Ένα βιβλίο με λεπτομέρειες για τη ζωή των ανταρτών του Δυτικού Πόντου και ιδίως της περιοχής Βεζίρ Κιοπρού (Νεοκλαυδιούπολις) και του όρους Ταφσάν Νταγ, για τα μεγάλα πολεμικά γεγονότα που συντελέστηκαν στην περιοχή πριν την Ανταλλαγή των πληθυσμών, αλλά και για το πώς αντιμετώπιζαν τα γυναικόπαιδα τις πορείες θανάτου περιλαμβάνει στο υπό έκδοση βιβλίο του ο Βασίλειος Σιδηρόπουλος. Πρόκειται για καταγραφή και συγγραφή κάποιων από τα ακούσματα που είχε από τον παππού του, τον αντάρτη Ανέστη Σιδηρόπουλο αλλά και από τη γιαγιά του Κερεκία.
Ο καπετάν Σαούρ Ανέστης, όπως ήταν γνωστός, ήταν ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Κυριάκου Παπαδόπουλου (Κισάμπατζακ), του γενικού αρχηγού του Αντάρτικου του Δυτικού Πόντου.
Το βιβλίο διάνθισε και με πληροφορίες που συνέλεξε, κατά τη διάρκεια ταξιδιού του στον Πόντο, όπου συνομίλησε με ηλικιωμένους που γνώριζαν τον παππού του.
«Δεν ήθελα το βιβλίο να αποτελεί μία ξερή περιγραφή γεγονότων και γι’ αυτό επέλεξα να περιλαμβάνει πολλούς διαλόγους. Με τον τρόπο αυτό πιστεύω ότι δημιουργούνται περισσότερα συναισθήματα στον αναγνώστη και του μεταφέρονται καλύτερα τα γεγονότα», τονίζει στο pontosnews.gr ο συγγραφέας. Όπως αναφέρει, έχει ολοκληρώσει κατά 99% το βιβλίο του, το οποίο σχεδιάζει να εκδώσει μέχρι το καλοκαίρι. Αυτό που αναζητεί, είναι ο τίτλος, ο οποίος, όπως αναφέρει, μέχρι τώρα τον έχει δυσκολέψει πολύ.
«Αισθάνομαι σαν να κατασκεύασα μια κιβωτό και σε αυτήν μάζεψα τις μαύρες μνήμες από τις ζωές και τα όνειρα των προγόνων μου. Μόνο έτσι θα μπορέσω να σώσω αυτά τα σπαράγματα της ιστορίας του ξεριζωμένου πολιτισμού τους και της πικρής εγκατάστασής τους στη νέα τους πατρίδα. Εκτέλεσα ένα έργο-χρέος», σημειώνει ο Βασίλειος Σιδηρόπουλος.
Έξι ενότητες γεμάτες γεγονότα από τον Πόντο
Σε εφτά ενότητες χωρίζεται το βιβλίο του Βασίλειου Σιδηρόπουλου. Με εξαίρεση μία ενότητα που αναφέρεται στη συμμετοχή του παππού του στο Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Μέτωπο κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, όλες οι υπόλοιπες περιέχουν γεγονότα από τον Πόντο.
Ειδικότερα, περιεχόμενα του βιβλίου αποτελούν:
- Η Μάχη του Τσαα(χ)σούρ τον Αύγουστο του 1917, με όλες της τις λεπτομέρειες. Όπως αναφέρει ο Βασίλειος Σιδηρόπουλος, «ήταν η μοναδική μάχη που δόθηκε εναντίον του Οθωμανικού στρατού με ενωμένα όλα τα αντάρτικα σώματα των περιοχών Μπάφρας, Κάβζας και Βεζίρ Κιοπρού υπό την αρχηγία του Κισάμπατζακ».
- Η πανωλεθρία στο Μαησλού Τερεσί (Γαρτάλ Τερεσί), όπου μετά από οργανωμένη επίθεση του Λιβά Πασά τον Μάρτιο του 1922 σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν κάπου 1.600 αντάρτες και γυναικόπαιδα. «Από τα πτώματα των νεκρών τράφηκαν για τρεις μήνες όρνεα και γύπες».
- Η εκστρατεία των 500 ένοπλων τουρκόφωνων Ποντίων ανδρών τον Αύγουστο του 1922 από το Ταφσάν Νταγ προς το Σαγγάριο, για να ενισχύσουν τις δυνάμεις του Ελληνικού Στρατού.
- Η σπηλιά του Παφλαγονούν Μα(γ)αρά (παφλαγονικός τάφος), «όπου οι Τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έκαψαν περίπου 250 γυναικόπαιδα, μεταξύ των οποίων και τον πατέρα της γιαγιάς μου».
- Η «πορεία θανάτου» της γιαγιάς του μετά τη σύλληψή της την 21-6-1921 μέχρι τη Σιλόπη, το Χαλέπι, την Αντιόχεια. «Τα δεινά που υπέστη κατά την πορεία, όπως ο θάνατος της μάνας και της αδελφής της και η παρουσία της στην Αμάσεια κατά την ημέρα που με απόφαση των δικαστηρίων ανεξαρτησίας του Κεμάλ απαγχονίστηκε ο Τραπεζούντιος δημοσιογράφος Νίκος Καπετανίδης».
