Υπάρχει η πολυειπωμένη, μα πάντα ξεκαρδιστική ιστορία, με έναν θεατρικό συγγραφέα που θέλησε κάποτε να κάνει τηλεφωνική φάρσα στη Σαπφώ Νοτάρα. Χαράματα λοιπόν την παίρνει τηλέφωνο. Από την άλλη γραμμή ακούγεται αγουροξυπνημένη η ηθοποιός. «Είμαι ο Χάρος κι ήρθα να σε πάρω» της είπε απ’ την άλλη άκρη της γραμμής για να εισπράξει τη φοβερή της απάντηση: «Π… Χάρο πρώτη φορά ακούω»! Και του το ‘κλεισε!
Όπως «έκλεισε» και θέση στην αιωνιότητα καθώς δύο ατάκες της ήρθαν για να μείνουν: Το «Εδώ μέσα γίνονται Σόδομα και Γόμορρα» και το «Μπουρλότο».
Ξεκαρδιστική είναι κι άλλη μία ιστορία που έγινε γνωστή μέσα από την μαρτυρία της ηθοποιού Μαρίας Κωνσταντάρου, όπου μαζί με τη Νοταρά και τη Δέσποινα Στυλιανοπούλου είχαν πάει με το αυτοκίνητο τους κάπου στην παραμεθόριο. Εποχή χούντας. Έξω από ένα συνοριακό φυλάκιο, οι στρατιώτες τις υποδέχτηκαν με τα όπλα παρατεταμένα. Αρχικά τα έχασαν με τρεις γυναίκες στα μέρη τους και παρόλο που στην πορεία τις αναγνώρισαν, τα όπλα δεν τα κατέβασαν. «Μας συγχωρείτε», ρώτησε η Στυλιανοπούλου, «καλά πάμε για το τάδε μέρος;»… «Από κει», τους υπέδειξαν… Ξαναγυρνάει η Στυλιανοπούλου και τους λέει: «Μα αν πάμε από κει δε θα βγούμε αλλού;»… Πετάγεται η Νοταρά και της λέει μεσ’ στα νεύρα: «Μωρή! Τώρα θα μάθεις γεωγραφία;»…
Ελεύθερο πνεύμα
Η ίδια απέφευγε να μιλάει για τα παιδικά της χρόνια. Το μόνο σίγουρο είναι ότι είχε γεννηθεί στη Βήσσανη Ιωαννίνων, το επίθετο της ήταν Χανδάνου, είχε μια αδελφή μεγαλύτερη και το μεγαλύτερο μέρος ως παιδί και έφηβη το έζησε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Έχασε πολύ μικρή τον πατέρα της και η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε.
Πνεύμα ατίθασο και ελεύθερο από μικρή, θέλει και καταφέρνει να στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1920 και η συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών ασκεί το επάγγελμα οικιακά. Η Σαπφώ όχι μόνο σπουδάζει στην Εμπορική σχολή οικονομικά και διορίζεται στην Εθνική τράπεζα. Και αφού κατακτήθηκε η οικονομική ανεξαρτησία, σειρά έχουν τα όνειρα. Και αν το να σπουδάσει μια κοπέλα στην δεκαετία του ’20 και να γίνει οικονομικά ανεξάρτητη ήταν κάπως, φανταστείτε τι γροθιά στο μαχαίρι έριξε, αποφασίζοντας να γίνει ηθοποιός.
Οι ρόλοι και ο εγκλωβισμός
Από τη δεκαετία του ’30 η Σαπφώ, που στην πορεία έγινε Νοταρά, λόγω του δρόμου όπου βρισκόταν η Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου, άρχισε να παίζει στο θέατρο. Ο κινηματογράφος άργησε πολύ. Μόλις το 1951, γύρισε την πρώτη της ταινία, τη Λύκαινα. Η δεύτερη ήρθε λίγο μετά και άλλαξε την ιστορία του εγχώριου σινεμά. Ήταν το Κυριακάτικο ξύπνημα του Μιχάλη Κακογιάννη. Αν κοιτάξει κανείς τη ζωή της, διαπιστώνει ότι οι παρέες της ήταν η ελίτ της εποχής. Κακογιάννης, Τσαρούχης, Χατζηδάκις. Από το θέατρο δεν είχε πολλές παρέες. Και δεν ήθελε και πίστευε ότι δεν της φέρθηκαν καλά και αξιοκρατικά.
