1987. Λίγες μέρες μετά το θάνατο του Μπίλι Μπο, από AIDS κυκλοφορεί εβδομαδιαίο έντυπο της εποχής, όπου στο εξώφυλλο του κυριαρχεί ο εκλιπών. Από κάτω υπάρχει μια λωρίδα με φωτογραφία, από τη νίκη της Εθνικής μπάσκετ. Τότε πολλά έντυπα φιλοξενούσαν γράμματα αναγνωστών τους. Στο επόμενο τεύχος, ακόμα και για την ηθική της εποχής, τα γράμματα σοκάρουν: Πώς τόλμησαν οι υπεύθυνοι του εντύπου να αφιερώσουν το μεγαλύτερο μέρος του εξώφυλλού τους στον σχεδιαστή που έφυγε από τη συγκεκριμένη αρρώστια και όχι στους άντρες της Εθνικής μπάσκετ.
«Οι άνθρωποι είναι ανελέητοι και με θέλουν νεκρό»
Σε εφημερίδα της εποχής, αξέχαστη έχει μείνει η επιστολή μιας γυναίκας που αναρωτιόταν εάν κινδυνεύει από AIDS επειδή είχε αγοράσει μια μπλούζα από το μαγαζί του Μπίλι Μπο. Σήμερα γελάμε με αυτό, όμως το 1987 η άγνοια και η φοβία κυριαρχούσε για αυτή την αρρώστια-μάστιγα. Και πολύ παραπληροφόρηση. Δυστυχώς όμως κάποια πράγματα όπως το ψέμα, ο κιτρινισμός και η χυδαιότητα παραμένουν και στην εποχή μας. Και ο σχεδιαστής δεν τυραννήθηκε μόνο από την αρρώστια αλλά και από μερίδα του Tύπου της εποχής, που μεταξύ άλλων τον είχαν ήδη ως νεκρό. Και φυσικά ο σχεδιαστής όλα αυτά τα διάβαζε. Για αυτό και αποφάσισε να φωτογραφηθεί και να μιλήσει ο ίδιος για την κατάσταση που βίωνε. Κάλεσε ο ίδιος τη δημοσιογράφο Λένα Ζαννιδάκη, στο σπίτι του στο Καβούρι στο όποιο ουσιαστικά κρυβόταν, φωτογραφήθηκε και μίλησε για την αλήθεια που βίωνε τότε.
«Επειδή με χαρακτήρισαν δημόσιο πρόσωπο, μού έριξαν πέτρες, λάσπη και βέλη. Το αμάρτημά μου ήταν βαρύ. Εγώ, ένα Πειραιωτάκι, ξεκίνησα από το μηδέν κι έφτασα εκεί που έφτασα. Ήμουν περήφανος και φιλόδοξος, ο Θεός όμως μας θέλει ταπεινόφρονες. Ίσως συγχώρεσε την υπεροψία μου, γι` αυτό μ΄ αφήνει να ζω. Οι άνθρωποι είναι ανελέητοι και με θέλουν νεκρό», λέει σε ένα σημείο. «Θέλω να με αφήσουν ήσυχο να σεβαστούν την κατάστασή μου. Πέρασα πολλά, πήγα στην κόλαση και γύρισα. Πιστεύω πως ο Θεός δεν θα με αφήσει να χαθώ –πίστευα πάντα στο Θεό», συνέχισε.
Όλα γρήγορα
Ο Βασίλης Κουρκουμέλης γεννήθηκε το 1954, στον Πειραιά. «Ο Βασίλης είχε δύσκολα παιδικά χρόνια, όπως άλλωστε όλοι οι άνθρωποι τότε. Οι δρόμοι στις γειτονιές ήταν από χώμα και φαντάσου ότι ακόμα περνούσε ο νερουλάς. Παρόλα αυτά, είχε μια ιδιαιτερότητα, ήταν σαν ένα πριγκιπόπουλο σε λάθος περιβάλλον… Σαν να είχε γεννηθεί σε λάθος σπίτι», είχε πει για αυτόν ο Μάκης Τσέλιος. Ο άνθρωπος που η γνωριμία μαζί του, αλλάζει τα πάντα.
Στα 16 του χορεύει δίπλα στις αδελφές Μπρόγιερ στο κέντρο Μοστρού στην Πλάκα και μετά στο θεατρικό Μαριχουάνα στοπ. Τότε αποφασίζει να πάρει μαθήματα χορού για να πάει πιο πέρα. Όμως δεν ήταν εκεί το γραφτό του, ούτε η επιτυχία.
Το 1973 ξεκίνησε με τον Μάκη Τσέλιο μια boutique υψηλής ραπτικής στην οδό Σόλωνος 1.
