Δεν είναι λίγες οι φορές που η ιστορία γράφεται κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες. Αλλά όταν οι άνθρωποι που έχουν αποφασίσει να δημιουργήσουν, έχουν μυαλό, ταλέντο, δύναμη τότε όλα μπορούν να συμβούν. Ό,τι ακριβώς συνέβη με τον Φιλοποίμην Φίνο και την Φίνος Φίλμ.
Το σήμα της σπουδαίας εταιρείας εμφανίστηκε μέσα στην κατοχή και συγκεκριμένα στις 29 Μαρτίου 1943. Και άντεξε μέχρι το 1977.
Η προϊστορία
Ο Φιλοποίμην Φίνος δεν ήταν άγνωστος στο χώρο του ελληνικού κινηματογράφου. Το 1939 προβάλλεται η μία και μοναδική ταινία που σκηνοθέτησε ο ίδιος: To τραγούδι του χωρισμού αποτελεί την πρώτη ομιλούσα ελληνική παραγωγή που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα. Βγήκε στις αίθουσες τον Απρίλιο του 1940 και ήταν αποτυχία. Παρόλο που το σενάριο υπέγραφε ο Δημήτρης Μπόγρης, είχε εξωτερικά γυρίσματα στην Ύδρα και τις Σπέτσες, αλλά και τραγούδια –που στην οθόνη τα ερμήνευε ο πρωταγωνιστής Λάμπρος Κωνσταντάρας, ντουμπλαρισμένος από τον Πέτρο Επιτροπάκη–, η ταινία δεν περπάτησε.
Μέχρι την κατοχή ο ελληνικός κινηματογράφος δεν είχε να επιδείξει σπουδαία επιτεύγματα. Και την τεχνογνωσία δεν κατείχαμε και τα τεχνικά μέσα δεν υπήρχαν. Δυστυχώς από τότε ο κινηματογράφος ήταν ακριβό σπορ.
Η ταινία ήταν χαμένη μέχρι το 1994, αφού μόλις είχαν ολοκληρωθεί τα γυρίσματα της, η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο, ο Φίνος συνελήφθη από τους Γερμανούς και το στούντιό του, επιταγμένο από τις δυνάμεις κατοχής, καταστράφηκε, με συνέπεια να χαθεί το αρνητικό της ταινίας. Την αποκατάστασή της ολοκλήρωσε η Ταινιοθήκη της Ελλάδας, το 1994, από μια φθαρμένη κόπια που βρέθηκε στην Αίγυπτο.
Τα γυρίσματα στο Μέτωπο της Αλβανίας και την κατεχόμενη Αθήνα
Στη διάρκεια του πολέμου, ο Φίνος γύρισε σημαντικά ντοκουμέντα από το Μέτωπο της Αλβανίας και στη συνέχεια στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Αθήνα. Όλο όμως το υλικό και το αρχείο του κατασχέθηκε από τους Γερμανούς και ένα ελάχιστο μόνο μέρος του κατάφερε να διασωθεί. Παρόλα αυτά, τεχνικά υπήρχε ο εξοπλισμός. Ένα το κρατούμενο.
Από την άλλη, εκείνη την περίοδο στους αθηναϊκούς κινηματογράφους προβάλλονται κυρίως προπαγανδιστικές ἠ ανώδυνες ταινίες. Ο εγχώριος κινηματογράφος απείχε. Και πρακτικά, αφού δεν γυρίζονταν φιλμ αλλά και συνειδητά από τη μεριά των κατακτητών.
Μια ταινία στη γλώσσα των κατακτημένων, μπορεί να γύρναγε μπούμερανγκ στους κατακτητές. Ευτυχώς Η φωνή της καρδιάς ήταν ένα ανώδυνο μελό.
Και φυσικά δεν έπρεπε να υπάρχει καμία αναφορά ότι η χώρα τελούσε υπό κατοχή. Και αυτό έγινε, αν εξαιρέσει κάποιος ένα μικρό πλάνο, που πίσω από έναν ηθοποιό, περνούσε βιαστικά ένας Γερμανός στρατιώτης.
