Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού για την Τετάρτη της δ’ εβδομάδος των νηστειών με ακροστιχίδα: «τον προφήτην Κυρίου» με θέμα την μετάνοια (On Repentance, Εις την μετάνοια). Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας. Διαβάστε εδώ το Μέρος Α’ και εδώ το Μέρος Β’.
ιβ’. Αλλ’ όπως γράφει κι η Γραφή, ο αγώνας τους δεν τέλειωσε με τούτα τα πνευματικά γυμνάσματα που ’κάναν.
Γράφει πως δεν σταμάτησαν μονάχα στη νηστεία· ούτε στο που φορέσανε ‘κείνους εκεί τους πένθιμους, τους τρίχινους χιτώνες.
Ας μελετήσουμε καλά τι κάναν στο κατόπιν, για να γνωρίσουμε καλά πώς γίνεται ο καλύτερος πνευματικός αγώνας· δείτε, λοιπόν, τι έκαναν:
σηκώσανε τα χέρια τους κι από τα βάθη της ψυχής στον Κύριο κραυγάζανε – προσεύχονταν για ώρα.
Σ’ Εκείνον π’ εγκατέλειψαν, Σ’ Αυτόν ξαναγυρίσαν.
Άλλος δεν βρέθηκε κανείς, έτσι που να σπλαχνίζεται τον άνθρωπο που πέφτει
και τη μετάνοια οπού ‘δειξε για ότι κακό έχει κάνει, Αυτός να καλοδέχεται.
Άλλος δεν βρέθηκε κανείς που να ‘χει από φυσικού αγάπη για να σώζει και να ‘χει τέτοια πεθυμιά όλους να μας λυτρώνει· τον άνθρωπ’ απ’ τα πάθια του θέλει να λευτερώνει
και το έλεος Του πλούσια σπεύδει να μας το δώσει και δέχεται αδιάκριτα όλων μας τη
μετάνοια
ιγ’. Βλέποντας το τι γίνεται ο Άη Προφήτης Ιωνάς στεκόταν μαραμένος και λυπημένος στράφηκε στον Κύριο και Του λέει:
«Να πεις πως δεν τα ήξερα; Δεν τα ‘λεγα ο καημένος; Αφού Είσαι φιλεύσπλαχνος – σώζεις και δεν σκοτώνεις.
Γι’ αυτό σαν μου είπες στην αρχή στη Νινευή να πάω, το πλοίο πήρα για μακριά μήπως και τ’ αποφύγω.
Δεν ήταν που δεν ήθελα να πάω όπου με στέλνεις· μόν’ ήταν που φοβόμουνα περίγελος μην γίνω, αν είν’ στην προφητεία μου ψεύτης να βγω ο έρμος.
Και τώρα ‘δω που στέκομαι βαρύθυμος μπροστά Σου, δεν είν’ γιατί τους έσωσες…
Θα ‘θελα μιας κι εγώ ήμουνα που ΄δωσα τα μαντάτα, τα πρώτα εκείνα τα σκληρά, την απειλή τη μαύρη, αν ήταν να μ’ αξίωνες και τα στερνά να δώσω· γι’ αυτά λέω τα ευχάριστα: όλα συγχωρεμένα.
Σκληρή Κασσάνδρα έγινα της δίκαιης οργής Σου· κι έπειτα δεν μ’ αξίωσες τα ευχάριστα μαντάτα, εκείνα της συγχώρησης εγώ να τ’ αναγγείλω.
Κι έτσι εγώ εμφανίστηκα ως κείνος ο υπηρέτης που φέρεται σκληρότερα από τον Κύριό Του, κι Εσύ ως ο πράος Κύριος που όλα θε να συχωρνά άμα θα δει
μετάνοια.
ιδ’. Μα τώρα δα εγώ ζητώ, ο δούλος ο πιστός Σου, μία ρανίδα του οίκτου Σου μονάχα να μου δώσεις. Δέξου τώρα
το πνεύμα μου· εδώ που ‘ρθαν τα πράγματα το να με πάρεις προτιμώ, απ’ τη ζωή ‘δώ κάτω».
Και λέγοντας τα λόγια αυτά, πέφτει, τον παίρνει ο ύπνος.
Της πονεμένης της καρδιάς καταφυγή ο ύπνος· της λύπης είν’ απαντοχή, ακόλουθός της είναι.
Μα τότε ο Μέγας Οφθαλμός π’ ανύστακτος υπάρχει, επέβλεψε τον δούλο Του τον βλέπει να κοιμάται στη ρίζα της κολοκυθιάς – αυτήν που του την μάρανε για να τον καψ’ ο ήλιος κι έτσι να μάθει ο Ιωνάς καλά το μάθημά του. Και λέει της κολοκυθιάς ξανά να ζωντανέψει· ολόδροση και φουντωτή γίνηκ’ αυτή και πάλι.
Κι όπως η μάνα π’ αγρυπνά σκεπάζει το μωρό της, μ’ ίσκιο παχύ ξαν’ σκέπασε το δόλιο το παιδί Του π’ αποκαρδιώθηκε πολύ με ό,τι είχε γίνει.
