Και μπορεί ο Λουκιανός Κηλαηδόνης να έγραψε και να τραγούδησε για τα «Θερινά σινεμά», όμως για τα αντίστοιχα αθηναϊκά θέατρα, ουδείς τραγούδησε. Και με τα χρόνια παραδίδονται στην λήθη. Άλλωστε σε ποιον άνθρωπο κάτω των 30 θα πεις ότι τα καλοκαίρια λειτουργούσαν κανονικά θέατρα, με νέες παραστάσεις και πάνω από το 90% αυτών βρίσκονταν στη λεωφόρο Αλεξάνδρας και σε κοντινές σε αυτήν περιοχές και δεν θα σε κοιτάξει σαν να είσαι εξωγήινος. Και όμως συνέβαινε.
Για όλα φταίνε τα διακοποδάνεια;
Ο χαρακτηρισμός «λεωφόρος της αμαρτίας» μοιάζει σήμερα λίγο γραφικός. Τον είχαν εφεύρει κάποιοι δημοσιογράφοι, θέλοντας να δείξουν ότι το καλοκαίρι η ποιότητα των παραστάσεων, πέφτει και γίνονται πιο ανάλαφρες. Σαν θεματολογία βέβαια, γιατί καλύτερα ένα καλοανεβασμένο μπουλβάρ και ανάλαφρο έργο, παρά ένας χυδαίος Ίψεν. Κοινώς ο χαρακτηρισμός είχε να κάνει με το είδος των έργων και όχι των συντελεστών, γιατί στην ουσία ήταν σχεδόν οι ίδιοι και τον χειμώνα στο θέατρο.
Πώς φτάσαμε όμως από τον διψήφιο αριθμό θεάτρων που υπήρχαν μέχρι και την δεκαετία του ’90, τώρα να μετράμε δύο ίσως και τρία; Εν αρχή ην η φύση. Οι καιρικές συνθήκες αλλάζουν και αν μέχρι το 1987 η λέξη καύσωνας ήταν τρομακτική και άγνωστη, πλέον είναι παγιωμένο καλοκαιρινό φαινόμενο. Τα θέατρα τότε είχαν τουλάχιστον μια απογευματινή παράσταση την εβδομάδα, κάτι που μεταφράζεται ότι 7 η ώρα οι ηθοποιοί ήταν πάνω στη σκηνή και οι θεατές από κάτω. Κάτι που σήμερα φαντάζει αδύνατο.
Και δικαιολογημένα με τις κλιματολογικές αλλαγές. Από την άλλη και εκείνα τα χρόνια οι άνθρωποι πήγαιναν διακοπές, αλλά όχι με τη μαζικότητα των τελευταίων δεκαετιών. Ακόμα και οι μίνι αποδράσεις των σαββατοκύριακων ήταν επιζήμια για τα θέατρα. Και όταν εκεί στα 90s η έννοια των διακοπών έγινε must και εμφανίστηκαν τα πρώτα «διακοποδάνεια», άρχισε και η αντίστροφή μέτρηση για τα θέατρα του κέντρου.
Κέντρο της Αθήνας. Μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας. Η εγκληματικότητα και η επικινδυνότητα της περιοχής ήταν ίσως η κύρια αιτία που απομάκρυνε τον κόσμο από εκεί, άρα και κατά συνέπεια από τα καλοκαιρινά θέατρα. Το 2010 που ήταν η τελευταία χρονιά που λειτούργησε το ιστορικό «Αθήναιον» απέναντι από το Μουσείο, η εταιρεία παραγωγής είχε προσλάβει και security γιατί όταν τελείωνε η παράσταση, ήταν προβληματική η έξοδος των θεατών, λόγω των junkie που ήταν έξω από το θέατρο. Βάλτε και το γεγονός ότι οι δήμοι στην Αττική, ενίσχυσαν τα τοπικά τους θέατρα με φεστιβάλ και εκδηλώσεις, άρα γιατί κάποιος να κατέβει στο κέντρο καλοκαιριάτικα όταν μπορεί να ψυχαγωγηθεί και στον τόπο που μένει;
Στην ταράτσα του «Λαμπέτη»
Στην ουσία το τελευταίο θέατρο που άνοιξε ήταν το «Λαμπέτη». Χειμερινό και θερινό. Στη θέση του κινηματογράφου «Γρανάδα». Η καλοκαιρινή αρχή έγινε το 1985 με την επιθεώρηση Έλα Βουλή στον τόπο σου. Την είχε ανεβάσει η ομάδα «Τα παιδιά του Εθνικού» με ονόματα που μετά κυριάρχησαν στο χώρο, όπως οι Μιχάλης Ρέππας, Τζόυς Ευείδη, Μαρία Φιλίππου αλλά και η αξέχαστη Νατάσα Μανίσαλη.
