Από το παλαιό εύνοστος (τερπνός, ευχάριστος) προκύπτει το επίθετο έμνοστος της ποντιακής διαλέκτου, σύμφωνα με το λεξικό του Άνθιμου Παπαδόπουλου.
Η κύρια σημασία είναι ηδύς, νόστιμος. «Έμνοστον φαείν» για παράδειγμα. Επίσης μεταφορικά σημαίνει τον όμορφο (έμνοστον παιδίν).
Υπάρχει όμως και μία τρίτη σημασία. «Έμνοστο!» είναι η προσφώνηση καλεσμένου σε σπίτι την ώρα που οι ένοικοι τρώνε, μια ευχή για εκείνον που μακάρι να αισθανθεί τη νοστιμάδα τρώγοντας.