Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα «Του ταπεινού Ρωμανού ο ψαλμός ούτος». Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη¹.
Προοίμιο Ι
Τι πάει να πει ευσέβεια αληθινή διδάσκουν κι η ασέβεια βουβαίνεται και παραλύει μπροστά τους.
Γι’ αυτό είναι που η σύναξη των θεοφόρων πάντων φωτίζει την υφήλιο ολάκερη και λάμπει· καθώς Εσύ τη στίλβωσες, το φως Σου καταυγάζει.
Από τις ικεσίες τους, μ’ αυτών τη μεσιτεία, θαρρεύουμε λοιπόν κι εμείς και Σε παρακαλούμε
αυτούς που Σε δοξολογούν, όσους σε μεγαλύνουν
φύλαγέ τους και χάρισ’ τους την τέλειά Σου ειρήνη, ώστε να ψέλνουν και να υμνούν Εσέ με
Αλληλούια.
Προοίμιο ΙΙ
Όσοι εγκαταλείψαμε τη ζωή μέσα στον κόσμο για το νοητό παράδεισο
που τώρα κατοικούμε, κραυγή μετάνοιας βγάζουμε απ’ τις καρδιάς τα βάθη:
«Σώσε, μόνε Φιλεύσπλαχνε, αυτούς που καταφύγανε σε Σε για προστασία.
Να ‘μαστε ‘δώ για κοίτα μας! Πίσω τα πάντα αφήσαμε κοντά Σου για να ‘ρθούμε.
Μονάχα Εσέ ποθήσαμε, μονάχ’ Εσέ ποθούμε, γι’ αυτό κι όλοι Σου ψέλνουμε λέγοντας
Αλληλούια».
Προοίμιο ΙΙΙ
Τι αγαπητά, τι όμορφα είναι ΄κείνα μέρη που στ’ όνομά Σου τάζονται κι είν’ αφιερωμένα, Κύριε των Δυνάμεων!
Γι’ αυτό, λοιπόν, Σωτήρα μας σ’ αυτά όσοι διαμένουν, αίνους θα Σ’ αναπέμπουνε πάντα μέσ’ στους αιώνες·
θα τραγουδούν, θα ψέλνουνε μαζί με τον Προφήτη –τον Προφητάνακτα Δαυίδ– θα λέν’ το
Αλληλούια.
Οίκοι
α’. Έφερνα γύρω στο μυαλό πόσες χαρές υπάρχουν, αλλά και τ’ άλλα στη ζωή π’ αντάμα συντυχαίνουν κι αυτά τα συλλογίστηκα,
μα σαν καλοεξέτασα τα βάσανα, τα πόνια, πόνεσα και συμπόνεσα όλην την ανθρωπότη.
Μα καλοτύχισα εσάς, μονάχα εσάς απ’ όλους που την «μερίδα» την καλή διαλέξατε και πήρατε – Μαρίας κι όχι Μάρθας.
Ολημερίς κι ολονυχτίς μόν’ το Χριστό ποθείτε, στη Χάρη Του πασχίζετε να ‘στε προσκολλημένοι
κι όλο χαρά εσείς ψάλλετε μαζί με τον Προφήτη, ‘κείον τον θεσπέσιο Δαυίδ, λέγοντας
Αλληλούια.
β’. Μεσ’ στους βροτούς δεν είν’ κανείς ποτέ του να μην γεύτηκε πικρούς καρπούς της λύπης· του κόσμου έτσι είν’ ο τροχός: μια πάνω και μια κάτω.
Αυτός δεν είν’ που έβλεπα οψές να καμαρώνει; Για δες τον τώρα, σήμερα! Κοίτα να δεις πώς κείτεται, καθώς γκρεμοτσακίστηκε απ’ τα ψηλά στο χώμα.
Άλλος που ήταν πλούσιος, στα ξαφνικά: μπατίρης! Κι εκείνος που ‘ταν εύπορος; Άπορος γίνετ’ άξαφνα, δεν έχει ούτε να φάει…
Εσείς, όμως, ελεύθεροι είστε από τέτοιες έγνοιες.