Φυσικά οι περισσότερες παραστάσεις που ανέβηκαν ήταν κωμωδίες, ενώ υπήρξαν και καλοκαίρια που έμεινε κλειστό.
Τα δυο προηγούμενα καλοκαίρια είχε δοκιμαστεί εναλλασσόμενο ρεπερτόριο. Το φετινό, μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν γνωρίζει κανείς αν θα ανοίξει.
«Παρκ»: Το στολίδι της λεωφόρου
13 Ιουλίου 1956. Στο νεοσύστατο καλοκαιρινό θέατρο «Παρκ», ο θίασος του Βασίλη Λογοθετίδη παρουσιάζει τη νέα κωμωδία Θα σε κάνω βασίλισσα των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου. Κοντά του η Ίλια Λιβυκού και ο Θάνος Τζενεράλης. Η παράσταση σπάει ταμεία και μάλιστα όταν συμπληρώνονται οι 100, για πρώτη φορά ο επιχειρηματίας αποφασίζει η 101 παράσταση να είναι δωρεάν για το κοινό.
Το «Παρκ» ήταν το όραμα του σπουδαίου θεατράνθρωπου Θοδωρή Κρίτα. Το αρχικό σχέδιο ήταν να ξεκινήσει το θερινό και σιγά-σιγά να χτιστεί το χειμερινό. Κάτι που δεν έγινε γιατί το 1960 που μπήκε στη φάση του χειμερινού, είχε αλλάξει η νομοθεσία. Η πίκρα ήταν μεγάλη, αλλά συνέχισε να στηρίζει το θερινό –και μόνο πλέον– εγχείρημα. Και βέβαια στο «Παρκ» ανέβηκε το 1962 η μυθική πλέον Όμορφη πόλη του Μίκη Θεοδωράκη.
Αρχές δεκαετία ’70 το θέατρο πηγαίνει στον Βαγγέλη Λειβαδά. Μαζί με τη σύζυγό του Σμαρούλα Γιούλη, θα γράψουν χρυσές σελίδες στο θεατρικό καλοκαίρι, με παραστάσεις που τις λες και υπερθέαμα. Τέλη 70s, αρχές 80s οι δυο τους γίνονται κάτι σαν κυνηγοί ταλέντων. Όλα τα ονόματα που άλλαξαν την επιθεώρηση πέρασαν από το «Παρκ».
Το 1982 και για τρία καλοκαίρια η Σμαρούλα Γιούλη θα τολμήσει να φέρει μιούζικαλ στην αυθεντική τους μορφή, μην λογαριάζοντας τα τεράστια έξοδα. Σικάγο, Η γυναίκα της χρονιάς και Μάγκες και κούκλες, ταράζουν τα θεατρικά νερά.
Ο Λειβαδάς θα το παλέψει μέχρι το τέλος δοκιμάζοντας πολλά είδη. Όμως το παιχνίδι είχε χαθεί. Και από τις αρχές του 2010 το «Παρκ», μαραζώνει και περιμένει τον πιθανό νέο αγοραστή του.
«Μπουρνέλη» ή «Μετροπόλιταν»
Στο επόμενο τετράγωνο και κατεβαίνοντας προς Πατησίων βρίσκονταν σχεδόν δίπλα τα θέατρα «Μπουρνέλη» και «Μετροπόλιταν». Στο πρώτο, ιστορική πλέον θεωρείται η παράσταση Μαριχουάνα στοπ, του 1971, που μετά από λίγο έγινε και ταινία. Η παράσταση που ένωσε την Ζωή Λάσκαρη και τον Τόλη Βοσκόπουλο, υπήρξε και η πρώτη θεατρική εμφάνιση στην Ελλάδα για την αξέχαστη ηθοποιό (το θεατρικό της ντεμπούτο είχε γίνει στην Κύπρο σε περιοδεία μερικά χρόνια πριν).
Αλλά και τη δεκαετία του ’90, η ισχυρή παρουσία και η δυναμική του Βασίλη Τσιβιλίκα φέρνει κόσμο στα ταμεία.
Στο διπλανό «Μετροπόλιταν», το καλοκαίρι του 1962 ο Μάνος Χατζιδάκις γράφει ιστορία με την Οδό ονείρων.
