Ένα δάνεια από τα αρμενικά είναι η λέξη ποσάς της ποντιακής διαλέκτου (στο θηλυκό, ποσάβα).
Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, οι Πόντιοι απέδιδαν πολλές σημασίες. Έτσι εννοούσαν:
- τον κοσκινά,
- τον τσιγγάνο (ενδεχομένως επειδή οι τσιγγάνοι έφτιαχναν και πωλούσαν στα χωριά τα κόσκινα),
- και μεταφορικά τον ερωτύλο, τον γυναικά. Σχετική και η παροιμία: «Πασάν ποι΄ δουλεύ΄ πασάς γίνεται, και ποσάν ποσάς» (όποιος δουλεύει σ΄ έναν πασά γίνεται πασάς και όποιος υπηρετεί έναν τσιγγράνο γίνεται τσιγγάνος).