Η μόνη έγνοια που ‘χετε κι είστε σ’ αυτήν δοσμένοι είναι με όλη την ψυχή να ψέλνετ’
Αλληλούια.
γ’. Κοιτάζει ο πλούσιος τον φτωχό σαν να ‘τανε σκουπίδι· λυσσάει για να του καταφάει το λίγο βιός που έχει.
Κοπιάζ’, ιδρώνει ο γεωργός, πλουτίζ’ ο κτηματίας· άλλος δουλεύει σαν σκυλί κι απ’ τους καρπούς του μόχθου του άλλος καλοπερνάει.
Ιδρώνει η φτωχολογιά με κόπο να μαζέψει και τα σκορπάει ο πλούσιος χωρίς δεύτερη σκέψη.
Αλλ’ ο δικός σας κόπος ολάκερος διασώζεται,
γιατί είναι σφραγισμένος με μια σφραγίδα του Χριστού που δεν μπορεί να χαλκευτεί: το ψαλμικό
Αλληλούια.
δ’. Η ελπίδα και η προσμονή τους άγαμους λιανίζουν· κι οι μέριμνες τους οι πολλές λιώνουν τους παντρεμένους.
Οι άτεκνοι απ’ τη λύπη τους μαραίνοντ’ οι καημένοι· αλλά και τους πολύτεκνους τους τρών’ οι στενοχώριες.
Χτυπιούνται και οδύρονται όσ’ είναι μες σε γάμο – πως πήγαν και «κρεμάστηκαν» το λέν’ μισοαστεία. Αμ’ οι άλλοι οι ανύπαντροι; Tην ατεκνία τους θρηνούν μικρά παιδιά σαν βλέπουν.
Αυτά θωρείτε από μακριά κι απλώνεται χαμόγελο πλατύ στο πρόσωπό σας.
Οτ’ η δικιά σας η χαρά δεν τρεμοπαίζ’, δεν σβήνει· μένει η φλόγα άσβεστη σαν ψέλνεις
Αλληλούια.
ε’. Είν’ αλμυρή η θάλασσα, μα το φαΐ είν’ ωραίο·
παίρνει τον κίνδυν’ ο άνθρωπος τις θάλασσες διαπλέει· σε καραβιές φορτώνονται οι νοστιμιές του κόσμου. Τι να μας πουν τα κύματα – μιλάει το στομάχι!
Ρισκάρουν τις ζωούλες τους ‘πά στα πλωτά σανίδια· σπουδαίο πράγμα η τροφή, χαλάλι ο θαλασσοδαρμός – σιγά την τρικυμία!
Αλλ΄ η γαλήνη που έχετε εσείς είναι ωραία- για πάντα καλοκαιρινή, χειμώνα δε γνωρίζει.
Λιμάνι πιάσατε καλό, ωραίο αγκυροβόλι, κι η άγκυρά σας ο ψαλμός αυτό το
Αλληλούια.
ς’. Τους πειρατές δεν σκέφτονται, μήτε τις βαρυχειμωνιάς τις άγριες καταιγίδες· μόνο το χρήμα κυνηγούν, το εμπορικό το κέρδος.
Τα λυσσασμένα κύματα, όταν τα δουν τρομάζουν, μα ούτε τότ’ υποχωρούν, δεν λεν να σταματήσουν.
Τα πλούτη είν’ που προσδοκούν, γλυκιά είν’ αυτή η ελπίδα κι από τη μύτη τους τραβά· και του πνιγμού ο κίνδυνος φαίνετ’ ότι ξεφτίζει μπροστά στη λάμψη του χρυσού.
Μα το δικό σας σκάφος, θα παραμείνει αβύθιστο· και πώς να ναυαγήσει,
αφού λιμάνι βρήκατε απάνεμο, γαλήνιο και τον Θεό δοξάζετε ψέλνοντας
Αλληλούια;