Δεν υπάρχει πιο αληθινή –όσο και σκληρή– φράση που να ‘χει σχέση με το σανίδι από το ότι «το θέατρο γεννιέται, μεγαλώνει και πεθαίνει μέσα σε ένα βράδυ».
Οι δημιουργοί, αλλά κυρίως οι ηθοποιοί που επένδυσαν σε άλλες εποχές στο θέατρο και για διάφορους λόγους δεν είχαν τον κινηματογράφο για να τους «μεταφέρει» στην αιωνιότητα, όσο σπουδαίοι και μεγάλοι και αν ήταν παραμένουν «καταδικασμένοι» να μην περάσει το όνομά τους στις νεότερες γενιές. Χωρίς να φταίνε οι ίδιοι.
Μια τέτοια περίπτωση είναι και η Ρένα Ντορ, η οποία πέθανε στις 5 Μαρτίου του 2000.
Αντί για οδοντίατρος, χορεύτρια στην Αίγυπτο
Γεννήθηκε στην Πάτρα, αλλά καταγόταν από την Κεφαλονιά. Εκρηκτικός συνδυασμός. Ο λόγος για την Ειρήνη Γιαννάτου, την κοπέλα που λίγα χρόνια αργότερα λατρεύτηκε ως Ρένα Ντορ.
Μιλάμε για το 1917 – τέσσερα χρόνια μετά η μικρή Ειρήνη έμεινε ορφανή. Από την άλλη, μία οικογένεια με δέκα παιδιά που επέζησαν τα τέσσερα. Το μελό, η δυστυχία, οι δυσκολίες στην πλήρη τους εικόνα.
Η μεγαλύτερη από τα τέσσερα αδέλφια, η Ευγενία, ανέλαβε τη φροντίδα της μικρής. Ήθελε να την κάνει οδοντίατρο, όμως εκείνη είχε άλλες φιλοδοξίες. Γιατί αν μέσα σου κυλάει ο χορός, το τραγούδι, η αγάπη για το σανίδι –ακόμα και σαν αντίδοτο στις κακουχίες και στις δυσκολίες–, δεν κάθεσαι να σκεφτείς την θεραπεία της ξένης τερηδόνας.
Αεικίνητη, θαρραλέα, με ωραία φωνή και κλίση στο χορό, έγινε μικρή μπαλαρίνα και εμφανίστηκε στο πλάι της Ζωζώς Νταλμάς όταν περιόδευσε στην Αίγυπτο. Η Αίγυπτος τότε έσφιζε από ελληνισμό και δη υψηλού βιοτικού επιπέδου, γι’ αυτό και πολλοί αθηναϊκοί θίασοι είχαν πάντοτε τη χώρα του Νείλου στα σχέδια τους.
Μάλιστα λόγω των καταστάσεων και της οικονομικής άνθησης εκεί υπήρχαν και τα καλύτερα (τότε) στούντιο της Μεσογείου, όπου γυρίστηκαν πολλές ελληνικές ταινίες. Μία από αυτές ήταν και το Αρραβών μετ’ εμποδίων, η πρώτη από τις ελάχιστες που έπαιξε η Ρένα Ντορ.
Αυτά βέβαια συνέβησαν το 1938. Νωρίτερα είχε προηγηθεί η… αναγέννηση.
Το όνομα, ο έρωτας και το κρατητήριο
Έχουμε μείνει στις περιπέτειες της μικρής Ειρήνης ως χορεύτρια. Η επιστροφή στην Αθήνα –και το ντεμπούτο, όπως αποδεικνύεται– έγινε στο θέατρο «Μοντιάλ». Οι υπεύθυνοι είδαν ότι μπορεί να κάνει και άλλα πράγματα εκτός από το να χορεύει. Και την έβαλαν σε νούμερο. Αν τα πει, εύγε, ένα αστέρι γεννιέται. Αν όχι, κανένα πρόβλημα, το μοναστήρι να ‘ναι καλά και να περάσει η επόμενη.
Έλα όμως που δεν χρειάστηκε να περάσει η επόμενη, γιατί η Ειρήνη αποδείχθηκε αστέρι.
Όλα αυτά συνέβησαν στην επιθεώρηση Υφυπουργός. Τότε απέκτησε και το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο. Της το έδωσε ο δημοσιογράφος Αχιλλέας Μαμάκης. Πρώτα την ονόμασε «Ρένα Μπέλλα», αλλά δεν της άρεσε. Τελικά, με αφορμή κάποιο γνωστό άρωμα γεννήθηκε και καθιερώθηκε το Ντορ.