Με μια, λοιπόν, κολοκυθιά που κάνει κολοκύθια, δίδαξε τον Προφήτη Του ο Άγιος Θεός μας. Τ΄απόλυτα, τ’ απότομα και τα σκληρά και τ’ αυστηρά ν’ αφήσει κατά μέρος
και όλους να τους συμπονά, με όλους να συμπάσχει και ν’ αγαπά ολόψυχα κι εκείνος τη
μετάνοια.
ιε’. Και νά! Από μια κολοκυθιά το νόημα του Νόμου πως το καταλαβαίνουμε σε βάθος και καθάρια.
Νυχτιάτικα ήρθε φύτρωσε· κι ο Άη Προφήτης Ιωνάς κάτω απ’ τα φύλλα τα πλατιά έβρισκε λίγον ίσκιο.
Έτσι κι ο Νόμος δόθηκε, με σκιά να διαφυλάξει του κόσμου όλα τα πράγματα μην ξεραθούν τελείως, για να ‘ρθουν τα επικείμενα.
Νύχτα κι ο Νόμος δόθηκε, νύχτα ο Μωυσής τον πήρε· και ούτ’ άστρο φαίνονταν ψηλά στον ουρανό απ’ τα νέφη.
Μα ύστερα η Χάρις δόθηκε σαν ήλιος π’ ανατέλλει, πάνω απ’ το Νόμο έλαμψε, τον κάλυψε τελείως λες κι ήταν ζαρζαβατικό σε λιόλουστο μποστάνι.
Σαν τον Προφήτη Ιωνά, έτσι λοιπόν κι ο κόσμος,
από τον ύπνο ξύπνησε απά σε μια ραχούλα· τεντώθηκε κι ατένισε τον Νόμο, το λιβάδι. Πριν φύτρων’ αγριόχορτο – και τώρα ποιος το κόβει;
Να! Τούτο δα το πρωινό το θέρισ’ όλο η Χάρις κι οπού ‘ταν αγριολίβαδο είν’ γόνιμο χωράφι που φύτεψε για χάρη μας η Χάρις τη
μετάνοια.
ις’. Έτσι και τότε ο Ιωνάς χάρηκε όταν είδε εκείνην την κολοκυθιά να του προσφέρει σκέπη,
μα σαν μπροστά στα μάτια του ξεράθηκε ολωσδιόλου, πολύ στενοχωρήθηκε.
Και τότε είπ’ ο Πλαστουργός στον Όσιο Προφήτη:
«Μα εάν καταλυπήθηκες που ‘χασες κάτι που εσύ δεν έφτιαξες με κόπους,
μα εάν η θλίψη σ’ έπιασε για ‘ένα φυτό που χάνεις, πόσο πια θε να λυπηθείς άνθρωπο σαν θα χάσεις;
Όσο κι εσύ δεν νοιάστηκες που σ’ εμαράνθη το φυτό… Τόσο κι εγώ να μην νοιαστώ; Τόσο να μην πονέσω γι’ αυτήν την πόλη
που αν μετρηθεί πόσοι την κατοικούνε, ψυχές χιλιάδες εκατό και είκοσι θα βγούνε;
Γι’ αυτό σου λέω Προφήτη μου, γι’ αυτό σου λέω παιδί μου να γίνεις μεγαλόψυχος κι έλα κι εσύ κοντά μας να αγαπήσουμε μαζί τη σωστική
μετάνοια.
ιζ’. Υιέ Θεού μοναδικού, μοναδικέ Θεέ μου, Εσύ που πραγματοποιείς αυτό που Σου ζητάνε όσοι πολύ Σε αγαπούν, λύτρωσε Αναμάρτητε
κι εμάς εάν το θέλεις από αυτά που έρχονται, τις απειλές μπροστά μας, ω…! εύσπλαχνε μου Κύριε.
Όπως κάποτ’ ελέησες εκειούς τους Νινευίτες και τον Προφήτη Σου Ιωνά αξίωσες να γνωρίσει πολλά απ’ τα μυστήρια τα θαυμαστά Σ’ τα Θεία,
έτσι ελέησε κι εμάς και σώσε μας Θεέ μου την ώρα εκείνη τη φρικτή της κρίσης όταν έρθει.
Κι εμέ Θεέ μ’ συγχώρα με, αντίχαρη Σου το ζητώ για όλ’ αυτά που γράφω.
Γιατί στα λόγια είμ’ καλός, στα έργα… άστα να πάνε!
Κι έτσι, καθώς δεν έχω έργα εγώ, Σωτήρα, που να είναι, αντάξια της Δόξας Σου,
τουλάχιστον παρακαλώ μέτρα σ’ εμέ τα λόγια, τους ύμνους και τα ποιήματα, μήπως μ’ αυτά με σώσεις, καθώς το ξέρουμε καλά πόσο πολύ Εσύ αγαπάς και πόσο αναγνωρίζεις σ’ όλους μας τη
μετάνοια.