- Στοιχεία πολιτισμού, όπως η κοινή γιορτή του Αγίου Γεωργίου με τους Μπεκτασήδες Τσερκέζους της περιοχής, το έθιμο των Χοτλαχιών αλλά και οι δραστηριότητες των γυναικών της περιοχής, όπως το κυνήγι άγριων ζώων στο βουνό με τόξα κατά το πρότυπο των Αμαζόνων.
Έμεινε στο βουνό και μετά την Ανταλλαγή
Στο χωριό Σόουγ Τζαχ (κρύο τζάκι) γεννήθηκε στο λυκόφως του 19ου αιώνα ο καπετάν Σαούρ Ανέστης, παππούς του Βασίλειου Σιδηρόπουλου. Έφηβος ακόμα, το 1915, έφυγε από το χωριό κυνηγημένος από τους Τούρκους, οι οποίοι είχαν σκοτώσει τον πατέρα του. Αρχικά κρύφτηκε σε γειτονικά χωριά και το 1916, στα είκοσι του χρόνια, μπήκε στην αντάρτικη ομάδα του Κισάμπατζακ, στην οποία γρήγορα έγινε διμοιρίτης.
«Από το 1911 έως το 1923 βρισκόταν με ένα όπλο στο χέρι, με πολύ μικρές παύσεις ενδιάμεσα. Γυρνούσαν από περιοχή σε περιοχή, από βουνό σε βουνό και πολλές φορές είχαν μαζί τους και χιλιάδες γυναικόπαιδα, τα οποία κυνηγούσαν οι Τούρκοι. Η Ανταλλαγή των πληθυσμών τον βρήκε ξεχασμένο στο βουνό. Φοβόταν να κατέβει και να παραδοθεί, για να μην τον σκοτώσουν οι Τούρκοι. Τελικά τον μάζεψε από το βουνό ένας φίλος του Τσερκέζος, ο οποίος ανέβηκε μαζί με μέλη της επιτροπής ανταλλαγών. Τον έπεισε να παραδοθεί στους Τούρκους χωροφύλακες, οι οποίοι τον συνέλαβαν και τον έστειλαν στην Ελλάδα μέσω της Σαμψούντας», λέει ο συγγραφέας.
Κούκος Πιερίας, το χωριό των ανταρτών
Κατά τον ίδιο, ο Κισάμπατζακ εγκαταστάθηκε μετά τον ξεριζωμό στον Κούκο Πιερίας. Όταν το έμαθαν αυτό τα παλικάρια του, πήγαν, από διάφορα μέρη της Ελλάδας, να μείνουν μόνιμα στον Κούκο μαζί με τις οικογένειές τους. Το ίδιο έκανε και ο Σαούρ Ανέστης.
«Θυμάμαι ότι μαζεύονταν στο καφενείο οι απόμαχοι του Αντάρτικου κι έλεγαν τις ιστορίες τους. Όταν ήμουν έντεκα ετών, το 1970, ήρθε στο σπίτι μας ο πασίγνωστος συγγραφέας Δημήτρης Ψαθάς, ο οποίος ήθελε να γράψει ένα βιβλίο για το Αντάρτικο του Πόντου, Τον κοιτούσα με θαυμασμό και του έξυνα το μολύβι… Επηρεασμένος από αυτό το γεγονός μετά το Λύκειο μπήκα σε σχολή Δημοσιογραφίας, αλλά δεν κατάφερα να την ολοκληρώσω λόγω οικονομικών δυσκολιών. Όμως, το μικρόβιο μου έμεινε κι έτσι πήρα τις συνεντεύξεις κι έγραψα το βιβλίο. Τελικά έγινα δικαστικός επιμελητής, μια κακιά δουλειά που έτρωγε την ψυχή μου και το χρόνο μου. Έλεγα, πότε θα βγω στη σύνταξη, για να γράψω το βιβλίο και να εκπληρώσω το τάμα μου», λέει ο Βασίλειος Σιδηρόπουλος.
Ο καπετάν Σαούρ Ανέστης πέθανε τον Ιανουάριο του 1985.
Προκειμένου ο συγγραφέας να συλλέξει ακόμα περισσότερα στοιχεία για τον παππού του αλλά και για το Αντάρτικο, επισκέφθηκε τον Πόντο. Εκεί συνομίλησε με μία ηλικιωμένη, η οποία του μιλούσε σε άπταιστα ποντιακά, αλλά κι έναν ηλικιωμένο, οποίος γνώριζε τον παππού του. «Ήταν ο γιος του Τσερκέζου, που βοήθησε τον παππού μου να κατέβει από το βουνό και ο οποίος βοήθησε κι άλλους Πόντιους αντάρτες. Το 1972 ο παππούς μου επισκέφθηκε τον Πόντο κι έμεινε σπίτι τους. Έτσι τον γνώρισε. Όταν του είπα ποιος είμαι, έπεσε κάτω κι έκλαιγε…», τονίζει ο Βασίλειος Σιδηρόπουλος.
Ρωμανός Κοντογιαννίδης