Σαν σήμερα πριν 145 χρόνια ανακαλύφθηκε ένα από το πιο γνωστά αγάλματα της Ελλάδας, ο Ερμής του Πραξιτέλη.
Ως η ημερομηνία ανακάλυψης του αγάλματος, πλέον εμφανίζεται η 8η Μαΐου 1877, αλλά καθώς τότε ακολουθούσαν το Ιουλιανό ημερολόγιο (με το οποίο έχουμε 13 μέρες διαφορά), η τότε ημερομηνία ήταν η 26η Απριλίου.
Την ανακάλυψη έκαναν Γερμανοί αρχαιολόγοι στον σηκό (ο κύριος εσωτερικός χώρος στους αρχαίους ελληνικούς ναούς) του ναού της Ήρας στην Ολυμπία. Σήμερα το άγαλμα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας.
Η ανασκαφή είχε ήδη ξεκινήσει από το 1875, μετά από σύμβαση ανάμεσα στο ελληνικό και γερμανικό κράτος, η οποία έγινε ένα χρόνο νωρίτερα. Παρά τις συνηθισμένες τακτικές, εκείνη την φορά και για πρώτη φορά, δεν επιτράπηκε η παραχώρηση των ευρημάτων. Αυτός είναι και ο λόγος που το άγαλμα βρίσκεται στην Ελλάδα από τότε έως σήμερα.
Το άγαλμα
Το άγαλμα χρονολογείται το 343 πΧ, τη μεταβατική περίοδο από την ύστερη κλασική στην πρώιμη ελληνιστική γλυπτική. Αποδίδεται στον Πραξιτέλη, ενώ ο Πλίνιος αναφέρει ότι μία παρόμοια σύνθεση είχε φιλοτεχνηθεί από τον πατέρα του Κηφισόδοτο.
Το άγαλμα έχει γίνει διάσημο σε όλο το κόσμο, λόγω της ομορφιάς του, που αναδεικνύει την κλασσική αισθητική και γλυπτική.
Πρόκειται, όπως φαίνεται εξάλλου, για το θεό Ερμή, ο οποίος απεικονίζεται ως ένας νεαρός, όρθιος, γυμνός άνδρας. Στηρίζεται στο δεξί πόδι και λυγίζει προς τα πίσω το αριστερό, ακουμπώντας στο έδαφος μόνο τα ακροδάχτυλα. Στο αριστερό χέρι ο Θεός κρατά τον Διόνυσο σε βρεφική ηλικία, ενώ στο δεξί, το οποίο δεν σώζεται ολόκληρο, υποτίθεται ότι κρατούσε σταφύλι, το οποίο έδειχνε με παιγνιώδη διάθεση προς το βρέφος.
Λόγω της στάσης του, είναι απαραίτητο να υπάρχει κάποιο στήριγμα, το οποίο έχει την μορφή κορμού και καλύπτεται σε μεγάλο βαθμό από ιμάτιο.
Η περιπέτεια του αγάλματος
Το 1927, ο Καρλ Μπλούμελ, Γερμανός αρχαιολόγος, διατυπώνει τη θεωρία ότι ο Ερμής δεν είναι πρωτότυπο έργο του γλύπτη του 4ου αιώνα πΧ., αλλά αντίγραφο των ρωμαϊκών ετών.
Ο ίδιος κάνει γνωστές τις σκέψεις αυτές, σε σχετική μελέτη σχετική με την τεχνική της αρχαίας γλυπτικής, όπου παραθέτει τις παρατηρήσεις του, όλες σχετικές με την κατασκευή του αγάλματος.
Μέχρι το 1937 δεν δίνονται απαντήσεις σχετικά με το άγαλμα. Τότε επεμβαίνει ο Όσκαρ Άντονσόν.
Ο ίδιος σε βιβλίο του καταλήγει στο ότι το άγαλμα, ναι μεν είναι πρωτότυπο, ναι μεν δημιουργήθηκε από τον Πραξιτέλη, ωστόσο δεν αναπαριστά τον θεό Ερμή, αλλά τον Πάνα που μεταφέρει τον μικρό Διόνυσο.
Έτσι γεννιούνται νέα ερωτηματικά, τα οποία ο ίδιος όχι μόνο δεν απαντάει, αλλά δημιουργεί και άλλα, 11 χρόνια μετά, όταν ισχυρίζεται ότι πρόκειται περί πρωτότυπου αγάλματος, αλλά δεν πρέπει να αποδίδεται στον Πραξιτέλη, μα σε κάποιον συνονόματο του γλύπτη των ελληνιστικών χρόνων.
Οι ισχυρισμοί του στο μεγαλύτερο μέρος τους πυροδοτούνται από κάποια ακατέργαστα σημεία στην πλάτη και στο κεφάλι του περίφημου αγάλματος, που κατά τη άποψη του «φλυαρούν». Όπως και στην προσπάθεια κατοπινών συναδέλφων του αρχικού δημιουργού να παρέμβουν δραστικά στα χαρακτηριστικά του αγαλματικού συμπλέγματος.
Παρόλα αυτά η κατάληξη είναι μία, το άγαλμα είναι πρωτότυπο, είναι του Πραξιτέλη και πρόκειται για τον Ερμή, το όποιο, όμως, υπέστη την ταλαιπωρία της άγαρμπης σμίλης κάποιου ρωμαίου καλλιτέχνη.