«Τυγχάνων πρόσφυξ και προστάτης πολυμελούς οικογενείας, μη δυνάμενος δε λόγω γήρατος να κάμω ουδεμίαν εργασίαν καθότι πάσχω και εκ ρευματισμών, τυγχάνων δε ευτελώς άστεγος διαμένων προσωρινώς εν σκηνή συγγενούς μου τινός».
Με αυτά τα λόγια περιέγραφε την οικογενειακή του κατάσταση ο Μικρασιάτης πρόσφυγας Βασίλειος Μαλαλέξογλου στην αίτηση που υπέβαλε το καλοκαίρι του 1925 προς την αρχαιολογική υπηρεσία «περί χορηγήσεως αδείας προς πήξιν παραπήγματος» κάτω από την Ακρόπολη για να στεγάσει την πενταμελή οικογένειά του.
Την αίτηση συνοδεύει και μια οικογενειακή φωτογραφία του γηραιού Μαλαλέξογλου με την κόρη του και τις τρεις εγγονές του, πράγμα σπάνιο για υπηρεσιακή αλληλογραφία, όπως τονίζει η αρχαιολόγος Αθηνά Χατζηδημητρίου και το αποδίδει στην προσπάθεια της προσφυγικής οικογένειας να ευαισθητοποιήσει τις αρμόδιες Αρχές.
Η αίτηση του Μαλαλέξογλου εγκρίνεται, όπως και της Σμυρνιάς χήρας Φωτεινής Κωνσταντίνου Αράπη, η οποία ζητούσε να της χορηγηθεί «…ένα μέρος εις την Ακρόπολιν παραπλεύρως της Παναγίτσας…» για να στεγάσει την τριμελή της οικογένεια.
Οι δύο οικογένειες ήταν από τις πρώτες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Πλάκας, που σήμερα είναι γνωστή από τον μικρό βυζαντινό ναό της Μεταμορφώσεως Σωτήρος του 11ου αιώνα.
Μέσα από την αλληλογραφία της εποχής που φυλάσσεται στο ιστορικό αρχείο της Διεύθυνσης Διαχείρισης Εθνικού Αρχείου Μνημείων του ΥΠΠΟΑ και ξεκινάει από το 1923, αναδεικνύεται μια άλλη πτυχή της ανταλλαγής πληθυσμών και της εγκατάστασης των προσφύγων στην Αθήνα.
Οι πρόσφυγες, όπως εξηγεί η Αθηνά Χατζηδημητρίου, εγκαταστάθηκαν αρχικά σε αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία γύρω από την Ακρόπολη (Πνύκα, Θησείο, Αστεροσκοπείο), στον Πειραιά (Κονώνεια Τείχη) και σε αρχαιολογικούς χώρους άλλων περιοχών (Θεσσαλονίκη, Χίος, Λάρισα, Λέσβος).
Από το αρχείο της ΔΔΕΑΜ για την Αθήνα προκύπτει έντονο ενδιαφέρον για την εγκατάσταση παραπηγμάτων είτε ως προσωρινές κατοικίες είτε ως πάγκοι για την πώληση προϊόντων στις περιοχές πέριξ του Αγίου Νικολάου Ραγκαβά και της Βιβλιοθήκης του Αδριανού από τα τέλη του 1924. Για τους αρχαιολόγους της εποχής, η ανταπόκριση στα αιτήματα των προσφύγων ήταν άσκηση ισορροπιών ανάμεσα στην προστασία των αρχαιοτήτων και στο δράμα των ξεριζωμένων οικογενειών.
«Βλέπουμε ότι χορηγούνταν άδειες με ειδικούς όρους για διάρκεια τριών μηνών. Επιτρεπόταν η “πήξη” παραπήγματος αλλά απαγορευόταν η “εκθεμελίωση” λίθων, όπως και οι αυθαίρετες επεκτάσεις των παραπηγμάτων», σημειώνει η Αθηνά Χατζηδημητρίου.
Βέβαια δεν γίνονταν όλες οι αιτήσεις δεκτές από τους εφόρους αρχαιοτήτων της εποχής. Απορρίφθηκε, για παράδειγμα, η αίτηση του Σμυρνιού Παναγιώτη Κασιμάτη το 1925 για την εγκατάσταση μιας ταβέρνας στον αρχαιολογικό χώρο του οθωμανικού Μενδρεσέ για έξι χρόνια.
Από τις περιπτώσεις που έχει εξετάσει η Αθηνά Χατζηδημητρίου και θα παρουσιαστούν στην ημερίδα της Ένωσης Αρχαιολόγων Ελλάδας «Ηώς», με θέμα τις αρχαιολογικές έρευνες στη Μικρά Ασία πριν και μετά το 1922, δεν λείπουν οι συγκρούσεις μεταξύ προσφύγων και Αρχών για την παράνομη αφαίρεση λίθων, αλλά ούτε και οι επιτήδειοι που πουλούσαν στους πρόσφυγες πλαστές άδειες.
Από το 1926 παρατηρείται αλλαγή στη στάση της αρχαιολογικής υπηρεσίας, η οποία σταματάει τη χορήγηση νέων αδειών για την εγκατάσταση παραπηγμάτων και από το 1929 αρχίζει η απομάκρυνση των προσφύγων από το Θησείο για να ξεκινήσουν οι ανασκαφές της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών, που έφεραν στο φως την Αρχαία Αγορά της Αθήνας.
Η ημερίδα «Μικρά Ασία: Αρχαιολογικές έρευνες, ευρήματα και κειμήλια πριν και μετά το 1922» θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη 29 Μαρτίου, στις 17:30 στο Μουσείο Ακρόπολης.