Και ναι, ήταν νέα, ωραία, χαριτωμένη όμως επέλεξε να επενδύσει στην κωμικότητά της και όχι στην ομορφιά. Και κέρδισε. Βρισκόμαστε όμως στη δεκαετία του 1940, στην Κατοχή.
Πολλά χρόνια αργότερα σε συνέντευξή της εξομολογήθηκε τον έρωτα που βίωσε τότε με τον Γιώργο Οικονομίδη. Την επόμενη χρονιά τον συνέλαβαν οι Γερμανοί και η Ρένα έμεινε τέσσερις μήνες κρατούμενη στο Χαϊδάρι.
Ποιος είναι αυτός ο αψηλός
Είναι 1945 και η Ρένα Ντορ βρισκόταν στο ναό της επιθεώρησης, στο θέατρο «Ακροπόλ». Ονοματάκι ήδη και οι συγγραφείς αποφάσισαν να της δώσουν ένα σόλο.
Και της έδωσαν τον «Αναποδέα», έναν χαρακτήρα που τα λέει όλα ανάποδα αλλά προκύπτουν και αλήθειες. Αυτό ήταν.
Η Ρένα Ντορ εκτοξεύτηκε στην κορυφή σε έναν (μεταξύ μας) άκρως ανδρικό χώρο. Λέγεται ότι οι μητέρες πήγαιναν τα παιδιά τους στο θέατρο να δουν τον «Αναποδέα». Και αν στο θέατρο σε αποδεχτούν τα παιδιά, η καριέρα έρχεται.
Και στην Ντορ ήρθε, αφού για τρεις δεκαετίες κυριαρχούσε στο χώρο της.
Και μετά την αναγνώριση και την επιτυχία ήρθε ο μεγάλος έρωτας. Και μεγάλος και πανύψηλος. Ο Αλέκος Λειβαδίτης, ο ψηλός της ελληνικής επιθεώρησης έγινε αρχικά ζευγάρι στη ζωή με τη μικροκακαμωμένη Ρένα Ντορ.
Μετά έγιναν ζευγάρι και στη δουλειά, τόσο πετυχημένο μάλιστα που όταν τελείωσε ο έρωτας τους συνέχισαν να εργάζονται μαζί.
Και η αγάπη και η εκτίμηση δεν χάθηκαν. Έμειναν φίλοι μέχρι το 1980 που έφυγε εκείνος. Νωρίτερα είχαν συμβεί μεγάλες αλλαγές.
Τα μεγάλα αντίο
Η Ελλάδα και η επιθεώρηση άλλαξαν. Ευνόητο. Η εποχή των μεγάλων συγγραφέων είχε παρέλθει και ένα είδος σπουδαίο, μοναδικό, αλλά και απίστευτα εφήμερο, περνούσε ζόρια.
Η Ρένα Ντορ παρέμενε στην πρώτη γραμμή της επιθεώρησης και χωρίς εκπτώσεις.
Το 1978 παιζόταν στο θέατρο «Μινώα» η επιθεώρηση Τι Κωστάκης, τι Ανδρίκος, τα πληρώνει ο λαουτζίκος. Και εκεί κατέβηκε η αυλαία.
Κάποια θέματα υγείας με το θυρεοειδή της, το τοπίο στο είδος που άλλαζε, ή οτιδήποτε άλλο. Από το να γίνει μία δόξα του παρελθόντος που μοιάζει παράταιρη στο παρόν, επέλεξε στα 60 της να τ’ αφήσει όλα πίσω και να μην ακούσει τις όποιες Σειρήνες –κυρίως θεατρικές– να επιστρέψει. Ζούσε τη ζωή της με φίλους και συγγενείς στο ρετιρέ της στην Πατησίων και στο εξοχικό.
Και μία μέρα σαν την σημερινή, το 2000, ύστερα από πολύμηνη νοσηλεία «έφυγε» για πάντα. Χορτασμένη, ευτυχισμένη για όσα κατάφερε και έζησε. Και ας μην την μάθει ποτέ η γενιά της τηλεόρασης, των reality και των social. Ποιος τους χρειάζεται άλλωστε.
Σπύρος Δευτεραίος