Αλλά και το καλοκαίρι του 1978, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας κάνει την τελευταία του θεατρική εμφάνιση με τις υπερεπιτυχημένες Τρελλές επαφές ρωμέικου τύπου, που δημιουργούν πανικό.
Κωμωδίες και επιθεωρήσεις ήταν το βασικό ρεπερτόριο αν και τη δεκαετία του ’90, προσπάθησε να γίνει μια αλλαγή ρεπερτορίου. Πάντως λίγο πριν το φινάλε και συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 2003, τα Λαμόγια με τον Μάρκο Σεφερλή θα φέρουν τον κόσμο στο θέατρο.
Ο τελευταίος επιχειρηματίας που το είχε αναλάβει ήταν ο αξέχαστος Θάνος Μαρτίνος που προσπάθησε με νύχια και με δόντια να το σώσει από την μπουλντόζα. Τελικά ναι μεν κρίθηκε διατηρητέο αλλά από τα μέσα των 00s έχει ερημώσει.
Η Αλίκη και το… άλλο
Μέσα στο πεδίο του Άρεως, λειτούργησαν για μια δεκαετία, δυο θέατρα. Το ένα ήταν φυσικά της Αλίκης Βουγιουκλάκη που έφερε το μικρό της όνομα, είχε είσοδο από Λεωφόρο Αλεξάνδρας και ήταν και η αιτία για να μην μιλήσει ποτέ ξανά με τον Μάνο Κατράκη.
Από την κάτω μεριά, με είσοδο από την Μαυροματαίων υπήρχε το Αθηναϊκό κηποθέατρο. Άλλου είδους παραστάσεις που παρέπεμπαν σε επιθεώρηση αλλά και βαριετέ. Μοναδική εξαίρεση το καλοκαίρι του 1981 που ανεβαίνει η βιογραφία της Εντίθ Πιάφ με την Τάνια Τσανακλίδου να δίνει ερμηνεία ζωής.
Τελευταία παράσταση ήταν η Μαντάμ Ορτανς με την Μαρία Αλιφέρη, το 1984. Μετά επίσημα και τα δυο έκλεισαν αφού σύμφωνα με την τότε νομοθεσία, το πάρκο έπρεπε να ανήκει εξολοκλήρου στον κόσμο. Τη συνέχεια, δυστυχώς τη βιώνουμε μέχρι σήμερα.
Μην ξεχνάτε το «Φλορίντα»
Αν και το αρχικό θέατρο «Φλορίντα» είχε λειτουργήσει επί της λεωφόρου, λίγο μετά μεταφέρθηκε στην οδό Μετσόβου. Κατά βάση ανέβαζε ελληνικές κωμωδίες που κάποιες από αυτές στην πορεία έγιναν γνωστές από την κινηματογραφική τους μεταφορά. Όπως το Ερωτευτείτε παρακαλώ, με Αναλυτή-Ρηγόπουλο και Βουτσά, που στον κινηματογράφο έμεινε μόνο ο τελευταίος και έγινε το Ένα κορίτσι για δυο. Ή την κόμισα της φάμπρικας με τη Μάρω Κοντού, που όμως στο σινεμά την υποδύθηκε η Άννα Φόνσου. Το ίδιο έγινε και με το Ο Στρατής παραστράτησε που στο θέατρο ανέβηκε με τη Μαίρη Χρονοπούλου.
Στα τέλη 70s το «Φλορίντα», το ανέλαβε ο Βασίλης Πλατάκης και έδωσε μαζί με τη Γωγώ Ατζολετάκη και έφεραν έναν αέρα ανανέωσης. Κάπου στα μέσα 90s το θέατρο αποχαιρέτισε το αθηναϊκό κοινό. Τα τελευταία χρόνια λειτουργίας του, προσπάθησε να επιβιώσει με θιάσους τηλεοπτικής αισθητικής, αλλά ήδη το παιχνίδι είχε χαθεί.
«Αθήναιον»: Το μεγάλο γιατί
Λειτούργησε στα τέλη του 19ου αιώνα, κατεδαφίστηκε στις αρχές του 21ου. Το «Αθήναιον» ήταν το αρχαιότερο θέατρο της πρωτεύουσας και μόνο για αυτό το λόγο θα έπρεπε να είχε σωθεί. Και ας μην ανέβαιναν παραστάσεις.