Η Νοταρά έγινε γνωστή –και αγαπητή– στο κοινό, μετά τα 50 της. Και στην ουσία, αναγέννησε τον εαυτό της, όσον αφορά την καλλιτεχνική της περσόνα. Ναι, αυτή η μπάσα, βροντερή, γκροτέσκ φωνή ήταν δική της εφεύρεση. Και πέτυχε. Στην ουσία ήταν το όπλο στο βιοπορισμό, για μια γυναίκα μόνη και μοναχική που ήθελε να επιβιώσει χωρίς φιλίες, λυκοφιλίες και πισώπλατα μαχαιρώματα. Και ναι, κέρδισε. Έγινε και αγαπητή, ειδικά σε μια περίοδο που κυριαρχούσαν οι λαμπεροί σταρ πρώτης γραμμής. Και επειδή κάτω από την γκροτέσκ περσόνα της, υπήρχε η στόφα της καλής ηθοποιού, δεν ήταν λίγες οι φορές που έκλεβε την παράσταση από τα big name. Ασχέτως ότι από ένα σημείο και μετά και η ίδια αισθανόταν ότι αδίκησε τον εαυτό της.
Οι μύθοι
Η ίδια δεν μίλαγε ποτέ για την προσωπική της ζωή. Μόνο σε πολύ δικούς της ανθρώπους έλεγε για αισθηματικές περιπέτειες του παρελθόντος. Όπως η ιστορία με τον αντάρτη. Ο μεγάλος της έρωτας ισχυριζόταν ότι ήταν αντάρτης. Είχανε μάλιστα αρραβωνιαστεί, μόνο που σκοτώθηκε στον πόλεμο και έκτοτε η ίδια έβγαλε εκτός τον εαυτό της από το ερωτικό παιχνίδι.
Αλλά υπήρχε και άλλη ιστορία. Αυτή τη φορά ήταν ερωτευμένος ένας ζαμπλουτος από την Αίγυπτο που μάλιστα της έταζε ότι θα της άνοιγε θέατρο. Μόνο που εκείνη όχι μόνο δεν τον αγαπούσε, αλλά από ένα σημείο και μετά τον σιχαινόταν. Αιτία ήταν κάποιες δερματικές παθήσεις που είχε στο πρόσωπο και από τις θεραπείες και τις επεμβάσεις που είχε κάνει, είχε μεταμορφωθεί σύμφωνα με την ίδια, σαν τον Φράνκεσταϊν. Τέλος υπάρχει και ο αστικός μύθος ότι ο Γιάννης Τσαρούχης της είχε κάνει πρόταση γάμου. Εκείνη δεν το πήρε στα σοβαρά, αρνήθηκε και έμειναν δυο καλοί φίλοι.
Τι συνέβη με τη Λαμπέτη
«Όταν μπερδεύεις την ομορφιά με το ταλέντο, ούτε την ομορφιά μπορείς να εκτιμήσεις σωστά, ούτε το ταλέντο. Γιατί, μήπως η Σαπφώ Νοταρά δεν έχει πάει χαμένη στην Ελλάδα; Τι ταλέντο, Θεέ μου! Και τι κακιά γυναίκα! Πώς να μην είσαι κακιά όταν δεν σ’ αφήνουν να δουλέψεις, να καλλιεργήσεις το ταλέντο σου και σε κοροϊδεύουν που είσαι άσχημη; Γιατί, πρέπει να ξέρεις, της έχουν φερθεί πολύ άσχημα της Νοταρά».
Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στην Έλλη Λαμπέτη. Οι δυο τους έζησαν δυο πολύ έντονες σεζόν στα τέλη 70s όταν συνεργάστηκαν στην θεατρική Φιλουμένα Μαρτουράνο. Όπως περιγράφει ο Γιώργος Παυριανός: «Τελείωσε η παράσταση, πάω στα καμαρίνια να την συγχαρώ. Ακούγεται από ψηλά η φωνή της Νοταρά: “Σα να είμαι πελαργός με βάλανε εδώ πάνω! Λες και κάτω δεν έχει καμαρίνια! Σπάω τα πόδια μου κάθε μέρα να ανεβαίνω και να κατεβαίνω! ” Τι είχε συμβεί; Ήταν στα μαχαίρια με τη Λαμπέτη και αυτή για να την τιμωρήσει την έβαλε στα πάνω καμαρίνια, που για να πας, πρέπει να ανέβεις από μια στριφογυριστή σκάλα. “Ζαλίζομαι εδώ πάνω! Πνίγομαι!”, ούρλιαζε η Σαπφώ. Η Λαμπέτη έκλεινε τα αυτιά της με τις παλάμες της. “Σκάσε κωλόγρια! Σκάσε σκατόγρια! Σκάσε επιτέλους!” Η Σαπφώ δεν σταμάταγε. “Να πας στο διάολο!’ της φώναζε από κάτω η Λαμπέτη. Όταν τελείωσε η παράσταση, η Νοταρά μπήκε στο καμαρίνι της Λαμπέτη όλο γλύκες και χαμόγελα. “Φεύγω χρυσό μου, πάω να φάω με τον φίλο μου.” “Στο καλό Σαπφούλα μου, στο καλό αγάπη μου!”, της λέει η Λαμπέτη. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν σα να μη συνέβαινε τίποτα.
Η αναγνώριση έρχεται από το γκαράζ
1977. Ο Γιάννης Τσαρούχης αποφασίζει να ανεβάσει τις Τρωάδες. Όχι όμως σε θεατρική σκηνή, αλλά σε γκαράζ στην οδό Καπλανών στο Κολωνάκι. Από το σκηνικό, μέχρι τη διανομή ήταν μια παράσταση πρωτοποριακή και σίγουρα διαφορετική. Την «Εκάβη» υποδύθηκε η Σμάρω Στεφανίδου και η Νοταρά την πρώτη κορυφαία του Χορού.
https://www.youtube.com/watch?v=boDOLiA7WIY
Η παράσταση αποδεικνύεται σπουδαία και η Νοταρά βιώνει ίσως το μεγαλύτερο θρίαμβο της καριέρας της. Ναι ήταν μια γυναίκα 70 χρονών που είχε βιώσει πολλά στην ζωή της. Όμως τη στιγμή του θριάμβου όλα ξεχνιούνται.
Το φινάλε της καριέρας της θα γίνει στην θεατρική Πορνογραφία του Μάνου Χατζηδάκι. Και εδώ μιλάμε για μια πολυσυζητημένη παράσταση, αλλά από την αντίθετη πλευρά. Αν οι extreme Τρωάδες προέκυψαν αριστούργημα, η Πορνογραφία αποδείχθηκε για πολλούς μια καλόγουστη φούσκα που δεν άντεξε πάνω από 2 μήνες και δεν έπεισε κανένα.
Η ηλικία, οι κακουχίες και τα πρώτα σημάδια του γήρατος στέρησαν από τη Νοταρά τη χαρά τού να τραγουδήσει στην παράσταση, το τραγούδι «Στην οδό του Πλαμαντό». Τελικά το απήγγειλε. Όσο για την ίδια; Γίνεται ακόμα πιο παράξενη και απόμακρη. Ένα από τα ελάχιστα θέματα που την έκαναν να αισθάνεται καλά ήταν το θέατρο. Προσπαθούσε να δει όσες περισσότερες παραστάσεις γινόταν.
1985. Το φινάλε της ζωής της πέφτει στις αρχές του καλοκαιριού. Ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου που έτρωγε, είχε να την δει 2 μέρες. Πηγαίνει από το σπίτι της και τη βρίσκει νεκρή. Ολομόναχη σε ένα διαμέρισμα που κυριαρχούσαν τα χαρτόκουτα. Μια ζωή έτοιμη να φύγει, μια ζωή αναχωρίτισσα. Ακόμα όμως και αυτό το σπίτι έκρυβε ένα μυστήριο. Το ενοίκιο το πλήρωνε ένας άνθρωπος που ήθελε να κρατήσει κρυφή την ταυτότητα του, αν και τα τελευταία χρόνια ακούγεται έντονα ότι ήταν ένας σπουδαίος Έλληνας ηθοποιός.
https://www.youtube.com/watch?v=m9iGZg2aQWw
Σπύρος Δευτεραίος