Το τελευταίο διάστημα με αφορμή την κορύφωση των προκλητικών δηλώσεων –σε ορισμένες περιπτώσεις και των ενεργειών– της Τουρκίας εναντίον της Ελλάδας εμφανίστηκε και πάλι το επιχείρημα ότι ο Ερντογάν τα κάνει αυτά επειδή είναι σε δύσκολη κατάσταση στο εσωτερικό και έτσι προσπαθεί να αποπροσανατολίσει τον κόσμο από τα πραγματικά του προβλήματα και να τον στρέψει εναντίον της χώρας μας.
Μάλιστα, επεκτείνουν το σκεπτικό τους λέγοντας ότι τα ελληνοτουρκικά έχουν ενταχθεί στον προεκλογικό αγώνα δεδομένου ότι ο πρόεδρος κάλεσε τον Κιλιτσντάρογλου να πάρει θέση, απευθύνοντάς του του εξής ερώτημα: «Στον εθνικό αγώνα σε Αιγαίο και Μεσόγειο, από τις γραμμές των συνόρων ως τις προσπάθειες για τη διαμόρφωση της ΑΟΖ, είσαι στη γραμμή της χώρας ή στη γραμμή αυτών που είναι εναντίον μας;».
Ο πρόεδρος Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) απάντησε ως εξής: «Η στάση μας είναι ξεκάθαρη. Είναι επιτακτική η ανάγκη να αυξήσουμε την πίεση σε Αιγαίο και Μεσόγειο. Αυτές οι δουλειές δεν γίνονται με τα βάζω-βγάζω το πλοίο και λέγοντας “Μακάρι να μου τηλεφωνήσει ο Μπάιντεν”. Αν τολμάς κάνε ένα βήμα για τα καταληφθέντα και στρατικοποιημένα νησιά. Θα σε στηρίξουμε».
Να εξηγήσουμε γιατί απηύθυνε το ερώτημα ο Ερντογάν και γιατί απάντησε όπως απάντησε ο Κιλιτσντάρογλου.
Το CHP ήταν αντίθετο στην πολιτική της Τουρκίας στη Συρία αλλά και στη Λιβύη. Συγκεκριμένα, μία από τις φορές που ο Κιλιτσντάρογλου επιτέθηκε στον Ερντογάν για τα θέματα αυτά ήταν όταν έδωσε συνέντευξη στη Χαντέ Φιράτ της Hürriyet sτις 16 Δεκεμβρίου 2019.
Στη συνέντευξη εκείνη είχε δηλώσει ότι το CHP υποστηρίζει τις συμφωνίες της Τουρκίας με τη Λιβύη στην Ανατολική Μεσόγειο, ωστόσο, είναι ενάντια στην αποστολή στρατευμάτων στη Λιβύη. Συγκεκριμένα, προειδοποίσε τον Ερντογάν ως εξής: «Τι δουλειά έχουμε στη Λιβύη; Τι πετύχαμε που μπήκαμε στο βάλτο της Συρίας; Η πολιτική εξουσία πρέπει να διδαχθεί από αυτό που συνέβη στον συριακό βάλτο».
Γι’ αυτό ο Ερντογάν προσπάθησε να εφελκύσει το CHP στις θέσεις του. Όμως, η απάντηση του Κιλιτσντάρογλου έχει ιδιαίτερη σημασία. Κι αυτό διότι έχει κατηγορήσει επανειλημμένα τον Τούρκο πρόεδρο ότι δεν δικαιούται να θριαμβολογεί, γιατί επί των ημερών του «η Ελλάδα κατέλαβε 16 νησιά που ανήκουν στην Τουρκία».
Συγκεκριμένα, ο πρόεδρος του CHP μιλώντας στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του στις 29 Σεπτεμβρίου 2016, και αναφερόμενος στις δηλώσεις του Ερντογάν για τη Συνθήκη της Λοζάνης με τις οποίες επέρριπτε ευθύνες σ’ εκείνους που την υπέγραψαν (Ισμέτ Ινονού – Μουσταφά Κεμάλ), ότι άφησαν εκτός της τουρκικής επικράτειας εδάφη, μεταξύ των οποίων και τα νησιά του Αιγαίου, είπε: «Αυτή είναι μία απράδεκτη δήλωση, μία λάθος δήλωση. Είναι δήλωση που αρμόζει στη νοοοτροπία και την πολεμική του Ερντογάν. Αυτός δεν έχει αντιληφθεί ακόμα την αξία της δημοκρατίας και της εκκοσμίκευσης της χώρας. Ας κοιτάξει πρώτα τα 16 νησιά στα οποία υψώθηκε η ελληνική σημαία επί των ημερών του και μετά να μιλάει».
Τι εννοεί με τη δήλωσή του αυτήν; Ότι επί διακυβέρνησης Ερντογάν, ήτοι την περίοδο 2005-7, η Ελλάδα έστειλε στρατό σε 16 νησιά και νησίδες κυρίως των Δωδεκανήσων, κάτι που το βαθύ κράτος και η τουρκική αντιπολίτευση θεώρησαν ως μονομερή ενέργεια που ανέτρεψε υπέρ της Ελλάδας το καθεστώς του Αιγαίου.
Δηλαδή, θεωρήθηκε ότι η αποστολή στρατευμάτων στα νησιά αυτά –την ιδιοκτησία των οποίων όχι απλά αμφισβητεί, αλλά διεκδικεί η Τουρκία– είναι κατάκτηση από την Ελλάδα και απώλεια εδαφών για την Τουρκία με ευθύνη του Ερντογάν.
Αυτές είναι οι πτυχές της εμπλοκής των νησιών στον εσωτερικό διάλογο, όμως θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο και να υπογραμμίσουμε ότι οι προκλήσεις του Ερντογάν και των συνεργατών του δεν γίνονται για εσωτερική κατανάλωση.
Αυτή η ερμηνεία μπορεί να μας οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα για τους εξής λόγους:
- Αν επικρατήσει η άποψη ότι όλα οφείλονται σε αδιέξοδα που αντιμετωπίζει ο Ερντογάν, και ότι αν δεν υπήρχαν αυτά τα αδιέξοδα δεν θα είχαμε προκλήσεις, είναι μέγα σφάλμα.
- Θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι όλα όσα λέει ο Ερντογάν και οι συνεργάτες του –και όλα όσα πράττουν η κυβέρνησή του και το τουρκικό κράτος–, εντάσσονται σε μακρόπνοο σχεδιασμό και αυτόν εξυπηρετούν. Και αν δεν το κατανοήσουμε αυτό υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να βρεθούμε προ εξαιρετικά δυσάρεστων εκπλήξεων.
Όσο γι’ αυτούς που «σερβίρουν» τη θεωρία της εσωτερικής κατανάλωσης, ας αναρωτηθούν γιατί το κάνουν. Γιατί έχουν αδυναμία ερμηνείας των εξελίξεων και των σχεδιασμών της Τουρκίας, ή γιατί δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τη σκληρή πραγματικότητα. Το δεύτερο αφορά τους κυβερνητικούς παράγοντες, νυν και παρελθόντων περιόδων.