Είθισται τα κάθε είδους αντικείμενα ή μέσα μεταφοράς τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί από πρόσωπα που το όνομά τους έχει γραφτεί στην Ιστορία με θετικό ή αρνητικό πρόσημο να αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ομοίως και με το πλοίο «SS Bandirma», στο οποίο ο Μουσταφά Κεμάλ επιβιβάσθηκε στις 16 Μαΐου 1919, συνοδευόμενος από 22 έμπιστους αξιωματούχους, 25 στρατιώτες και 8 άτομα διοικητικό προσωπικό.
Από την Κωνσταντινούπολη έφτασε τρεις ημέρες αργότερα στη Σαμψούντα. Η άφιξη αυτή σηματοδότησε την ίδρυση του τουρκικού εθνικού κινήματος και ταυτοχρόνως την πιο σκληρή φάση της Γενοκτονίας των Ποντίων.
Μέχρι τη στιγμή που το πλοίο συνδέθηκε με τον «πατέρα» των Τούρκων που αιματοκύλησε τον Πόντο, είχε γράψει στο σκαρί του τη δική του ιστορία. Και συνέχισε να τη γράφει μέχρι τη διάλυσή του, μετά από 47 χρόνια «ζωής».
Το μήκους 47,7 μέτρων πλοίο ναυπηγήθηκε το 1878 στη Σκοτία από το ναυπηγείο McIntyre & Co, Paisley, και νηολογήθηκε με το όνομα «Trocadero» («Τροκαντερό») πρώτη φορά το 1880 από τον Βρετανό εφοπλιστή Γουίλιαμ Χένρι Σόλας.
Οι Έλληνες ιδιοκτήτες
Αρκετοί ήταν οι Έλληνες που το είχαν στην κατοχή τους μετά τον Γουίλιαμ Χένρι Σόλας, ο οποίος και το πούλησε (1883) μόλις τρία χρόνια αφότου το αγόρασε.
Ο πρώτος Έλληνας πλοιοκτήτης του «Τροκαντερό» απαντούσε στο όνομα Χιώτης Ψύχας, είχε έδρα τον Πειραιά και μετονόμασε το πλοίο σε «SS Kymi» («Κύμη»). Το κράτησε πέντε χρόνια, και έπειτα το αγόρασε ο εφοπλιστής Ε. Αρβανίτης, στην κατοχή του οποίου έμεινε για δύο χρόνια.
Την περίοδο που το πλοίο βρισκόταν στα χέρια των δύο πρώτων Ελλήνων ιδιοκτητών, έκανε δρομολόγια στη γραμμή Ευβοϊκού – πήγαινε από τον Πειραιά στο Λαύριο και μετά στη Χαλκίδα και τον Βόλο.
Το 1886 εντοπίζεται στην άγονη γραμμή Πελοποννήσου, από τον Πειραιά για Βάτικα (σήμερα Νεάπολη Λακωνίας), Λιμένι (Οίτυλο), Καρδαμύλη, Καλαμάτα και Νησί (Μεσσήνη). Δρομολόγια έκανε επίσης σε Σκιάθο και Σκόπελο, όπως αναγράφεται σε άρθρο στην πειραϊκή εφημερίδα Σφαίρα.
Το 1891 το «Κύμη» πέρασε στα χέρια του τρίτου Έλληνα ιδιοκτήτη, στον καπετάν Ανδρεάδη, και λίγες εβδομάδες μετά προσάραξε σε βράχια έξω από την Αρτάκη της Προποντίδας, κοντά στην Αρχαία Κύζικο.
Παρά τη μεγάλη καταστροφή που υπέστη, ο πλοιοκτήτης το ρυμούλκησε και το επισκεύασε στους ταρσανάδες της Πόλης. Το 1892, οπότε και το ετοίμασε, αγοράστηκε από τους Ιταλούς G&P Dandelo, οι οποίοι το μετονόμασαν σε «SS Panderma».
Το 1893 το «SS Panderma» αγοράστηκε από την ιταλική οικογένεια Derasmo με έδρα την Κωνσταντινούπολη, και το 1894 από την οθωμανική κρατική ναυτιλιακή εταιρεία Idare-i-Mahsusa.
Η νέα ιδιοκτησία άλλαξε επίσης το όνομα του πλοίου, το «βάφτισε» «SS Bandirma» (Μπαντιρμά, δηλαδή Πάνορμο), για να ακούγεται πιο τουρκικό.
Το 1910 το πλοίο πέρασε στην τουρκική εταιρεία Osmanli Seyr-i Sefain Idaresi, ενώ με την κατάργηση του χαλιφάτου και τη σύσταση της Τουρκικής Δημοκρατίας, το 1923, πέρασε στην επίσης κρατική Turkiye Seyr-i Sefain Idaresi, με έδρα την Πόλη. Βγήκε εκτός υπηρεσίας το 1923 ή το 1924, και διαλύθηκε το 1925.
Το ακριβές αντίγραφο
Αναλογιζόμενοι το ρόλο που έπαιξε το πλοίο στην αρχή του «Πολέμου Ανεξαρτησίας» που οδήγησε στην ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923, ο δήμαρχος και ο κυβερνήτης της Σαμψούντας ζήτησαν να δημιουργηθεί ακριβές αντίγραφο του πλοίου, για μουσειακούς λόγους.
Η ναυπήγησή του άρχισε στις 9 Μαΐου 2000 και ολοκληρώθηκε στις 15 Απριλίου του 2001, από την εταιρεία Taşkınlar Shipbuilding Co.
Το πλοίο-μουσείο εγκαινιάστηκε το 2003 από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, και έκτοτε έχει την ίδια λειτουργία, δεμένο στο Πάρκο Ντογού στη Σαμψούντα. Όσοι επισκεφτούν το εσωτερικό του θα παρατηρήσουν κέρινα ομοιώματα του Μουσταφά Κεμάλ και των συντρόφων του που έκαναν εκείνο το ταξίδι από την Πόλη στη Σαμψούντα, το 1919.