Ξεκίνησε το 1895 με την επιθεώρηση Λίγο απ’ όλα που θεωρείται ιστορικά από τις πρώτες. Ταυτἰστηκε φυσικά με το Μεγάλο μας τσίρκο, που ανέβασε το καλοκαίρι του 1973 η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος. Το ζευγάρι κράτησε το θέατρο μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Μετά σειρά είχαν οι επιθεωρήσεις, όπου το καλοκαίρι του 1982, το έργο με τον όχι και τόσο κομψό τίτλο Σας αρέσει το ΠΑΣΟΚολλλητό, πήρε την πρωτιά σε εισπράξεις από το φαληρικό «Δελφινάριο».
Το 1987 το αναλαμβάνει ο επιχειρηματίας Γιώργος Λεμπέσης και γνωρίζει μια νέα άνθηση. Μάλιστα το καλοκαίρι του 1988, πείθει την Αλίκη Βουγιουκλάκη να ανεβάσει το Λίγο πιο νωρίς, λίγο πιο αργά που λίγους μήνες πριν είχε σπάσει ταμεία στο χειμερινό «Αλίκη». Το ίδιο συνέβη και εδώ.
Στην δεκαετία του ’90 ανέβηκαν υπερπαραγωγές, όπως ο Βιολιστής στη στέγη με τον Γρηγόρη Βαλτινό, Η όπερα της πεντάρας με Καραμπέτη, Λαζόπουλο, σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασέν.
Τα προβλήματα άρχισαν στα 00s με τη σταδιακή υποβάθμιση της περιοχής. Το 2019 και αφού ήταν 9 χρόνια κλειστό, κατεδαφίστηκε.
Τα θυμόσαστε;
Ο «Άτλας» στην αρχή της Ιουλιανού, λειτούργησε σαν καλοκαιρινή σκηνή του θεάτρου Τέχνης, όπου μεταξύ άλλων ανέβηκε και Ο μπαμπάς ο πόλεμος του Καμπανέλη. Μετά μετονομάστηκε σε «Ακρόαμα» όπου στις αρχές των 80s ανέβηκαν κάποιες κωμωδίες, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.
Σε αντίθεση με το «Ρουαγιάλ» που σχεδόν ειδικεύτηκε στις ελληνικές κωμωδίες, με πρωταγωνιστές μεγάλα ονόματα όπως ο Γιάννης Γκιωνάκης, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος και ο Κώστας Βουτσάς. Ο τελευταίος μάλιστα ανέβασε το 20 γυναίκες και εγώ πριν γίνει ταινία, όπου ήταν η τελευταία θεατρική εμφάνιση της Μέμας Σταθοπούλου, πριν εγκαταλείψει το θέατρο.
Ανεβαίνοντας την Πατησίων, δίπλα στον ΟΤΕ ήταν το «Μινώα» ενώ λίγο πιο πάνω, επί της Δεριγνύ , το «Αθηνά». Ήταν οι κλασικές χειμερινές αίθουσες που το καλοκαίρι άνοιγαν στα πλάγια και γινόντουσαν χειμερινοί. Πάντως το «Αθηνά» μέχρι πέρυσι έπαιζε μπάλα και το καλοκαίρι. Φέτος;
«Λουζιτάνια»: Από την Ισπανία στην Ευελπίδων
Η Λουζιτάνια ήταν επαρχία της ρωμαϊκής Ιβηρίας. Τώρα πώς προέκυψε όνομα θεάτρου στην Ευελπίδων, άγνωσται αι βουλαί. Η επιτομή του λαϊκού θεάτρου, με έμφαση στην επιθεώρηση που πολλές φορές παρέπεμπε σε αναψυκτήριο, έχει ταυτίσει την πορεία του με την ζωή του Νίκου Αθερινού. Ο Αιγυπτιώτης συγγραφέας, ηθοποιός, σκηνοθέτης, παραγωγός έζησε όλη του την ζωή για το θέατρο.
Κάποια στιγμή που τα χρέη έπιασαν ταβάνι, πέρασε το κατώφλι των φυλακών για χρέη. Αναγκάστηκε να πουλήσει το σπίτι της γυναίκας του, της εκρηκτικής Λουίζας Μελίντα, για να σωθούν. Έφυγε στα 69 του, λόγω προβλημάτων υγείας, 5 μήνες μετά τον χαμό εκείνης.
Επιθεωρήσεις λοιπόν, που ελάχιστες φορές άλλαξαν ρεπερτόριο, όπως το καλοκαίρι του 1981 που ο Δημήτρης Κολλάτος ανέβασε τους τολμηρούς Εφοπλιστές. Σχεδόν υπήρχε μόνιμος θίασος από σπουδαίους ηθοποιούς που έγραψαν ιστορία στο μουσικό θέατρο. Και κάπου στα 90s το «Λουζιτάνια» έκλεισε. Μέσα σε μια πικρή απαξίωση.
