Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού για την Τετάρτη της δ’ εβδομάδος των νηστειών με ακροστιχίδα: «τον προφήτην Κυρίου» με θέμα την μετάνοια (On Repentance, Εις την μετάνοια). Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας. Διαβάστε εδώ το Μέρος Α’.
ς’. Της Νινευή ο βασιλιάς, μ’ όλη του τη σοφία παράγγειλ’ όλ’ η πόλη του της αρετής το νυφικό
να πάρει να φορέσει· κι αφού ήταν ο υπεύθυνος ως συνοδός της νύφης,
σαν νύφη την εστόλισε.
Τα ζα και τα γεννήματα, μέχρι κι αυτά ο καλός σου, όλα τα προετοίμασε για να τα δώσει προίκα.
Και γύριζε στον ουρανό κι έλεγε του Πατέρα: «Όλα όσα έχω στην πόλη μου, όλα σου τα προσφέρω· μονάχα σε παρακαλώ δέξου το
ως Νυμφίος, Θεέ μας και Σωτήρα μας, του φιλιωμού το δώρο και δώσε τη συγχώρεση
στην πόλη μας την έρμη που στην πορνεία βούτηξε και στην αποστασία.
Ψυχή και σώμα έπρεπε να Σου ήτανε δοσμένη, με το καθάριο Πνεύμα Σου να ήταν ενωμένη με τρόπο ακηλίδωτο· κι αυτή τα πρόδωσ’ όλα.
Μα να! Για κοίτα τώρα, που δείχνει πόσο Σ’ αγαπά
και δώρα Σού προσφέρει με πρώτο την
μετάνοια.
ζ’. Τ’ άλογα όλα χλιμιντρούν κι όλα τροφή ζητάνε, γιατί ως και τα κτήνη με τους πολίτες μου μαζί κάλεσα σε νηστεία· έτσι θα το πηγαίνουμε, ως να μας συγχωρέσεις.
Κι αν παρανόμησα εγώ, εγώ που βασιλεύω,
τιμώρησε μονάχα εμέ κι ελέησε τους πάντες.
Μ’ αν όλοι μαζί αμαρτήσαμε, όλοι μαζί κραυγάζουμε και τις φωνές μας άκου:
τα βόδια μουγκανίζουνε, τα πρόβατα βελάζουν
κι άνθρωπ’ όλοι που πονούν, αντάμα Σ’ ικετεύουν.
Αρκεί μόνο το βλέμμα Σου να στρέψεις με συμπόνοια κι οι συμφορές θ’ αφανιστούν και τα δεινά θα λείψουν.
Κι ο φόβος δεν μας ακουμπά, δειλία δεν μας πιάνει, αρκεί μονάχα να δεχτείς ότι αλλάξαμε μυαλά, είμαστε σε
μετάνοια.
η’. Τη ζεύγλη Σου η πόλη μας έβγαλ’ από τον τράχηλο της και μακριά την πέταξε, Σωτήρα Αγαθέ μας,
μα τώρα πέφτει στα πόδια Σου, ζητάει επειγόντως να τη δεχτείς πάλι ξανά κάτω από τον ζυγό Σου.
Προσπέφτει στην αγάπη Σου η Νινευή και πάλι· το λάθος της κατάλαβε που σαν φυγάδα έτρεξε μακριά Σου για να πάει. Κι εγώ πάλ’ ο ταλαίπωρος…
ο βασιλιάς μα και φτωχός δικός Σου υπηρέτης,
ανάξιος για τον θρόνο μου, κάθουμ’ απάν’ στις στάχτες ωσάν εκείνους που πενθούν.
Το στέμμα μου το ντρόπιασα· παίρνω τη μαύρη σκόνη και με αυτήν σκεπάζομε να κρύψω την πομπή μου.
Δεν είμαι τώρα άξιος εγώ για την πορφύρα,
τρίχινο σάκο διάλεξα κατάσαρκα να βάλω κι ολημερίς οδύρομαι· τη συντριβή μου τώρα δες και μην την παραβλέπεις.
