Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα «Του ταπεινού Ρωμανού ο ψαλμός ούτος». Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη¹. Διαβάστε εδώ το Μέρος Α’.
ζ’. Περαστικοί από τη γη, περάσατε και πάτε κι ύστερα φύγατ’ Άγιοι, πίσω τ’ αφήνετ’ όλα αθόρυβα και μυστικά – ωσάν να μην υπήρξατε για τούτο ‘δώ τον κόσμο.
Το κοσμικό το φρόνημα, κάθε γήινο πράγμα εσείς το εγκαταλείψατε· μπήκατε σ’ άλλο δρόμο: αυτόν της αγιότητας.
Καθώς το ψάξατε πολύ, επιμελώς, σε βάθος –ω! ‘σείς καλοί μου Άγιοι– πήρατε την απόφαση ν’ ακούσετε τον λόγο της αγιασμένη Του φωνής:
«Ελάτε όλοι σας κοντά εσείς που είστε δικοί μου,
γιατί θέλω και χαίρομαι ν’ ακούω απ’ τα χείλη σας να βγαίνει τ’
Αλληλούια.
η’. Και για να μην μακρηγορώ αυτό μόνο σας λέω: του κόσμου όλα τα πράγματα χάνονται κάποια μέρα· μαζί κι ο κόσμος θα χαθεί, σαν θα ‘ρθει εκείν’ η ώρα.
Όσοι θα πούμ’ πως της ζωής το κέρδος μας πως ήταν τα υλικά τα αγαθά κι οι όσες απολαύσεις, όντως μόνιμοι κάτοικοι θα γίνουμε του τάφου!
Μωρέ καλά το ‘πε ο σοφός: «Όλα του κόσμου μάταια, τα πάντα ματαιότης».
Αφού μας μέλει θάνατος –κανένας δεν γλιτώνει– τι να τα κάνεις τα λεφτά; Τα πλούτη τι τα θέλεις;
Αυτό είναι το καλύτερο: ήσυχα, ωραία στον Χριστό να ψέλνεις τ’
Αλληλούια.
θ’. Και τώρα είμαι σίγουρος πως θα βρεθούν κάποιοι να πουν, αν όχι με το στόμα, στα σίγουρα θα το σκεφτούν:
«Καλά τα λες πως ποταπή είν’ η ζωή ετούτη, αλλά κι εσύ πίσω δεν πας· με τα του κόσμου και εσύ, τώρα δα που μιλάμε, ποτέ σου δε σταμάτησες κι ατός σου ν’ ασχολείσαι.
Δοκάρι είν΄ ολόκληρο πά’ στα δικά σου μάτια· πως το λοιπόν μπορείς να δεις στους άλλους την αγκίδα που έχουνε στα μάτια τους, για να την αφαιρέσεις;
Αν είν’ καλό αυτό που λες, εσύ ο ίδιος που μιλάς για δεν το κάνεις τότε;».
Μωρέ καλά μου λεν αυτοί, ότι πάω χαμένος κι είμ’ αξιοκατάκριτος αν δεν φροντίσω με σπουδή να λέω τ’
Αλληλούια.
ι’. Όμως δεν είναι ικανοί όλοι ν’ ακολουθήσουν εκείνο το παράγγελμα που ΄δωσε ο Κύριός μας.
Σε έναν τότε το ‘χε πει, για να το ακούσουμ’ όλοι: «Πούλησ’ το βιός σου άνθρωπε κι έλα, ακολούθησέ με».
Κάποιοι που ήταν συνετοί άκουσαν τι τους είπε· μα άλλοι, σαν του λόγου μου, δεν δώσαν σημασία.
Νά, σαν κι αυτούς είμαι κι εγώ, αυτούς τους τελευταίους· το ξέρω και μονάχος μου, δεν είν’ ότι περίμενα εσείς να μου το πείτε…
Γι’ αυτό, όμως, είναι που ζητώ, θερμά παρακαλώ σας να ψέλνετε όλοι την ωδή, αυτό το
Αλληλούια.
ια’. Προσάναμμα προσφέρω ‘γώ, και είθε να φουντώσει μέσα στα στήθια σας φωτιά, εκείνος ‘κεί ο ζήλος, να ψέλνετε στον Κύριο, να Τον ευχαριστείτε.
