές ήταν θετικές. Το 1956 απέβαλε ξανά και άρχισαν εκ νέου τα προβλήματα στην ήδη κλονισμένη σχέση με τον σύζυγό της.
Τελικά το 1960 πήραν και επισήμως διαζύγιο. Η ψυχική και η σωματική της υγεία παρουσίαζαν μεταπτώσεις, όχι όμως και η σχέση της με το κοινό. Στη δεκαετία του ’60 που αλλάζαν όλα, η Λι δεν ξεχάστηκε. Μάλιστα το 1963 κέρδισε το Bραβείο Tόνι για το μιούζικαλ Τόβαριτς.
Τα ξημερώματα της 8ης Ιουλίου 1967 άφησε την τελευταία της πνοή σε ηλικία 54 ετών από υποτροπή της φυματίωσης. Είχε σηκωθεί και είχε προσπαθήσει να περπατήσει μέχρι το μπάνιο· κατέρρευσε, καθώς οι πνεύμονες της ήταν γεμάτοι υγρό.
Άδοξο τέλος για μια ντίβα, έστω και αν εκείνη θεωρούσε εαυτόν ηθοποιό και μόνο ηθοποιό.
Σπύρος Δευτεραίος