Παθιασμένος με τον τόπο καταγωγής της οικογένειάς του, το Σιβρισάρι της Ερυθραίας της Μικράς Ασίας, ο φιλόλογος Θοδωρής Κοντάρας χρόνια τώρα μάς εντυπωσιάζει με τις γνώσεις του γύρω από τη λαογραφία και την ιστορία του ελληνισμού των περιοχών της Ιωνίας, της Αιολίδας και της Προποντίδας.
Με την έρευνά του, την επίμονη και επίπονη καταγραφή των διαλέκτων που ομιλούνταν στη Μικρά Ασία, των εθίμων που τηρούσαν ευλαβικά οι κάτοικοί της, των χορών και των τραγουδιών με τα οποία διασκέδαζαν, έχει πετύχει να φέρει τους προσφυγικής καταγωγής Έλληνες πιο κοντά με τις αλησμόνητες πατρίδες.
Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που αναφέρεται στον εορτασμό της Λαμπρής στην Ερυθραία. Όπως έχει σημειώσει σε πολλά γραπτά κείμενά του αλλά και σε διαλέξεις του, «οι μεγάλες θρησκευτικές εκδηλώσεις άρχιζαν το Λαζαροσαββάτο, με επισκέψεις στα νεκροταφεία για τον καθαρισμό και το στολισμό των τάφων. Τα παιδιά την ίδια μέρα τραγουδούσαν το ‘γκώμιο του Λαζάρου ή λαζαρικό (ένα είδος καλάντων), βαστώντας μια κούτσα (κούκλα) – ομοίωμα του σαβανωμένου Λαζάρου– και στεφάνια με πρασινάδες και μάηδοι (μεγάλες κίτρινες κι άσπρες μαργαρίτες του αγρού).
Ήρτ’ ο Λάζαρος, ήρταν τα Βάγια,
ήρτ’ η Κυριακή που τρών’ τα ψάρια.
– Πού ‘σουνε, Λάζαρε, πού ‘ν’ η φωνή σου,
που σ’ ηγύρευγε η μάνα κι η αδερφή σου;
– Ήμουνε στη γη βαθιά χωμένος
και με τσι νεκροί νεκρός κι αποθαμένος.
– Λάζαρέ μου, σαν τι είδες,
εις τον Άδη που ηπήες;
– Είδα τρόμοι κι είδα φόβοι,
είδα βάσανα και πόνοι.
Δώμουτε, καλέ, λίγο νεράκι,
να ξεπλύνω τση καρδιάς μου το φαρμάκι.
»Οι νοικοκιουρές ηδώνανε στα παιδάκια αβγά και τσι λαζάροι, ανθρωπόμορφα κουλουράκια, ζυμωμένα ειδικά για το παιδομάνι με ζάχαρη, λάδι και μαστίχι ή κανέλα.
Σε μικρά ή απομονωμένα χωριά της Ερυθραίας, όπως π.χ. στο καραμπουρνιώτικο χωριό Μελί, το βράδυ του Λαζαροσαββάτου άναβαν τσι μεάλοι αφανοί (φωτιές) και τις πηδούσαν για το καλό ή τραγουδούσαν γύρω απ’ αυτές τροπάρια και τραγούδια βαγιάτικα και πασχαλινά με λυπητερό περιεχόμενο.
Την Κυριακή του Βαγιού (ή τω Βαγιώ) όλοι πήγαιναν στην εκκλησία για τα Νύφια (ακολουθία του Νυμφίου) και έπαιρναν βαγιόκλαρα (δάφνες), που τα φυλούσαν στο κονοστάσι, γιατί πίστευαν πως έχουν θεραπευτικές και εξορκιστικές ιδιότητες.
Καθιερωμένο φαγητό της ημέρας ήταν τα ψάρια και οι σαλάτες.
Βάγια, Βάγια τω Βαγιώ,
τρώμε ψάρι και κολιό
και την άλλη Κυριακή
βάνω τ’ άσπρο μου βρακί
και σαρτώ στα δώματα,
πέφτουν τα παπλώματα,
τα ματζώνουν οι γριές
κάτου αφ’ τσι κουντουρουδιές».
- Πληροφορίες: www.kemme.gr.