Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα «Του ταπεινού Ρωμανού ο ψαλμός ούτος». Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη¹.
Διαβάστε εδώ το Μέρος Α’, εδώ το Μέρος Β’ και εδώ το Μέρος Γ’.
κγ’. Αντάμα με την εργατιά που κάλεσε ο Κύριος να μπει μέσα στ’ αμπέλι,
μοχθήσατε κι εσείς μαζί με προθυμία μεγάλη. Της σάρκας τη φθαρτότητα και τις αδυναμίες όσοι τις παρατήσατε και
τώρ’ αφιερώνεστε σε βίο αγγελικό, σαν κειούς είστε τους τυχερούς που μπήκανε στ’ αμπέλι την ώρα την ενδέκατη κι είναι μαζί μ’ εκείνους π’ από νωρίς εργάζονταν μες στο καυτό λιοπύρι.
Ακέριος είν’ ο κλήρος σας και ίδιος ο μισθός σας: τ’ ωραίο
Αλληλούια.
κδ’. Αυτός που μας παράγγειλε: «Εγώ είμαι η άμπελος κι εσείς τα κλήματά μου»,
μας έδωσε παράδειγμα για να επεξηγήσει, επακριβώς, με λόγια απλά τη σχέση μας μαζί Του.
Έχοντας τούτο στο μυαλό, σκληρά να εργαστούμε, ώστε μετά από κόπους είθε να καταφέρουμε
μ’ Αυτόν να ενωθούμε· Αυτός να είναι μέσα μας κι εμείς πάντοτε πάνω Του γερά συνδεδεμένοι.
Γιατί πολύ το χαίρεται και θέλει να τ’ ακούει απ’ τα παιδιά Του –όλους μας– το ψαλμικό
Αλληλούια.
κε’. Στην πίστη σας τη στέρεη τώρα στερεωθείτε και όρθιοι σταθείτε· μα η κεφαλή ας είν’ σκυφτή. Τον σεβασμό να δείξετε μπροστά στον Κύριο μας.
Τα μάτια να κοιτούν τη γη, ας βλέπουν προς κάτω· μα η ψυχή προς τον Χριστό στα πάνω να κοιτάει.
Τα μάτια καρφωμένα στον στόχο που αποβλέπετε και που γι’ αυτόν πασχίζετε σαν έρθ’ εκείνη η ώρα να φύγετε απ’ τη ζωή, τον μάταιο τούτο κόσμο,
να πάτε στην αιώνια ωραία κατοικία: ‘κεί που ‘χουν τις ουράνιες μονές οι Άγιοι μας.
Ώστε, όπως το συνηθίζατε και στη ζωή ετούτη, να ψάλετε με δυνατή φωνή κι εκεί το
Αλληλούια.
κς’. Έφτασ’ η ώρα της χαράς, πρόφτασαν οι χαρές σας! Ο Κύριός μας έρχεται, νά τώρα καταφτάνει!
Είν’ ο νυμφώνας έτοιμος· και τι λαμπρή υποδοχή θα γίνει στον Νυμφίο, καθώς τον αναμένετε κρατώντας τις λαμπάδες, ολόφωτοι κι αστραφτεροί.
Την παρθενία ασκείτε κι έχετε φρόνημα ορθό κι ακρίβεια στην πίστη· της παρθενίας η άσκηση θέλει κι αγνότητα ψυχής δεν είναι μόν’ το σώμα…
Γι’ αυτό θα ιδείτε τον Χριστό να ‘ρχεται μες στη δόξα,
και θα τον συνοδεύετε κρατώντας τις λαμπάδες κι όλοι μαζί θα ψέλνετε μια λέξη τ’
Αλληλούια.
κζ’. Τότε εσείς θα κρίνετε εμένα που ‘δώ τώρα μ’ αυτόν τον ύμνο που σας λέω τον δάσκαλο σας κάνω.
Γι’ αυτό και σας παρακαλώ στον Κύριο δεηθείτε για να μου δώσει άφεση κι έτσι αναπαυμένος μαζί σας να ‘μαι και εγώ,
μαζί σας ν’ απολαύσω κείν’ τη χαρά την άμετρη που θα ‘ν’ χαρά αιώνια.
Αφού είστε του Θεού εσείς η ωραία ευωδία,
γι’ αυτό κι εγώ από ‘σάς ζητώ πάντα μαζί με μια φωνή να ψέλνουμε
Αλληλούια.
κη’. Μεγάλο δώρο είν’ αυτό που ο Κύριος σας χαρίζει: να ζείτε κάτω ‘δώ στη γη σαν να ‘σαστε αγγέλοι.
Μα κι ένα παραπάνω, καλό απάνω στο καλό έχετε βρει εδώ πέρα: να έχετε Ηγούμενο που είν’ σαν αδερφός σας.
Με περισσή πραότητα ανέχεται τους πάντες. Το τι ιδέα έχει αυτός, πώς βλέπει τον εαυτό του, κάθησα και τη μέτρησα, πολύ φτωχή τη βρήκα. Του μέτρησα την φρόνηση και πλούσια τη βρήκα.
Στην τάξη του Μοναστηριού στέκει ανώτερός σας· δεν θεωρεί όμως αυτός πως έχει εξουσία, ούτε ποτέ θε να στραφεί ενάντια σε κάποιον για να το παίξει αρχηγός.
Του περισσεύει η στοργή κι η έννοια πο’ ‘χει για όλους· και όλους πάντα σας καλεί να λέτε τ’
Αλληλούια.
κθ’. Τα λόγια είν’ τόσο φτωχά για να επαινέσω αντάξια την άμετρη ταπείνωση που ‘χει ο Ηγούμενός σας.
Κι ανάμεσά σας είν’ πολλοί που δίνουν μαρτυρία και μ’ έργα επικυρώνουνε τα λόγι’ αυτά που λέω.
Γιατί από τούτο το μαντρί το τόσ’ ευλογημένο, συχνά έχει τύχει κάποια αρνιά ν’ αποσκιρτούν, να φεύγουν.
Μα του Ηγουμένου η ευχή τα ‘φερε πάλι πίσω.
Και σαν τους καλοδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες τους δένει πάλι αρμονικά μ’ όλη τη συνοδεία, ώστε με δυνατή φωνή όλοι μαζί να λένε ψέλνοντας
Αλληλούια.
λ’ Δέσποτα Παντοδύναμε σε Εσέ, λοιπόν, αφήνουμε ολάκερ’ τη ζωή μας, κυβέρνησέ την τώρα Εσύ.
Φώτιζε τον Ποιμένα, για να φυλάει την ποίμνη Σου· με τις ευχές του Κύριε κι εμένα στήριξέ με.
Χάρισ’ μας χρόνους και καιρούς να έχουμε μπροστά μας να κάνουμε μνημόσυνα πολλά στον Ποιμενάρχη,
την Βασιλεία Σου Κύριε πάντοτε ν’ ανυμνούμε.
Γιατί είν’ καλό, πολύ καλό συχνά-πυκνά να ψέλνουμε, να λέμε
Αλληλούια.