Tη ζωή του πατέρα της, που έζησε την καταστροφή της Σμύρνης σε ηλικία των 13 χρονών αφηγείται η Ευθυμία Κεχαγιά.
Ο Νικόλαος Κεχαγιάς γεννήθηκε περίπου το 1907 και προερχόταν από μία τετραμελή οικογένεια όπου ζούσαν όλοι μαζί, στο δικό τους σπίτι, σε ένα μικρό χωριό κοντά στη Σμύρνη. Ο ίδιος μιλούσε για μία οικογένεια ευτυχισμένη και ήσυχη.
Το 1922 οι τούρκικες Αρχές τους ανάγκασαν να πουλήσουν γρήγορα την περιουσία τους και
το σπίτι τους και να φύγουν για την πόλη. Όταν μετά από λίγο έγινε η καταστροφή, η οικογένεια έκρυψε τις οικονομίες της και κάποια τιμαλφή αντικείμενα, μέσα σε μία βάρκα και καταφέρανε να ξεφύγουν.
Η πρώτη επαφή με την Ελλάδα
Η πρώτη τους στάση ήταν στη Μυτιλήνη. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν φρικτές. Η πόλη ήταν γεμάτη πρόσφυγες και ήταν αδύνατο να βρουν κατάλυμα για να μείνουν με αποτέλεσμα να μετακομίσουν στην Αθήνα στην περιοχή του Βύρωνα. Με το προσφυγικό επίδομα καταφέρανε να αγοράσουν ένα μικρό σπίτι.
Όταν η μεγαλύτερη κόρη αρραβωνιάστηκε, πούλησαν το σπίτι για να της δώσουν χρήματα για προίκα. O γάμος έγινε στη Θεσσαλονίκη όπου εκεί μετακόμισε όλη η οικογένεια.
Αργότερα άνοιξαν ένα ζαχαροπλαστείο πάνω στην Εγνατία οδό.
Η ζωή μετά την εγκατάσταση
Ο πατέρας της αισθανόταν την ανάγκη να χαράξει τον δικό του δρόμο, έτσι πήγε στη Σύρο και μαθήτευσε δίπλα σε ένα θείο του που ήταν διάσημος λουκουμοποιός και έμαθε πολύ καλά την τέχνη της ζαχαροπλαστικής.
Στην αρχή η εγκατάσταση στο νησί ήταν πολύ δύσκολη, αφού οι Συριανοί ήταν καχύποπτοι με τους πρόσφυγες, σύμφωνα με τον ίδιο. Όμως, δουλεύοντας σκληρά, κατάφερε όπως τονίζει η Ευθυμία Κεχαγιά, να γίνει εξαιρετικός ζαχαροπλάστης και να φτιάχνει λουκούμια.
Αργότερα προσπάθησε να μείνει και να εργαστεί στην Αθήνα αλλά τελικά επέστρεψε στη Σύρο για να δημιουργήσει και να αναπτύξει την δική του επιχείρηση.
Έφτιαχνε λουκούμια, τα έβαζε σε μεγάλα καλάθια και τα πουλούσε σε γιορτές. Επίσης, πολλές φορές έπαιρνε τη βάρκα του και πήγαινε στην Ικαρία για να πουλήσει τα λουκούμια στα παραδοσιακά πανηγύρια.
Τη δεκαετία του ’40 γνώρισε τη γυναίκα του και άνοιξε ένα δικό του ζαχαροπλαστείο στο λιμάνι της Ερμούπολης.
Η κόρη του τονίζει την αλληλεγγύη που έδειχναν οι πρόσφυγες μεταξύ τους και την προσπάθεια διατήρησης της συλλογικής τους μνήμης, κλείνοντας τη συνέντευξή της.
Η ιστορία ηχογραφήθηκε στις 9 Αυγούστου του 2001 στη Σύρο από την ιστορικό Κατιλένα Σταθάκου.
Πηγή: Σύλλογος Μικρασιατών Πεύκης – Λυκόβρυσης «ΙΩΝΙΑ»