Τα γυρίσματα κράτησαν περίπου ένα χρόνο, εξαιτίας φυσικά των προβλημάτων και της ανέχειας. Λέγεται πως υπήρξαν μέρες που δεν έγιναν γυρίσματα, λόγω του ό,τι δεν υπήρχαν χρήματα, ούτε για φαγητό στο πλατό. Και δεν ήταν τα μόνα προβλήματα αυτά.
Στα παρασκήνια των γυρισμάτων αναφέρεται η παρ’ ολίγον αποχώρηση του συνθέτη του ελαφρού τραγουδιού Χρήστου Χαιρόπουλου, όταν έμαθε πως στην ταινία θα ακουγόταν ένα ρεμπέτικο τραγούδι. Επίσης υπήρχαν και ερωτικές αντιζηλίες. Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Ιωαννόπουλος, ερωτευμένος με την πρωταγωνίστρια Καίτη Πάνου, δεν επέτρεψε στον Δημήτρη Χορν να την φιλήσει στο στόμα όπως απαιτούσε το σενάριο.
Εθνική Ελλάδος
Ο κυρ-Σπύρος μόλις έχει βγει από τη φυλακή όπου εξέτισε την ποινή του για τη δολοφονία του εραστή της γυναίκας του. Προσπαθώντας να επιβιώσει, πιάνει δουλειά σε ένα ταβερνάκι, όπου συχνάζει μια κοπέλα, η οποία είναι η χαμένη του κόρη. Αν και δεν την αναγνωρίζει, δημιουργείται μια στοργική σχέση και ο κυρ-Σπύρος προσπαθεί να τη βοηθήσει να παντρευτεί τον νέο που αγαπάει, τον οποίο όμως δεν θέλει η μητέρα της.
Αυτό ήταν το στόρι της ταινίας. Στο ρόλο του κυρ-Σπύρου ήταν ο μεγάλος Αιμίλιος Βεάκης, που όμως λόγω ασθένειας η φωνή του ήταν ντουμπλαρισμένη από τον Τζαβάλα Καρούσο. Η Νίτσα Τσαγανέα ήταν η άπιστη σύζυγος, η Καίτη Πάνου η κόρη, η Σμαρούλα Γιούλη υποδυόταν την μικρή αδελφή της ηρωίδας που για την καρδιά της μονομαχούσαν ο «καλός» Δημήτρης Χορν και ο «κακός» Λάμπρος Κωνσταντάρας. Σε άλλους ρόλους βρίσκουμε, τον Παντελή Ζερβό, τον Αλέκο Λειβαδίτη αλλά και τη Σωτηρία Ιατρίδου.
Ο θρίαμβος και τα αντίποινα
Το φιλμ προβαλλόταν με μεγάλη επιτυχία, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες, σε τρεις κινηματογράφους του κέντρου των Αθηνών. Μάλιστα, η κοσμοσυρροή έξω από τους κινηματογράφους Ρεξ και Έσπερος, ενόχλησε ιδιαίτερα τους Γερμανούς κατακτητές.
Και θα τους εξοργίσει ακόμη περισσότερο, όταν η έξοδος από την αίθουσα του σινεμά –με τον κόσμο να κρατά λαμπάδες στα χέρια–, παίρνει χαρακτηριστικά συλλαλητηρίου κατά των κατακτητών. Ο Γερμανός διοικητής της Γκεστάπο Έριχ Φον Ρόγιενμπεργκ αντιλαμβάνεται τι σημαίνει η προσέλευση του κόσμου να παρακολουθήσει μια ελληνική ταινία. Έτσι, λίγο καιρό μετά, τόσο ο Φιλοποίμην όσο και πατέρας του, οδηγούνται στα κελιά της οδού Μέρλιν.
Ο πρώτος, κατηγορούμενος για αντίσταση κατά του καθεστώτος, καταδικάζεται από το στρατοδικείο εις θάνατον, αλλά αφήνεται εν τέλει ελεύθερος για να μην προκληθούν αντιδράσεις. Αντίθετα, ο δεύτερος, κατηγορούμενος ως κομμουνιστής, εκτελείται.