«Αττικόν»: Το στολίδι της περιοχής
Χωρίς να έχει την χωρητικότητα του «Παρκ» ή του «Αθήναιον», το «Αττικόν», επί της Δεριγνύ, ήταν το μικρό κόσμημα του καλοκαιρινού θεάτρου. Και σαν χώρος και σαν ρεπερτόριο. Ανέβαιναν κυρίως μπουλβάρ, ξένα και ελληνικά.
Στα τελευταία, ιστορικές έχουν μείνει τα ανεβάσματα της Ροζ αμαρτίας (το μετέπειτα κινηματογραφικό Η γυναίκα μου τρελάθηκε)
ή το Ένας ιππότης για την Βασούλα αλλά και έργα του Κώστα Πρετεντέρη, όπως το Καρέ του έρωτα ή το Πετάει-πετάει που έριξε την αυλαία το καλοκαίρι του 1983.
Το γιατί αναζητήστε το, στην επικράτηση της επιθεώρησης και της λαϊκής κωμωδίας στα θεατρικά δρώμενα του αθηναϊκού καλοκαιριού της εποχής. Κρίμα.
«Σμαρούλα»: Η άνοδος και η πτώση
Τον καιρό της μεγάλης δύναμης του, ο Βαγγέλης Λειβαδάς απέκτησε το «Σμαρούλα». Πιο μικρό από το επίσης δικό του Παρκ, προσφερόταν για πειραματισμούς. Έτσι στη σκηνή του για τρεις δεκαετίες που λειτούργησε, ανέβηκε από επιθεώρηση μέχρι μπουλβάρ και από δράμα, μέχρι αστυνομικό. Αλλά και μιούζικαλ, όπως το Σικάγο στο δεύτερο ανέβασμα του με Μπέσυ Μάλφα και Κερασία Σαμαρά, αλλά και η θεατρική βερσιόν του Ρεμπέτικου του Κώστα Φέρρη.
Όμως άρχισε και εδώ η πτώση, μαζί με την αντίστοιχη της περιοχής. Και κάποια στιγμή οι ιδιοκτήτες του οικοπέδου, δεν ανανέωσαν την μίσθωση. Η πορεία του για ένα ακόμη γκαράζ είχε ήδη δρομολογηθεί. Ο Λειβαδάς και η Γιούλη προσπάθησαν να το σώσουν, αλλά το καλοκαίρι του 2006, η αυλαία έπεσε.
Οι τρείς περίοδοι του «Άλσους»
Στην αρχή ήταν το «Άλσος» του Οικονομίδη. Με τα ξεχωριστά «ταλέντα», αλλά και ένα εναλλασσόμενο πρόγραμμα, όπου εμφανίστηκαν ΟΛΑ τα μεγάλα ονόματα του είδους έδωσαν το παρών, κάνοντας τις αθηναϊκές νύχτες ακόμα πιο όμορφες και καλλίφωνες.
Στη μεταπολίτευση και μετά την απώλεια του Γιώργου Οικονομίδη, αρχίζει η πτώση. Το 1991, μετά από μια γενναία και πολυέξοδη ανακαίνιση, γίνεται κάτι σαν αντίπαλο δέος του Δελφιναρίου. Με την παράσταση Ελλάς το καφενείο σου και μπροστάρη τον Χάρυ Κλυνν –όπου θα μείνει για 5 καλοκαίρια–, αλλάζει τη θεατρική κατάσταση.
Αλλά και μετά συνεχίστηκε η επιτυχία. Μάλιστα το 2002, στην επιθεώρηση Εμείς Χασάν και αυτοί μασάν, ο Σωτήρης Μουστάκας γράφει ιστορία ως ακροδεξιά δεσποινίς Μαργαρίτα
Μόνο που το είδος all star επιθεώρηση, αρχίζει και αυτό να πέφτει. Το κόστος αυξάνει, τα έσοδα μειώνονται και το καλοκαίρι των Ολυμπιακών Αγώνων, το «Άλσος» κλείνει.
Το 2019 άνοιξε ξανά, με την τεράστια επιτυχία των Ρέππα-Παπαθανασίου Το δικό μας σινεμά.
Και ύστερα από δυο καλοκαίρια με τον Τάκη Ζαχαράτο, φέτος επιστρέφει στην επιθεώρηση με το Τι ζούμε ρε της Δήμητρας Παπαδοπούλου και την ελπίδα να αρχίσει πάλι κάτι να κινείται στην καλοκαιρινή θεατρική Αθήνα.
Σπύρος Δευτεραίος