Στρέψε το βλέμμα Σου ξανά και κοίτα μας Σωτήρα
και δέξου αυτή την προσφορά· άλλο δεν μας απόμεινε… μονάχα η
μετάνοια.
θ’. Τι ωφέλεια θα ‘χει Νινευή απ’ την καταστροφή της, ω! μόνε Αναμάρτητε;
Μην στόμα να ‘χει ο πηλός, το χώμα μεσ’ τον Άδη, Εσένα να δοξολογεί και ν’ αναπέμπει αίνους;
Γι’ αυτό, όσο προλαβαίνουμε κι εμείς τώρα που ζούμε, Εσένανε γυρεύουμε, Εσέν’ αποζητούμε.
Δείξε λοιπόν στους δούλους Σου, αυτό στ’ αλήθεια π’ είσαι!
Ελεήμων είσαι, Σπλαγχνικός, σπλαχνίσου, ελέησέ μας!
Μην δώσεις κι όλοι γίνουμε βορά για τους εχθρούς μας.
Μην γίνουμε παράδειγμα που όλοι θ’ αποστρέφονται· στην ιστορία μη μείνουμε όπως οι Σοδομίτες.
Μην γίνει τώρα ξαφνικά η πόλη Σου περίγελος σε όλους τους εχθρούς μου,
μόν’ τώρα ως Πολυέλεος, δέξου μας τη
μετάνοια.
ι’. Αχ… Νινευή, αχ πόλη εσύ, πλοίο ναυαγισμένο, απ’ τη ζωή για να πιαστείς τίποτα δεν σου μένει, απελπισμένη παντελώς κραύγασ’ απεγνωσμένα
και ζήτησέ το απ’ Αυτόν π’ όλους τους λευτερώνει, χείρα βοηθείας δεξιά τώρα να σου απλώσει.
Κραυγάζω ‘γω που κυβερνώ, δεν εισακούομαι διόλου,
γιατί τα πταίσματα όλων μας πάνω μου κουβαλάω.
Γι’ αυτό σου λέω, το λοιπόν, κραύγαζ’ απεγνωσμένα, μην κι από ‘σένανε πειστεί,
μήπως τα δάκρυά σου πιο εύκολα Τον ρίξουνε…
Κλάψτε λοιπόν οι νιόπαντρες, κλάψτε και όλ’ οι νέοι,
κλάψτε αγόρια κλάψετε κι εσείς μικρά κοράσια, να κλαίν’ οι γέροι κι οι γριές με τα μωρά αντάμα.
Απέναντι στον Κύριο όλοι μας ας σταθούμε προσφέροντας
μετάνοια.
ια’. Αυτά είναι που παράγγελνε στην πόλη του ο βασιλιάς που ήταν στ’ αλήθεια ξακουστός και πάνσοφος συνάμα.
Κι όπως θα το ‘θελε ο καθείς στη θέση του αν ήταν, η πόλη τον υπάκουσε ολόκληρη σαν ένα.
Ως τα μωρά που θήλαζαν, το γάλα δεν βυζαίναν – νηστεία δήθεν έκαναν.
Κι η νεολαία η άσεμνη που ‘κανε μύρια όσα, αρνήθηκε τις ηδονές οπού ‘ταν βουτηγμένη.
Και οι γυναίκες φρόντιζαν τον γάμο να τιμούνε, κι ως σύζυγοι αμόλυντη την κλίνη τους κρατούσαν.
Κι όλοι μαζί όπως ήτανε μικροί μα και μεγάλοι έσκυψαν με ταπείνωση στην προσευχή ριχτήκαν· και παρακλήσεις κάνανε, κάνανε και νηστεία και το μυαλό τους είχανε στις αγαθοεργίες.
Κι όπως τους βλέπει ο Θεός να κάνουν τέτοιο αγώνα,
έστερξε καλοδέχτηκε αυτή τους τη
μετάνοια.