Το κατάστημα ονομάστηκε «Billy Bo», μια παραφθορά του τραγουδιού της Κατερίνας Βαλέντε «Billy Boy». Από τότε, ο Βασίλης Κουρκουμέλης υιοθέτησε και για τον ίδιο αυτό το όνομα. Την ίδια περίοδο, ο Billy Bo σπούδασε σχέδιο μόδας στη σχολή «Βακαλό» και, όταν το τμήμα της «Βακαλό »έκλεισε, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη σχολή «Βελουδάκη».
Δεν άργησε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των κοσμικών κύκλων της Αθήνας, πολλούς θαυμαστές και την υποστήριξη των δημοσιογράφων. Αφού άνοιξε κι άλλα καταστήματα στη Θεσσαλονίκη, τη Μύκονο, το Ψυχικό και στο κέντρο της Αθήνας, το 1981 επιλέχθηκε να σχεδιάσει τις στολές των αεροσυνοδών της Ολυμπιακής Αεροπορίας.
Ο Μπίλυ Μπο πλέον είναι ο σταρ της μόδας στην Αθήνα της μεταπολίτευσης. Δεν ήταν όμως μόνο ένα φωτογενές πλάσμα με πολύ καλές δημόσιες σχέσεις, αλλά και ένας ευφάνταστος άνθρωπος, με δημιουργικές ιδέες και πολύ δουλευταράς. Το δίδυμο έχει χωρίσει τις αρμοδιότητες: Ο Βασίλης είναι η εικόνα και η δημιουργία, ο Τσέλιος το εμπορικό κομμάτι.
Η παλιά φουρνιά της μόδας δεν προλαβαίνει να τους «χτυπήσει» γιατί όλα γίνονται πολύ γρήγορα.
Το μεγαλύτερο όμως επίτευγμά του ήταν η δημιουργία καταστήματος στην 5η Λεωφόρο της Νέας Υόρκης.
Δυστυχώς όμως, στα εγκαίνιά του τον Δεκέμβριο του 1986, δεν κατάφερε να παρευρεθεί λόγω της ασθένειάς του. Ήδη τα προβλήματα με την υγεία του Βασίλη είχαν αρχίσει από το καλοκαίρι του ’86. Και όπως περιγράφει ο Μάκης Τσέλιος: «Στην Μύκονο, μου λέει να πάμε στο Μοναστήρι της Κυράς των Αγγέλων που έχει ένα εκκλησάκι υπόσκαφο, με ζωγραφισμένες εικόνες στον τοίχο. Πολύ ήρεμο μέρος, όπου μπορείς να προσευχηθείς, αν το θέλεις. Φτάνουμε και μου λέει: “Θέλω να μπω μόνος μου”. Βγαίνοντας από το εκκλησάκι, μου λέει: “Μάκη, είδα την Παναγία και δεν με χαιρέτησε, έφυγε τρέχοντας. Δεν είναι καλό, δεν με ήθελε η Παναγία”. “Έλα, μωρέ, τι λες;”, του απαντώ».
Όταν πέφτει η αυλαία
Ο πόνος ενώνει θεωρητικά. Μετά το θάνατο του σχεδιαστή, μια μέρα σαν την σημερινή το 1987, οι δύο από τις τρεις αδελφές του, η Μαρία και η Ευδοξία, ξεκινούν δικαστικό αγώνα κατά του Μάκη Τσέλιου, διεκδικώντας το μερίδιό τους, όχι μόνο για τη θρυλική βίλα της Μυκόνου, αλλά και για την εταιρεία που είχε συστήσει ο πρόωρα χαμένος σχεδιαστής με τον τότε συνέταιρό του. Η διένεξη παίρνει πολύ μεγάλες διαστάσεις στα μέσα ενημέρωσης εκείνης της εποχής, αλλά έπειτα από απανωτές δίκες η υπόθεση κλείνει το 1991 με συμβιβασμό, χωρίς να γίνουν γνωστές πολλές λεπτομέρειες.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, ο Χριστόφορος Βαλσάμης, ο σύζυγος της τρίτης αδελφής του Μπίλι Μπο, Άννας, επιστρέφει στην Ελλάδα από το εξωτερικό όπου ζούσε και μπαίνει δυναμικά στη διεκδίκηση του δικού του μεριδίου. Το 2006 πήγε να συναντήσει τον Μάκη Τσέλιο στη Μύκονο και όπως λέει ο ίδιος, «ο Τσέλιος, με την παρουσία ενός “φουσκωτού” με απείλησε με λοστό. Τελικά ο Βαλσάμης λαμβάνει 100.000 ευρώ, για να πάρει όπως είχε πει ο ίδιος κυνικά «ένα κεραμίδι να βάλει το κεφάλι του».
Σπύρος Δευτεραίος