Προσάναμμα τα λόγια μου, ότι έχω τον σκοπό μου… Όταν θα λάβετε άξια απ’ τον Κύριο τον μισθό σας, κοντά σε σας ίσως κι εγώ μνημονευτώ ο καημένος- μαζί με το βασιλικό ας ποτιστεί κι η γλάστρα!
Ότι σας λέω το λοιπόν ακούστε το αν μπορείτε· μα ότι κάνω αφήστε το, γιατί στις πράξεις πάσχω- από τα έργα μου μακριά, μακριά πολύ σταθείτε.
Τα λόγια μ’ ν’ αγαπήσετε, τα έργα μου καθόλου…
Άλλη λοιπόν καλύτερη δεν έχω ψαλμωδία, μονάχα ετούτον τον ψαλμό, τ’ ωραίο
Αλληλούια.
ιβ’. Λογιώ-λογιώ είν’ οι βρομιές που ‘χει η ζωή στον κόσμο και όλες τις αφήσατε και φύγατε μακριά τους και καταφύγατε εκεί που ‘ν’ η πηγή η καθαρή – κρούσταλλο το νεράκι.
Τον βίο πο’ χουν οι άσαρκες αγγελικές δυνάμεις θερμά εσείς ποθήσατε· αφήστε τώρα το λοιπόν της σάρκας κάθε μέριμνα.
Σ’ όσα καταφρονήσατε, αγάπες δεν αξίζουν· θέαμα άλλο θλιβερό σαν τούτο δεν υπάρχει: να δεις ανδρείο που γκρέμισε της φυλακής τον τοίχο, στα μπάζα πίσω να γυρνά, να πιάνει να σκαρώνει ξερολιθιές της συμφοράς, πέτρα πάνω στην πέτρα.
Περίγελος μπρος στον εχθρό μη δώσει να γενείτε·
σταθείτε όρθιοι λοιπόν· νηφάλιοι, γρηγορείτε ψέλνοντας μονολόγιστη ωδή: το
Αλληλούια.
ιγ’. Άριστα καμωμένο το ότι αποφύγατε τους τρόπους και τις πράξεις κάποιων ανθρώπων κοσμικών που Θεό δεν λογαριάζουν· μ’ αφού απ’ αυτούς ξεφύγατε έτσι σας πρέπει τώρα, τη θύμησή τους σβήστε την, ξεγράψτε την τελείως.
Με μιας σχήμα σαν πήρατε, ωσάν και τους αγγέλους, δέσμευση αναλάβατε: να ‘χετε βίο αδιάφθορο, μακριά από τις έριδες, αγνό κι ευλογημένο.
Πρέπει να διαγκωνίζεστε τιμές ποιος θ’ αποδώσει στον αδελφό πρωτύτερα – και το εγώ κι ο εαυτός να πάει στα κομμάτια. Ποτέ σας να μην πείτε «αυτό εδώ είναι δικό μ’», νά «τούτο ‘δώ είν δικό σου».
Γιατί δικό του ο Μοναχός δεν έχει ούτ’ ένα πράμα,
μα όλοι έχουνε μαζί από κοινού τα πάντα που όλα τους συνοψίζονται στον ψαλμικό το λόγο, ήγουν το
Αλληλούια.
ιδ’. Μ’ αφέλεια μην επαίρεστε ο ένας με τον άλλον· αφού το λέει ο Απόστολος: «στ’ αλήθεια τι είν’ δικό σου; τι έχεις που δεν το ‘λαβες;» – ως δώρο από πάνω…
‘Κείνον π’ αρταίνει ο νηστευτής να μην τον κατακρίνει· κι αυτός που τρώει κανονικά, κείνον που απέχει απ’ το φαΐ πολύ να τον τιμάει.
Ο ένας τρώει γιατί ασθενεί· ο άλλος στην εγκράτεια ασκείται και νηστεύει.
Ο ένας στο διακόνημα μοχθεί και αποκάμνει κι άλλος ψάλλει ολημερίς, γιατί ο πόθος του Χριστού μέσα του υπερχειλίζει.
Ένας υπάρχει ο μισθός και για τους δυο ο ίδιος και είναι τ’
Αλληλούια.